Πρόσφατα δόθηκε στην δημοσιότητα μια νέα έρευνα της GFK που αφορά την αγοραστική δύναμη της Ευρώπης και στην οποία φαίνεται πως υπάρχει αύξηση κατά 0,3% σε ότι αφορά την ονομαστική αξία της κατά κεφαλήν αγοραστικής δύναμης των Ευρωπαίων το 2016 συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε μεταξύ 42 χωρών.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Η υψηλότερη μέση αγοραστική δύναμη παρατηρείται στο Λιχτενστάιν, Ελβετία και Λουξεμβούργο, ενώ στα χαμηλότερα επίπεδα εμφανίζεται η Λευκορωσία, η Μολδαβία και η Ουκρανία. Στην Ουκρανία, η κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη ανέρχεται μόλις στο ένα όγδοο της μέσης αγοραστικής δύναμης των κατοίκων του Λιχτενστάιν.
Αναφορικά με την Ελλάδα, με μέση τιμή της τάξης των 9,313 ευρώ σε αγοραστική δύναμη ή διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο, η χώρα παραμένει στην 22η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη.
Αυτό είναι περίπου κατά ένα τρίτο χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης, η ονομαστική μείωση είναι -0,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Συγκρίνοντας τις 14 ελληνικές περιφέρειες, οι κάτοικοι της Αττικής, παρουσιάζουν την υψηλότερη μέση αγοραστική δύναμη: Με σχεδόν 10,800 ευρώ κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη, έχουν 16% περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας αλλά παρόλα αυτά παραμένουν πίσω κατά 21 τοις εκατό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό τους τοποθετεί περίπου στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης με τους κατοίκους της Πορτογαλίας (κατάταξη 20η στην Ευρώπη).
Πιο κοντά στη μέση τιμή της χώρας εμφανίζεται η Κεντρική Μακεδονία με 9,244 ευρώ ανά κάτοικο.
Το νησί της Κρήτης κατατάσσεται τελευταίο ανάμεσα στις 14 περιφέρειες με 7,331 ευρώ κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη – αυτό είναι 21% χαμηλότερο από το μέσο όρο της χώρας και κατά προσέγγιση ίσο με το διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων της Τσεχίας (κατάταξη 26η στην Ευρώπη).
Ανοδική η αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη
Σύμφωνα με την μελέτη της GfK, συνολικά 9,18 τρισεκατομμύρια διαθέτουν οι Ευρωπαίοι για κατανάλωση και αποταμίευση. Αυτό σημαίνει μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη της τάξης των 13,672 ευρώ για τις 42 χώρες που αξιολογήθηκαν στην έρευνα, το οποίο αντιστοιχεί σε ονομαστική αύξηση κατά περίπου 0,3%. Η χαμηλή ανάπτυξη στην ευρωπαική μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην ισοτιμία συναλλάγματος και στην στασιμότητα της ανάπτυξης σε κάποιες από τις μεγαλύτερες χώρες. Παρόλα αυτά, πολλές χώρες έχουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 5 τοις εκατό, περιλαμβανομένων της Ισλανδίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Εστονίας, Τσεχίας, Βοσνίας, Κροατίας, Μάλτας, Σλοβακίας, Λουξεμβούργου και Λετονίας.
Υπάρχει ακόμα σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στα καθαρά εισοδήματα στην Ευρώπη: Κάτοικοι του Λιχτενστάιν, της χώρας με τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, έχουν σχεδόν ογδόντα φορές περισσότερη αγοραστική δύναμη ανά άτομο από τους κατοίκους της Ουκρανίας, η οποία παρουσιάζει τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη. Οι τέσσερις χώρες με τον υψηλότερο πληθυσμό – Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία – αντιπροσωπεύουν περίπου το 40 τοις εκατό του Ευρωπαϊκού πληθυσμού και το 60 τοις εκατό της αγοραστικής δύναμης της ηπείρου.
Ακόμα και ανάμεσα στην πρώτη δεκάδα των χωρών, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία ξεπερνούν σημαντικά τις άλλες χώρες με αγοραστική δύναμη 3 εως 4,6 φορές (αντίστοιχα) υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αρκετά χαμηλότερα, τρίτο, ακολουθεί το Λουξεμβούργο, με 2,2 φορές υψηλότερα του Ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όλες οι υπόλοιπες χώρες της δεκάδας εμφανίζουν τουλάχιστον 1,5 φορά υψηλότερα επίπεδα από τη μέση ευρωπαϊκή κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη.
Τέλος, ανακατάταξη παρατηρείται ανάμεσα στις χώρες της πρώτης δεκάδας σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω συναλλαγματικής ισοτιμίας. Το Λουξεμβούργο ξεπερνά την Νορβηγία για να καταλάβει την τρίτη θέση, ενώ η Ισλανδία ανεβαίνει τρεις θέσεις φτάνοντας στην πέμπτη και η Μεγάλη Βρετανία πέφτει τέσσερις θέσεις αγγίζοντας τη δέκατη.