Γράφει ο Λευτέρης Παρτσάλης
Από εχθές το πρωί που πάτησα το πόδι μου στο λιμάνι, δεν είχα φανταστεί αυτό που με περίμενε.
Αφού διέσχισα κάθετα όλο το νησί προσπερνώντας δεκάδες πρόσφυγες που κατευθύνονταν προς το λιμάνι, έφτασα στη Σκάλα Συκαμνιάς, εκεί που πάιζεται όλο το ‘παιχνίδι’…
Παντού σωσίβια, παντού βάρκες τρυπημένες, μηχανές, ρούχα παπούτσια, κουβέρτες, λες και καθένας του πετώντας κάτι ξόρκιζε αυτό που άφησε πίσω του. Επιτήδειοι που συνέλεγαν τα απομεινάρια με σκοπό να τα πουλήσουν πίσω στους διακινητές, εθελοντές, πολλοί εθελοντές, και πολλή δουλειά.
Και μετά ήρθαν οι βάρκες…
Ένας πανικός να επικρατεί, παιδιά να κλαίνε, άνθρωποι κάθε ηλικίας να παλεύουν να βγουν στη στεριά. Κάποιοι γελώντας κάποιοι κλαίγοντας. Ένας πατέρας σοκαρισμένος αγκαλιάζει το παιδί του και κλαίει σαν μικρό παιδί. Άλλοι σοκαρισμένοι λες και ήρθαν στη γη της επαγγελίας γελούσανε και βγάζανε φωτογραφίες με τα κινητά τους.
Οι βάρκες που κατέφθασαν ήταν κυρίως γεμάτες από Σύριους πρόσφυγες αλλά και Αφγανούς καθώς και μία με Σομαλούς, έφτασαν τις 30 μόνο σήμερα.
Μέχρι αργά το βράδυ οι εθελοντές διέσχισαν δεκάδες φορές την ακτογραμμή προκειμένω να βοηθήσουν. Ένα μεγάλο μπράβο σε όλους αυτούς εκεί που άφησαν τα σπίτια τους και έσπευσαν να βοηθήσουν από διάφορα μέρη της Ευρώπης.
Ακόμα και αυτή την ώρα που γράφω αυτές εδώ τις γραμμές (2:33) ακούω απ’ έξω τα jeep των εθελοντών να κάνουν περιπολίες. Είναι ένα δείγμα ότι στις μέρες μας η ανθρωπιά αντέχει και επιζεί.