«Ναι» στην «περαιτέρω αύξηση των διαθέσιμων κλινών εντατικής θεραπείας και για ένταξη στο σύστημα ιδιωτικών κλινικών και ιδιωτών ιατρών», «όχι» όμως στην επέκταση της υποχρεωτικότητας, λέει, με συνέντευξή του στο ethnos.gr., ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, που απευθύνει – και αυτός – πρόσκληση για εμβολιασμό σε όσους δεν το έχουν πράξει ακόμη.
Ξεκινώντας από τον «πόλεμο» κατά της πανδημίας, ο υπουργός Επικρατείας διαβεβαιώνει πως «θα μεριμνήσουμε για περαιτέρω αύξηση των διαθέσιμων κλινών εντατικής θεραπείας και για ένταξη στο σύστημα ιδιωτικών κλινικών και ιδιωτών ιατρών». Ταυτόχρονα δε, επισημαίνει πως «καθολικές οριζόντιες απαγορεύσεις δεν πρόκειται να υπάρξουν, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο απέναντι στους συμπολίτες μας που εμβολιάστηκαν και έχουν κάθε δικαίωμα να απαιτούν να συνεχίσουν κανονικά τη ζωή τους. Μικρές σημειακές παρεμβάσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να αξιολογηθούν, πρέπει εντούτοις να κατανοήσουμε ότι πλέον, κανένα μέτρο δεν είναι σε θέση να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τον ιό, εκτός από το εμβόλιο».
Για το εμβόλιο ειδικότερα, χαρακτηρίζει «ενθαρρυντικό» το γεγονός ότι η ανταπόκριση των πολιτών στο κάλεσμα για εμβόλιο, είτε πρώτης, είτε αναμνηστικής δόσης, «φαίνεται ότι βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση με πενταπλασιασμό των νέων ραντεβού. Δεν θα κουραστούμε να το λέμε: Το εμβόλιο μας προστατεύει 20 φορές περισσότερο από τη βαριά νόσηση και τον θάνατο και δημιουργεί ασπίδα για την προστασία των οικείων μας».
Σε ερώτηση για τυχόν επέκταση του μέτρου της υποχρεωτικότητας, απαντά ότι «η επέκταση σε ευρεία κλίμακα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, πέρα από τα ενδεχόμενα ζητήματα συνταγματικότητας, δεν αποτελεί την προτιμητέα λύση για τη διαχείριση της πανδημίας. Και αυτό διότι, είναι αμφίβολο το ουσιαστικό πρόσθετο όφελος που θα έφερε για τη δημιουργία ανοσίας στον πληθυσμό, ενώ πάντοτε θα αφήνει σημαντικά μέρη του πληθυσμού εκτός της υποχρέωσης. Δεν είναι, άλλωστε τυχαίο ότι καμία χώρα του κόσμου δεν είχε επιβάλει γενικά το μέτρο αυτό».
Στα της οικονομίας, ο υπουργός Επικρατείας διατυπώνει την εκτίμηση ότι «η δεκαετής οικονομική κρίση και η προϊούσα υγειονομική κρίση, έχουν πιστεύω σημαντικά αλλάξει την κοσμοθεωρία της πλειονότητας των πολιτών, οι οποίοι πλέον δεν επιθυμούν πτωχευμένες πολιτικές ανέξοδης παροχολογίας και ασπόνδυλης πελατείας». Παραθέτει δε, στη συνέχεια της απάντησής του, σειρά στοιχείων για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας: «Πράγματι οι οικονομικοί δείκτες φαίνεται σήμερα να βαίνουν πολύ ικανοποιητικά. Το δεύτερο τρίμηνο του 2021 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 16,2%, έχουμε τον μεγαλύτερο ρυθμό αποκλιμάκωσης της ανεργίας στην Ευρώπη, οι εξαγωγές και η βιομηχανική παραγωγή ενισχύονται σημαντικά, οι καταθέσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυξήθηκαν κατά περίπου 30 δισ. ευρώ, με το ήμισυ να αφορά καταθέσεις νοικοκυριών, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υποχώρησαν θεαματικά με την εφαρμογή της πολιτικής μας για τη δεύτερη ευκαιρία και ο πραγματικός διαθέσιμος μισθός αυξήθηκε από 365 έως 1.615 ευρώ, λόγω της σημαντικής μείωσης στη φορολογία και στις ασφαλιστικές εισφορές».
Εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί για το τρέχον έτος, «θα προχωρήσουμε σε προσεκτικές κινήσεις για τη δίκαιη κατανομή του νέου πλούτου που παράγεται», αναφέρει, υπενθυμίζοντας ότι «ήδη ο πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει για το 2022 δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, επιδότηση αγροτών για το επαγγελματικό πετρέλαιο που χρησιμοποιούν, ενώ θα υπάρξει επέκταση των μειώσεων φόρων, της μη καταβολής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες».
Στο διαρκές ερώτημα, αν το 2022 θα μπορούσε να είναι εκλογική χρονιά, ο Γ. Γεραπετρίτης λέει ότι «η κυβέρνηση απολαύει σήμερα μοναδικής, για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης, εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος, χωρίς εκπτώσεις σε σχέση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Η προκήρυξη εκλογών θα είχε νόημα μόνο για να κεφαλαιοποιηθεί αυτή η εμπιστοσύνη. Όμως, δεν είναι μέσα στο γονιδίωμα της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας η άντληση πρόσκαιρων πολιτικών ωφελημάτων, που θα είχε ως ενδεχόμενο τίμημα να διακοπεί η πορεία ανάπτυξης και αποκατάστασης του διεθνούς κύρους της χώρας που έχουν δρομολογηθεί. Όπως έχει επανειλημμένα τονίσει ο πρωθυπουργός, οι εκλογές θα λάβουν χώρα στον προβλεπόμενο συνταγματικά χρόνο λήξης της κοινοβουλευτικής περιόδου», σημειώνει με έμφαση.
Για τα ελληνοτουρκικά αναφέρει ότι «δεν είναι εύκολο για μια χώρα με ηγεμονική αυταρέσκεια, όπως η Τουρκία, να αποδεχτεί ότι η Ελλάδα έχει αναχθεί στον ισχυρότερο περιφερειακό πόλο στην Ανατολική Μεσόγειο, με τις πολύπλευρες συμμαχίες που έχει αναπτύξει, όπως με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, την ανάπτυξη διεθνών πρωτοβουλιών, όπως συνέβη με τη Διακήρυξη των Αθηνών για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον και τη Διακήρυξη της Med9, και τη διευθέτηση χρόνιων διεθνών εκκρεμοτήτων, όπως με την Αίγυπτο και την Ιταλία. Η διεθνής αναβάθμιση της χώρας θα συνεχιστεί. Η Ελλάδα έχει, επιτέλους, κυβέρνηση η οποία χαρακτηρίζεται από την εξωστρέφειά της και πρωθυπουργό ο οποίος στέκεται άριστα στα διεθνή φόρα και αναγνωρίζεται ως μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα στην Ευρώπη και τον κόσμο».
Σε ό,τι αφορά τέλος, τις σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία, σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στα εσωτερικά της, αλλά «παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή της Συνθήκης των Πρεσπών. Η Συνθήκη αυτή, παρά τα εγγενή της προβλήματα που είχαν εγκαίρως αναδειχθεί, αποτελεί από την κύρωσή της, διεθνή υποχρέωση των δύο χωρών, και ως εκ τούτου η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανεχθεί αρνητικές μονομερείς ενέργειες από την πλευρά του αντισυμβαλλόμενου μέρους. Για τον λόγο αυτό εξάλλου δεν έχουν έλθει ακόμη προς κύρωση στη Βουλή τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη μνημόνια».