«Είμαστε πιο κοντά στο σενάριο τα 4,9 R στη Λέσβο να ήταν ο κύριος σεισμός» επισήμανε ο καθηγητής σεισμολογίας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, ερευνητής, σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της «Ουνέσκο», μιλώντας στην ΕΡΤ. Ωστόσο θεωρεί «ως στοιχείο επιπλέον επικινδυνότητας το ότι η μετασεισμική ακολουθία στη Λέσβο εξελίσσεται σε χερσαίο περιβάλλον» όπως και το βεβαρημένο ιστορικό σε σεισμούς της περιοχής.
«Έχω αρχίσει επιστημονικά να αισθάνομαι ότι πάμε αρκετά καλά. Δεν είμαστε ακόμα στο σημείο που θα πούμε ναι, εντάξει, έληξε το φαινόμενο. Όμως είμαστε κάπως πιο κοντά σε αυτό το σενάριο από ότι ήμασταν χθες» ανέφερε.
Συνέστησε στους κατοίκους «υπομονή και ψυχραιμία» αν και παραδέχτηκε πως είναι δύσκολο με τους συνεχείς μετασεισμούς.
Επίσης συνέστησε σε αυτούς «τους λίγους, που έχουν κάποιες μικρές βλάβες στο χώρο κατοικίας ή στο χώρο εργασίας, να πάρουν τη γνωμάτευση, τη συμβουλή ενός μηχανικού είτε από το Δήμο ή αν κάποιος βιάζεται ακόμα και από ιδιώτη μηχανικό»
Για τις τρεις σεισμικές εστίες στην Εύβοια
«Ειδικά στα Ψαχνά, η μετασεισμική ακολουθία το λέω ευθέως, είναι μετασεισμική, προχωράει ομαλά και φυσιολογικά στις άλλες δύο εστίες, γιατί έχουμε τρεις εστίες εκεί ενεργοποιημένες παράλληλα, στο Λιμνιώνα – Βλαχιά που είναι στο βορειοανατολικό άκρο περίπου και το άλλο που είναι στο νότιο τμήμα, εξακολουθούμε να τις παρακολουθούμε με ιδιαίτερη προσοχή ξεχωριστά» ανέφερε
Τα τρία αυτά σημεία είναι ξεχωριστά «παρόλο που μπορεί να υποκρύπτεται ένας μηχανισμός που διήγειρε την μία μετά την άλλη, αλλά αυτό είναι μια επιστημονική υπόθεση», όπως υπογράμμισε.
«Άρα και εκεί χρειάζεται προσοχή. Ο Εγκέλαδος κρύβει πολλά μυστικά, πολύπλοκα φαινόμενα» επισήμανε.
Για το κατά πόσο οι σημερινές δονήσεις στη Λέσβο συνδέονται με το ρήγμα της Αγίας Παρασκευής σημείωσε
« Φαίνεται να είναι λίγο δυτικότερα η ανάπτυξη, το επίκεντρο της τελευταίας σεισμικής δράσης. Λόγω όμως των σφαλμάτων που υπάρχουν στον εντοπισμό των επικέντρων, δεν είμαστε απολύτως βέβαιοι».
Όμως, όπως υπογράμμισε «ακόμα κι αν είναι το ρήγμα το συγκεκριμένο που προκάλεσε τον πολύ μεγάλο σεισμό του 1867, τον οποίο γνωρίζω πολύ καλά, έχω γράψει ειδικό βιβλίο για τους σεισμούς της Λέσβου και της Χίου και αν ακόμα είναι, δεν σημαίνει ότι κατ ανάγκην θα πρέπει να επαναληφθεί τώρα ο μεγάλος εκείνος σεισμός του 1867. Ενεργό ρήγμα είναι και πολλές φορές θα μας δώσει και μικρούς σεισμούς».
