Η ελληνική ποντοπόρος ναυτιλία και οι συνδεόμενες με αυτή δραστηριότητες – όπως εκείνες των ναυπηγείων – παραδοσιακά αποτελούν πυλώνες του εξωτερικού εμπορίου και συνεπώς του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας.
Οι υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών αποτελούν έναν από τους βασικούς κλάδους εξαγωγών της χώρας (μαζί με τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες). Οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές διαχρονικά καλύπτουν το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών. Ειδικότερα την περίοδο της πανδημίας COVID-19, κατά την οποία καταγράφηκε σημαντική πτώση των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές εξακολούθησαν να στηρίζουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο 2019-2023 οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές ξεπέρασαν – κατά μέσο όρο – τα 16,5 δισ. ευρώ (δηλαδή περίπου 8,7% του ΑΕΠ), ενώ οι καθαρές εισπράξεις (εισπράξεις μείον πληρωμές) ανήλθαν – κατά μέσο όρο – σε 6,6 δισ. ευρώ και κάλυψαν σχεδόν το 1/4 του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Με βάση τα στοιχεία του υποδείγματος για την εκτίμηση της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας που έχει αναπτύξει η Τράπεζα της Ελλάδος, το 2023 πραγματοποιήθηκε από τη χώρα η εμπορική διαχείριση σχεδόν 3.000 πλοίων συνολικής χωρητικότητας 188 εκατ. τόνων (dwt) με μέση σταθμισμένη ηλικία 12 έτη.
Παρά τη σημαντική συνεισφορά της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας, μεγάλο μέρος των εισροών της προέρχεται από το εξωτερικό. Η περαιτέρω ανάπτυξη των συνδεόμενων με τη ναυτιλία δραστηριοτήτων στη χώρα μπορεί να έχει διττό αποτέλεσμα: αφενός να αυξήσει τη συμμετοχή των εγχωρίως παραγόμενων εισροών στο τελικό προϊόν της ναυτιλίας και αφετέρου να ενισχύσει τις εξαγωγές αυτών των εισροών προς άλλα ναυτιλιακά κέντρα. Μια τέτοια εξέλιξη θα αύξανε περαιτέρω το αποτύπωμα του κλάδου στην ελληνική οικονομία και θα περιόριζε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική ναυτιλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά προκλήσεων:
Η αβεβαιότητα που πηγάζει από τις γεωπολιτικές εξελίξεις έχει αυξηθεί. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επακόλουθες κυρώσεις στη Ρωσία έχουν οδηγήσει σε αλλαγή των θαλάσσιων εμπορικών διαδρομών. Πιο πρόσφατα, οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και οι επιθέσεις εναντίον εμπορικών πλοίων στην ευρύτερη περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας έχουν συντελέσει στη μείωση των διελεύσεων από τη Διώρυγα του Σουέζ, με συνέπεια την επιλογή μακρύτερων διαδρομών, γεγονός που επιφέρει αύξηση του χρόνου παράδοσης και του κόστους μεταφοράς. Ο αντίκτυπος αυτών των εξελίξεων δεν περιορίζεται στη ναυτιλία, αλλά διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας, καθώς επηρεάζονται αρνητικά ολόκληρη η αλυσίδα προσφοράς και οι τιμές, που αντιμετωπίζουν στη συνέχεια τόσο οι παραγωγοί όσο και οι καταναλωτές.
Η επιλογή του κατάλληλου καυσίμου για τη ναυτιλία με στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα απαιτεί τη διεθνή συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων. Η ανάγκη είναι επιτακτική και τα περιθώρια χρόνου στενεύουν. Σε κάθε περίπτωση, όποια λύση κι αν επιλεγεί, θα πρέπει να είναι μια λύση ασφαλής, καθαρή, οικονομικά βιώσιμη και διαθέσιμη διεθνώς. Από το 2025 η Μεσόγειος Θάλασσα θα αποτελεί περιοχή ελέγχου των εκπομπών θείου (Sulphur Emission Control Area – SECA). Πρόκειται για σημαντική εξέλιξη, με συνέπειες για την ελληνική ναυτιλία, ιδίως για την ελληνική ακτοπλοΐα, καθώς τυχόν αύξηση των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία και στις νησιωτικές οικονομίες.
Οι νέες τεχνολογίες βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της ναυτιλίας και βοηθούν ουσιαστικά στη λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων. Η χρήση δεδομένων για την ανάλυση και κατανόηση του παρελθόντος και η αξιοποίησή τους για τον σχεδιασμό μελλοντικών κινήσεων αποτελεί πραγματικότητα για πολλές ναυτιλιακές επιχειρήσεις της χώρας. Η χρήση ψηφιακών λύσεων επιτρέπει, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση των συνολικών λειτουργιών του πλοίου και την αποδοτικότερη κατανάλωση καυσίμων, με επακόλουθη μείωση του κόστους και των εκπομπών. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές απαιτούν την ενίσχυση της ασφάλειας των συστημάτων των πλοίων, των ναυτιλιακών εταιρειών και των λιμένων, καθώς και τη λήψη μέτρων για την αποτροπή κυβερνοεπιθέσεων.
Η σπουδαιότητα της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της στελέχωσης τόσο των πλοίων όσο και των φορέων της ναυτιλίας με εξειδικευμένο προσωπικό καταδεικνύεται από το σχέδιο μεταρρύθμισης της ναυτικής εκπαίδευσης και του χαρακτηρισμού του 2024 ως Έτους Ναυτικής Εκπαίδευσης. Η ολοκλήρωση του σχεδίου θα εξασφαλίσει στον κλάδο καταρτισμένο προσωπικό, ικανό να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας τεχνολογίας, ειδικευμένο στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις και, κυρίως, σε θέση να συνεισφέρει ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της ναυτιλίας.
Σε εθνικό επίπεδο, η αναβάθμιση των υποδομών πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα. Ενδεικτικά:
1. Η ηλεκτροδότηση πλοίων από την ξηρά στα λιμάνια της χώρας αποτελεί σημαντικό βήμα προς την επίτευξη των στόχων Fit for 55. Η ολοκλήρωση του σχετικού έργου στο λιμάνι του Πειραιά θα συμβάλει στην ενεργειακή αποδοτικότητα και στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Η εμπειρία αυτή μπορεί να χρησιμεύσει στην υλοποίηση αντίστοιχων έργων σε άλλα λιμάνια της χώρας.
2. Οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα επιτρέπουν να αξιοποιηθούν πόροι και από τους δύο τομείς με σημαντικά οφέλη. Στη ναυτιλία, το εργαλείο αυτό μπορεί να αφορά την ανάπτυξη και διαχείριση λιμένων, καθώς και την ανάπτυξη υποδομών για τη διευκόλυνση των μεταφορών από το λιμάνι προς οποιοδήποτε σημείο προορισμού.
Όπως έχει αποδείξει διαχρονικά, η ναυτιλία είναι η βιομηχανία των λύσεων. Ξέρει να «διαβάζει» τις συνθήκες, να αναγνωρίζει τις τάσεις, να διαβλέπει τις προκλήσεις, να εξετάζει εναλλακτικές, να προσαρμόζεται και να προοδεύει. Σε αυτό το απρόβλεπτο και ρευστό διεθνές περιβάλλον, η ελληνική ναυτιλία κρατά τη θέση της και αναπτύσσεται, ωφελώντας με τον πλέον ουσιαστικό τρόπο την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Του Γιάννη Στουρνάρα, Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στο «Βήμα της Κυριακής» (ειδική έκδοση ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑ 2024)
Πηγή ot.gr