Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Δεν μπορώ να πω ότι οι εκλογές στη Γερμανία είναι οι πιο συναρπαστικές που έχουμε παρακολουθήσει το τελευταίο διάστημα. Ούτε θρίλερ με τις δημοσκοπήσεις υπάρχει. Και αυτό γιατί όλοι γνωρίζουν τη νικήτρια, δηλαδή την Άνγκελα Μέρκελ. Μέχρι και ο Μάρτιν Σούλτς, ο οποίος δημοσκοπικά αγκομαχά, φαίνεται να το έχει αντιληφθεί και παλεύει να φτάσει το 25% για να μην περάσει πολύ κάτω από την επίδοση του Πεερ Στάινμπρουκ το 2013.
Η αλήθεια είναι ότι ο Σούλτς ήταν η σωστή επιλογή για τους Σοσιαλδημοκράτες. Έδωσε μια νότα ανανέωσης, προσέδωσε λίγο ενδιαφέρον σε μια προβλέψιμη εκλογική διαδικασία. Εντάξει, αυτό έγινε την άνοιξη και μετά οι Γερμανοί πολίτες επέστρεψαν στα ειωθότα. Δεν φταίει σε κάτι ιδιαίτερα ο Σούλτς, ίσως μόνο στο ότι δεν κατάφερε να βρει έναν τρόπο να κάνει τη διαφορά. Δεν είναι εύκολο όμως με την Μέρκελ απέναντι, η οποία έχει καταφέρει για τα καλά να μπει στα πολιτικά χωράφια του SPD.
Οι Γερμανοί είναι ψηφοφόροι που ψηφίζουν με γνώμονα την ασφάλειά τους. Όχι με την έννοια της προστασίας από την τρομοκρατία, αλλά, εφόσον τα πράγματα πηγαίνουν καλά, δεν έχουν κανέναν λόγο να αλλάξουν τον τιμονιέρη του πλοίου. Γι’ αυτό και δεν θα αλλάξουν την Μέρκελ, η οποία με τα καλά και τα κακά της, την αναποφασιστικότητα και ενίοτε τη διστακτικότητά της, έχει οδηγήσει το καράβι με ασφάλεια μακριά από ξέρες.
Με δεδομένο, συνεπώς, ότι η Μέρκελ θα γίνει για τέταρτη φορά Καγκελάριος και ο Σούλτς θα χάσει, ψάχνουμε το βασικό επίδικο: τον κυβερνητικό συνασπισμό. Χονδρικά, για να υπάρξει ένας συνασπισμός βιώσιμος, θα πρέπει τα κόμματά του να αθροίζουν άνω του 48% των ψήφων, συνεπώς μπορεί να αρκούν και δύο κόμματα, αλλά μπορεί να χρειάζονται και τρία.
Η ιδέα του Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών δεν μπορεί να αποκλειστέι, απλά έμπειρες πολιτικές πηγές επισημαίνουν ότι αν η επίδοση του SPD είναι πολύ κακή, κάτω του 25%, δεν θα θελήσει εκ νέου να μπει σε έναν τέτοιο, φθοροποιό συνασπισμό. Παράλληλα, ένα σενάριο που παίζει δυνατά είναι ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελεύθερων, κάτι που όμως έχει το ανασχετικό στοιχείο ότι η κ. Μέρκελ-μαζί με τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές-θα έχει ισχυρό δεξιό αντίβαρο, ενώ παράλληλα οι Φιλελεύθεροι θέλουν και το υπουργείο Οικονομικών του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος όμως δεν έχει πρόθεση αποχώρησης, ενόψει και των ευρύτερων εξελίξεων στην Ευρώπη. Τέλος, υπάρχει και το σενάριο του λεγόμενου συνασπισμού-Τζαμάικα: Χριστιανοδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, σε έναν θεωρητικά ισορροπημένο συνδυασμό, ο οποίος όμως έχει δοκιμαστεί μόνο σε επίπεδο κρατιδίου και ποτέ σε ομοσπονδιακό.
Με άλλα λόγια, θα έχουμε αρκετούς μήνες με μεγάλο ενδιαφέρον μπροστά μας, μιας και στη Γερμανία η διαδικασία συγκρότησης κυβερνητικού συνασπισμού και συγγραφής κυβερνητικού προγράμματος ποτέ δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Εν προκειμένω, συνεπώς, θα έχουμε τη νέα γερμανική κυβέρνηση προς το τέλος Νοεμβρίου, αν κρίνουμε από τη διάρκεια των συζητήσεων των δύο κυβερνητικών εταίρων το 2013.
Όσο για την Ελλάδα: δεν ήταν θέμα του προεκλογικού αγώνα και καλύτερα. Δεν θα πρέπει να αναμένουμε κάποια θεαματική αλλαγή της γερμανικής πολιτικής υπέρ μας, σε καμία περίπτωση, αλλά από την άλλη υπάρχει το κακό σενάριο να πάρουν το υπουργείο Οικονομικών οι Φιλελεύθεροι, οι οποίοι έχουν ταχθεί υπέρ του Grexit. Ακόμα, όμως, και αν δεν το πάρουν και απλά μπουν στην κυβέρνηση, τα πράγματα θα γίνουν αρκετά πιο δύσκολα για τη χώρα.