Αναφερόμενη σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις, πανδημίες, κλιματική αλλαγή και πολέμους, η ομοσπονδιακή υπουργός Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ ανέφερε μεταξύ άλλων ότι απαιτείται εκσυγχρονισμός του σχεδίου πολιτικής προστασίας, επισημαίνοντας ενδεικτικά ότι σε περίπτωση ανάγκης, «είναι σημαντικό να έχουμε στο σπίτι απόθεμα με είδη πρώτης ανάγκης». Προειδοποίησε δε για «υψηλό κίνδυνο κυβερνοεπιθέσεων».
«Αυτή τη στιγμή υπάρχει στον κυβερνοχώρο δραστηριότητα η οποία επηρεάζει τις επιχειρήσεις και κρίσιμες υποδομές» και για αυτό έχουν ενισχυθεί σημαντικά τα μέτρα προστασίας, τόνισε η κυρία Φέζερ σε συνέντευξή της στην Handelsblatt και πρόσθεσε ότι είναι πιθανόν να επιτευχθεί και συνταγματική αναθεώρηση προκειμένου την ευθύνη για την κυβερνοασφάλεια να αναλάβει κεντρικά η ομοσπονδία.
«Πρέπει», σημείωσε η υπουργός, «να ελεγχθεί ποια μέτρα προστασίας είναι απαραίτητα» και αυτό, διευκρίνισε, δεν επηρεάζει μόνο τεχνικά ζητήματα, αλλά και προμήθειες για τρόφιμα, φάρμακα ή ιατρικό υλικό. «Σκεφτείτε για παράδειγμα να υπάρξει κυβερνοεπίθεση σε κρίσιμες υποδομές. Αν πραγματικά υπάρχει για καιρό διακοπή ρεύματος, ή αν η καθημερινή ζωή περιοριστεί με άλλον τρόπο. Τότε είναι σίγουρα χρήσιμο να υπάρχει στο σπίτι απόθεμα ειδών πρώτης ανάγκης», δήλωσε η κυρία Φέζερ και πρόσθεσε ότι αυτή την περίοδο γίνεται μεταξύ άλλων καταγραφή των καταφυγίων – υπάρχουν 599 στη χώρα – και έλεγχος του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης με σειρήνες, το οποίο όπως διαπιστώθηκε στις φονικές πλημμύρες που έπληξαν πέρυσι το καλοκαίρι τη δυτική Γερμανία, λειτουργεί πλημμελώς.
Σε ό,τι αφορά τις ελλείψεις προϊόντων στα σούπερ μάρκετ, η Ένωση Ιδιοκτητών Καταστημάτων Ειδών Διατροφής διαβεβαίωσε σήμερα εκ νέου ότι για τα άδεια ράφια ευθύνονται οι αγορές πανικού και όχι τα όποια προβλήματα στην παραγωγή ή στις μεταφορές. «Αν ψωνίζαμε όλοι κανονικά, τα ράφια θα γέμιζαν με τους συνήθεις ρυθμούς», τόνισε ο εκπρόσωπος της Ένωσης, μιλώντας στο rbb, σχολιάζοντας το γεγονός ότι πολλά καταστήματα υποχρεώθηκαν να επιβάλουν πλαφόν στην αγορά ειδών μεγάλης ζήτησης, όπως το αλεύρι και το λάδι. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα σιτηρά, η Γερμανία παράγει περίπου 24 τόνους ετησίως, ενώ οι εσωτερικές της ανάγκες φθάνουν μόλις τους 8 τόνους, πρόσθεσε.
Οι τιμές των προϊόντων εξακολουθούν πάντως να ανεβαίνουν, με τον πληθωρισμό να φθάνει στο Βερολίνο το 7,9% για τον Απρίλιο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021. Συγκεκριμένα, οι τιμές για το αλεύρι σίτου αυξήθηκαν στη γερμανική πρωτεύουσα κατά 53% και κατά 50% για το ηλιέλαιο και το κραμβέλαιο. Στην ενέργεια, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 36%, ενώ διπλασιάστηκε και η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης. Σύμφωνα μάλιστα με τον επικεφαλής της Ένωσης Γαλακτοβιομηχάνων Έκαρντ Χόιζερ, η τιμή του γάλακτος, του γιαουρτιού και του τυριού αναμένεται να αυξηθεί έως και κατά 25% από τον Μάιο έως και τον Ιούλιο, λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας, το οποίο επιβαρύνει την παραγωγή.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ετοιμάζεται για αυτούς τους λόγους να παρέμβει εκ νέου τον Ιούνιο προκειμένου να ανακουφίσει τους καταναλωτές. Μεταξύ των μέτρων είναι η εισαγωγή ενιαίου μηνιαίου εισιτηρίου 9 ευρώ για τα ΜΜΜ και η επιδότηση στην τιμή των καυσίμων.