Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Ζούμε σε μια πλουραλιστική εποχή, η οποία -ακόμη και σε αυτήν την δύσκολη περίοδο που διανύει η χώρα- συμπαρασύρει την κοινωνία και την κάνει συνεχώς συνθετότερη. Δείγμα αυτού, οι συνεχείς διάλογοι, οι πολλές απόψεις που διατυπώνονται, η ελευθερία του λόγου. Όταν, λοιπόν, λαμβάνουν χώρα πολλές συζητήσεις θα τύχει σε κάποιες από αυτές να βρεθούμε απλοί παρατηρητές. (Και ας μην αψηφούμε την δύναμη του να ακούς χωρίς να μιλάς πάντοτε.)
Βρέθηκα, λοιπόν, πριν από μερικές μέρες ακροάτρια σε μία (τυχαία μάλλον) συζήτηση με βασικό θέμα την μετακίνηση πληθυσμών που λαμβάνει χώρα το τελευταίο διάστημα. Καθόλου περίεργο, καθότι το συγκεκριμένο ζήτημα έχει απασχολήσει σε διάφορες στιγμές και υπό διάφορες οπτικές την κοινή γνώμη. Κάτι οι συγκεντρώσεις των ανθρώπων αυτών σε διάφορες περιοχές στην Ελλάδα (βλέπε Μυτιλήνη, Πειραιάς, Ειδομένη), κάτι ο εθελοντισμός των ντόπιων και η φιλοξενία τους, το όλο ζήτημα που προέκυψε στο Ωραιόκαστρο [αλλά και άλλες περιοχές] με τους κάτοικους να μην θέλουν, για τους δικούς τους λόγους, τα παιδιά άλλων χωρών να παρακολουθούν μάθημα στις ίδιες αίθουσες με τα δικά τους, το όλο ζήτημα έχει προωθηθεί από τα μέσα και τον δημόσιο διάλογο σε ένα από τα σημαντικότερα της καθημερινής «ατζέντας» συζητήσεων.
Και λίγο πολύ, ο καθένας υιοθετεί, ανάλογα με την κρίση, τον χρόνο που διαθέτει και την δεκτικότητα του, την δική του άποψη πάνω στο ζήτημα.
Όχι, δεν μου έκανε εντύπωση το θέμα της συζήτησης, ούτε οι απόψεις που άκουσα. (Τα επιχειρήματα είναι, άλλωστε, πάνω κάτω όλα διατυπωμένα πια.)
Ομολογώ πως αυτό που με ξάφνιασε και με έκανε να παρακολουθήσω με ενδιαφέρον μια (ακόμα) συζήτηση για το θέμα αυτό ήταν το γεγονός ότι οι δύο συνομιλητές μίλαγαν για το ίδιο ζήτημα χωρίς να βρίσκονται -αν είναι ποτέ δυνατόν- στην ίδια συζήτηση.
Πριν εξηγήσω πως εννοώ την παραπάνω παρατήρηση, ας φέρω στην επιφάνεια μια αλήθεια για όσα έχω πει μέχρι ώρας: Δεν κατονόμασα ποτέ το ζήτημα (προσφυγικό; μεταναστευτικό;) ούτε τους ανθρώπους που έχουν μετακινηθεί από την χώρα τους (πρόσφυγες; μετανάστες;). [Μα μην απορείτε. Φυσικά και έχω συγκεκριμένη άποψη. Αυτή όμως είναι αδιάφορη, τόσο για το νόημα του άρθρου, όσο και για την «κοινή γνώμη». Ας σημειωθεί κάπου.]
Πάμε πίσω στην συζήτηση, λοιπόν: «Μίλαγαν για το ίδιο ζήτημα, χωρίς να βρίσκονται στην ίδια συζήτηση.» Τι εννοώ: Εκεί που το άτομο Α χρησιμοποιούσε την λέξη ‘πρόσφυγας’, το άτομο Β χρησιμοποιούσε την λέξη ‘μετανάστης’ (αντίστοιχα ‘προσφυγικό’- ‘μεταναστευτικό’).
Και για να λύσω απορίες: Όχι, δεν υπήρξε τσακωμός. Όχι, δεν φαίνονταν καν να διαφωνούν μεταξύ τους. Ο στόχος ήταν κοινός στο μυαλό και των δύο: Να λυθεί το ζήτημα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα από όλους (και τα λοιπά και τα λοιπά).
Η προσέγγιση του καθενός ήταν προφανώς διαφορετική: Αλλιώς αντιμετώπιζε ο Α και αλλιώς ο Β την ταυτότητα των ανθρώπων. Δεκτό. Και σεβαστό (στον βαθμό που μπορούμε να σεβαστούμε κάθε- αντίθετη συχνά από την δική μας- άποψη).
Το παράδοξο [και εν γένει τραγελαφικό] για εμένα: Κανείς δεν αντιλήφθηκε καθ’ όλη την διάρκεια της συζήτησης ότι ο καθένας- όπως λέμε απλά και καθημερινά- «έλεγε το δικό του».
Στο τέλος της ημέρας, όπως δεν ενδιαφέρει τον κόσμο η «δική μου άποψη για το ζήτημα», έτσι δεν ενδιαφέρει και η δική τους (του Α και του Β). Αυτή είναι η πρώτη παραδοχή. Το συμπέρασμα όλων, και το εν γένει πρόβλημα, τόσο των δύο συζητητών όσο όλων μας στον τομέα της «επικοινωνίας» είναι το ότι συζητάμε άμετρα. (Α-μετρα, δηλαδή χωρίς μέτρα και σταθμά) Τι θα πει αυτό; Εμπλεκόμαστε στην συζήτηση μόνο και μόνο για την «ψυχή» της συζήτησης. Συμφωνούμε ή διαφωνούμε. Ύστερα κυλάει ο χρόνος που μπορούμε ή θέλουμε να διαθέσουμε και ο καθένας τραβάει τον δρόμο του. Τα ζητήματα δεν λύνονται. Εμείς δεν προσφέρουμε κάτι και η «ζωή συνεχίζεται».
Ποια είναι η λύση; (Όχι, δεν είναι να πάψουμε να συζητάμε. Αυτό μας οδηγεί στο άλλο άκρο.) Μα φυσικά, όταν μιλάμε δεν αρκεί να ξέρουμε τι διατυπώνουμε ή τι θα διατυπώσουμε εμείς, αλλά να μας είναι ξεκάθαρο ποιο είναι το νόημα των λόγων του συνομιλητή και πώς μπορεί μια συζήτηση μεταξύ εμάς και της άλλης πλευράς να οδηγήσει σε μια πρακτική αντιμετώπιση του κάθε ζητήματος εκ μέρους όλων των συνδιαλεγόμενων. (Με τα όποια -μηδαμινά έστω- μέσα μας διατίθενται.) Σε κάθε αντίθετη περίπτωση, καλύτερη απόφαση είναι μάλλον όντως να μην συζητάμε. Γιατί κουράζουμε και προ πάντων κουραζόμαστε.