Όπως ενημέρωσε «ένας σεισμός μεγέθους 6R για να εκτονωθεί θέλει περίπου χίλιους τεσσάρηδες μετασεισμόυς. Δεν τους έχουμε τους χίλιους τεσσάρηδες»
Από την άλλη για τη Λέσβο επισήμανε πως «δεν σημαίνει ότι το να έχουμε αυτούς τους 4,9R ή 4,7 R το ρήγμα είναι ήδη ώριμο για να μας δώσει τον 6,5 R.
«Τα κτήρια καταπονούνται μόνο με μεγάλες δονήσεις»
«Από όσα έχουμε συζητήσει με τους σεισμομηχανικούς συναδέλφους προκύπτει ότι η καταπόνηση των κτηρίων, π.χ της Αθήνας είναι πραγματική μόνο όταν είναι μεγάλες οι δονήσεις. Προέρχονται δηλαδή από μεγάλους σεισμούς, 6R και παραπάνω. Αυτές οι μικρές δονήσεις που αισθανθήκαμε εδώ και στην Αττική από την Εύβοια, για παράδειγμα, το πρόσφατο διάστημα δεν προκαλούν ιδιαίτερη καταπόνηση. Εξάλλου, οι κατασκευές σήμερα, αλλά και αρκετά χρόνια τώρα, από τότε τουλάχιστον που έχουμε αντισεισμικούς κανονισμούς στη χώρα, δηλαδή από το 1959 και ύστερα, οι κατασκευές κατασκευάζονται από τους συναδέλφους μηχανικούς, λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα. Οπότε είναι πολύ πιο ανθεκτικές από ότι νομίζουμε»
Στατιστική των σεισμών: Αυξημένες πιθανότητες για σεισμό πάνω από 6 R το 2023
« Στην Ελλάδα κατά μέσον όρο κάθε χρόνο έχουμε ένα σεισμό μεγέθους 6 R ή και μεγαλύτερο κατά μέσον όρο. Το 2022 πέρασε χωρίς ούτε έναν σεισμό πάνω από πεντέμισι, όχι έξι και πάνω. Άρα οι πιθανότητες να έχουμε ισχυρό σεισμό στην Ελλάδα μεγέθους 6 και λίγο μεγαλύτερο μέσα στο 2023 είναι αυξημένες»
Όμως όπως καθησύχασε «Πάρα πολλοί σεισμοί γίνονται στη θάλασσα και περνάνε “Αβρόχοις ποσί”, χωρίς να γίνει κάτι με αρνητικές επιπτώσεις.»
«Θα πρέπει λοιπόν όλα να τα ζυγίζουμε και να δούμε ότι η σεισμική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή, αλλά ταυτόχρονα μετριασμένη, γιατί πολλοί σεισμοί ισχυροί γίνονται σε υποθαλάσσιο περιβάλλον. Ακόμα και άλλοι γίνονται στο χερσαίο χώρο, αλλά μακριά από κατοικημένα κέντρα.» σημείωσε
«Όλα αυτά λοιπόν μας δίνουν μια εικόνα επιπτώσεων που απέχει από την γεωφυσική εικόνα των σεισμών. Η γεωφυσική εικόνα είναι ναι, πολλοί σεισμοί με μεγάλα μεγέθη. Οι επιπτώσεις είναι όμως πολύ μικρότερες από αυτό που θα ανέμενε κάποιος εάν όλοι οι σεισμοί γινόντουσαν κοντά σε αστικά κέντρα που δεν είναι η περίπτωσή μας» υπογράμμισε
Και συνέστησε «ετοιμότητα, ενημέρωση, επιμόρφωση, ασκήσεις στα σχολεία, σχέδια έκτακτης ανάγκης από τις κεντρικές αρχές πολιτικής προστασίας. Πρέπει οι θεσμοί αυτοί να καλυτερεύουν συνεχώς τον ίδιο τους τον εαυτό προσφέροντας στην κοινωνία.»