Γράφει ο Γιάννης Ρέτσος*
Είμαστε στο ξεκίνημα μιας τουριστικής σεζόν πολύ διαφορετικής από τις προηγούμενες. Πρόκειται για μια χρονιά που δεν έχουμε ξαναζήσει. Βιώνουμε μια πρωτοφανή κρίση με απώλειες και “θύματα”, η οποία όμως δεν είναι μόνο ελληνική. Είναι παγκόσμια. Και ως εκ τούτου μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με ψυχραιμία και υπομονή.
Η Ελλάδα είναι μία πάρα πολύ ισχυρή τουριστική χώρα. Έχει δομές, οι οποίες έχουν βελτιωθεί και ισχυροποιηθεί πολύ, ιδιαίτερα την τελευταία 8ετία που ο τουρισμός μας έχει υπεραποδώσει. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες του 2020, ο τουρισμός μας θα καταφέρει να ανακάμψει συνολικά, σε βάθος 3ετίας και πάντα υπό την προϋπόθεση των θετικών εξελίξεων στον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας.
Η δυσκολία της φετινής χρονιάς, για επιχειρήσεις και εργαζόμενους, από τη μία έγκειται στο είδος της κρίσης, απρόβλεπτη και καθολική, από την άλλη στο γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα του τουρισμού θα καθορίσει εν πολλοίς και το μέγεθος της ύφεσης για τη χώρα μας.
Σήμερα, έχουν αρθεί οι βασικοί περιορισμοί για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, υπάρχουν όμως αυστηρά πρωτόκολλα λειτουργίας. Από τις 15 Ιουνίου ξεκίνησε το άνοιγμα της χώρας στο εξωτερικό, με τις πτήσεις στα δύο μεγάλα αεροδρόμια, στο “Ελευθέριος Βενιζέλος” και στο “Μακεδονία” και από την 1η Ιουλίου έχει ξεκινήσει το άνοιγμα των υπόλοιπων αεροδρομίων.
Άρα, διαχειριζόμαστε μια σεζόν η οποία έχει κοπεί στη μέση. Το πρώτο μισό έχει χαθεί. Ενώ στο δεύτερο, που περιλαμβάνει και το ισχυρό Q3 για τον τουρισμό μας και τα έσοδά του, ο Ιούλιος είναι ένας μήνας σχεδόν χαμένος, αφού είναι ο μήνας της ουσιαστικής επανεκκίνησης της δραστηριότητας.
Οπότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε δύο τεράστιες προκλήσεις.
Η μία αφορά στη στάση μας απέναντι στην πανδημία κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου. Πρέπει να εξακολουθήσουμε να δείχνουμε την υπευθυνότητα που δείξαμε την εποχή του lockdown και να διατηρήσουμε την εικόνα της σοβαρής χώρας που μπορεί και διαχειρίζεται τα προβλήματά της, έχοντας να διαχειριστούμε πλέον και τους επισκέπτες μας από το εξωτερικό.
Η δεύτερη πρόκληση, αφορά στο οικονομικό σκέλος. Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα τα πράγματα και έτσι όπως μπορούμε να δούμε τώρα το άμεσο μέλλον, δεν μπορεί κανείς να προσδοκά, με βάση τα αισιόδοξα σενάρια, περισσότερο από το 20% με 25% των εσόδων που είχαμε πέρυσι από τον τουρισμό. Κάτι το οποίο μεταφράζεται σε ένα ποσό γύρω στα 4 με 5 δισ. ευρώ. Όσα περισσότερα μπορούμε να μαζέψουμε μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον, τόσο χαμηλότερη θα είναι η ύφεση. Θυμίζω εδώ ότι κάθε 1.9 δισ. ευρώ που χάνονται από τον τουρισμό, αναλογούν σε μια μονάδα ύφεσης.
Οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις μπορούν να κρατηθούν περισσότερο χρόνο ανοιχτές, εφόσον υπάρξει ζήτηση. Αλλά η ζήτηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Πρώτα από όλα, από την εξέλιξη της πανδημίας και το δεύτερο κύμα, όταν και αν αυτό εκδηλωθεί. Αν εξελιχθούν θετικά τα πράγματα σε υγειονομικό επίπεδο, τότε η Ελλάδα έχει μια καλή πιθανότητα για προσέλκυση τουριστών τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, ακόμα και εντός του Νοεμβρίου, προκειμένου να μπορέσει να ανακτήσει μέρος των απωλειών.
Αυτή τη στιγμή είναι ανοιχτά κάποια ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας, στα μεγάλα αστικά κέντρα και κάποια μικρά ξενοδοχεία σε μικρούς προορισμούς τα οποία απευθύνονται περισσότερο σε Έλληνες.
Τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας που έχουν ήδη ανοίξει διατηρούν πολύ χαμηλές πληρότητες, διότι από τη στιγμή που δεν υπήρχαν πτήσεις μέχρι πρότινος, δεν θα μπορούσαν να έχουν και κρατήσεις. Και αυτός είναι και ένας βασικός παράγοντας που καθορίζει σε έναν βαθμό και την απόφαση ενός επιχειρηματία να επαναλειτουργήσει, σε συνδυασμό με τα μέτρα στήριξης της πολιτείας.
Για τα ξενοδοχεία εποχικής λειτουργίας, δεν υπάρχει ακόμα πλήρης εικόνα για το πόσα θα ανοίξουν. Εκείνο που μπορούμε να πούμε και για αυτό το λόγο είμαστε σε στενή συνεργασία και με την πολιτεία και με το υπουργείο Εργασίας, είναι ότι θα πρέπει να ενημερωθούν όσο γίνεται γρηγορότερα οι ξενοδόχοι της χώρας για τα εργαλεία που τους δίνει η νομοθεσία, για να πάρουν τις αποφάσεις τους. Και οι πρόσφατες ανακοινώσεις για τα επιπλέον μέτρα στήριξης της εργασίας έρχονται να συμβάλουν θετικά σε αυτή την κατεύθυνση. Σίγουρα, οι δύο πρώτες εβδομάδες του Ιουλίου θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο.
Σε κάθε περίπτωση, η φετινή χρονιά θα είναι καθοριστική για την επόμενη μέρα. Πρέπει όμως να κρατάμε και τα θετικά που μας άφησε αυτή η κρίση. Μάθαμε ότι σε δύσκολες περιόδους μπορούμε να λειτουργήσουμε συλλογικά και υπεύθυνα και να τα καταφέρουμε. Επίσης, αγκαλιάσαμε κάποιες αλλαγές που έχουν κυρίως να κάνουν με την ψηφιακή εξέλιξη της χώρας και την επίσπευση διαδικασιών, κάτι που επηρεάζει άμεσα και τον τουρισμό. Στον ΣΕΤΕ, τα τελευταία χρόνια μιλάμε πάρα πολύ για τη σημασία της διαχείρισης προορισμών, για το πώς μπορούμε να εξελίξουμε το τουριστικό μας μοντέλο, να εμπλουτίσουμε το προϊόν μας, να στραφούμε πλέον σε νέα στρατηγική, με βάση τη βιωσιμότητα και την ψηφιοποίηση. Με τη βίαιη εξέλιξη των πραγμάτων, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το πρόβλημα του επερχόμενου υπερτουρισμού λύθηκε από τον κορωνοϊό. Επειδή όμως ο τουρισμός θα ανακάμψει και μελλοντικά θα ξαναδούμε τα νούμερα του πρόσφατου παρελθόντος, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτό το πολύ κρίσιμο διάστημα της ανασυγκρότησης, προκειμένου γρήγορα να προχωρήσουμε τις στρατηγικές μας για την επόμενη μέρα.
Υποδομές προορισμών, εμπλουτισμός του προϊόντος, αλλαγή της στρατηγικής του branding της χώρας, ούτως ώστε να είμαστε πολύ πιο έτοιμοι και πολύ πιο ανταγωνιστικοί, όταν θα διαχειριστούμε ξανά τις ροές και τον κόσμο που είχαμε έως τις αρχές του 2020.
*Πρόεδρος ΣΕΤΕ