Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, εμφανίζονταν κάθε τόσο κι ένας νέος, φιλόδοξος αναπτυξιακός νόμος. Κρατικές ενισχύσεις προσαρμοσμένες στις εκάστοτε οικονομικές ανάγκες και τις τάσεις της αγοράς που άλλοτε πρόσθεσαν ένα καίριο λιθαράκι στην ανάκαμψη του επιχειρηματικού κλίματος, άλλοτε σκόρπισαν δημόσιο χρήμα χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η καινούρια σχετικά παρέμβαση, επηρεασμένη από την λιτότητα της εποχής, προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα με αμφίβολες δυνατότητες επιτυχίας.
Δεν είναι μόνο ότι, σε μια περίοδο ανύπαρκτης ρευστότητας, περιορίζονται οι άμεσες ενισχύσεις προκρίνοντας ως κύριο εργαλείο τις φοροαπαλλαγές για τα επιχειρηματικά κέρδη. Δεν είναι καν ότι οι αναφορές σε σταθερό φορολογικό σύστημα για επτά χρόνια, όταν οι συντελεστές όπως και συνολικά οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αγγίξει ταβάνι, δεν φαντάζουν ελκυστικές αφού η αποδοχή ενός τέτοιου όρου δεν θα είναι επικερδής για τους επενδυτές την στιγμή που στόχος για τα επόμενα χρόνια θα έπρεπε να ήταν η χαλάρωση αυτών των βαρών.
Το κυριότερο πρόβλημα δεν βρίσκεται ούτε στις πολλαπλές ασάφειες σε σχέση με τα χρονοδιαγράμματα, την έκδοση των απαραίτητων υπουργικών αποφάσεων, την συμβολή κονδυλίων από το ΠΔΕ και το ΕΣΠΑ, τον αποκλεισμό μη κερδοφόρων επιχειρήσεων… εν μέσω κρίσης και το πλήγμα στην αξιοπιστία της όλης διαδικασίας με τον περιορισμό των αξιολογητών σε… μόνο έναν!
Όσο κι αν όλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες επίτασης της δυσλειτουργίας του εγχειρήματος, τα πραγματικά ζητήματα ξεκινούν από την ανυπαρξία άλλων σημαντικών προϋποθέσεων για την αναπτυξιακή στροφή της χώρας και την πενιχρή ωφέλεια που προβλέπεται να προκύψει σε επίπεδο απασχόλησης κάτω από την επίδραση αυτού του νόμου.
Είναι θεμιτός αλλά παραπλανητικός στόχος η μείωση της μέσης επενδυτικής δαπάνης ανά θέση εργασίας γιατί στηρίζεται στο υψηλό αντίστοιχο κόστος με τον προηγούμενο νόμο λόγω όμως των τότε μαζικών επενδύσεων σε φωτοβολταϊκά πάρκα με μικρή απασχόληση. Το ζητούμενο είναι η μονιμότητα των δημιουργούμενων θέσεων και η διασπορά τους κυρίως σε τομείς με πολλαπλασιαστικά οφέλη και ισχυρή εξαγωγική δυναμική. Θεωρείται άραγε ικανοποιητικό μια χρηματοδοτική συνδρομή των 3,6 δισ. που αντιστοιχεί στο 2% να δημιουργεί 15000 θέσεις εργασίας όταν ένα τέτοιο ποσό θα μείωνε την ανεργία κατά 60-70 χιλιάδες, αν επρόκειτο για άμεσο επενδυτικό πλάνο.
Σε μια χώρα που έχει ανάγκη ένα πρωτοφανές επενδυτικό σοκ δεκάδων δισεκατομμυρίων, τα χρήσιμα αλλά ανεπαρκή εργαλεία του οποιουδήποτε νόμου δεν αρκούν. Χρειάζονται αντισυμβατικά μέτρα που ξεπερνούν τις οικονομικές ενισχύσεις και στοχεύουν στην εμπέδωση ενός ψυχολογικού κλίματος σταθερότητας, αξιοπιστίας, φορολογικών ελαφρύνσεων, νομικών απλοποιήσεων, πρόσκαιρων ειδικών καθεστώτων, υψηλής προσαρμοστικότητας στις σύγχρονες απαιτήσεις. Αλλιώς κι αυτός ο νόμος θα αποδειχτεί ένα νεροπίστολο σε μια φάση που απαιτούνται μπαζούκας.