Γράφει ο Νίκος Νικολόπουλος
Αναμφίβολα βρισκόμαστε ενώπιον μίας σημαντικής και πολυπλόκαμης υπόθεσης, αλλά και εξαντλήσαμε μία κοινοβουλευτική διαδικασία που θα έπρεπε να είναι ξάστερη και σύντομη, με τον πολιτικό κόσμο ενωμένο και αποφασισμένο για άπλετο φως, ώστε να εκπέμπεται και προς την κοινωνία ένα μήνυμα ότι «σε τούτα δω τα μάρμαρα καμιά σκουριά δεν πιάνει».
Δυστυχώς, όμως, όλοι είδαμε ότι στο βωμό πρόσκαιρων και μικροκομματικών εντυπώσεων δημιουργήθηκε στη Βουλή μία πολεμική ατμόσφαιρα που ακόμα δυστυχέστερα δεν επιτρέπει στην ουσία να αναδειχθεί.
Ας ξεκινήσουμε από τα απλά και βασικά, λοιπόν:
Ερωτώ: Πιστεύουμε όλοι ότι η Novartis αποτελεί ένα μεγάλο σκάνδαλο που πρέπει να διερευνηθεί πλήρως και να αποδοθούν ευθύνες σε εκείνους που για προσωπικό όφελος, έβλαψαν την κοινωνία, το δημόσιο σύστημα υγείας και το κράτος;
Και ακόμα:
Εμπιστευόμαστε όλοι την Δικαιοσύνη και θεωρούμε ότι πρέπει να την ενισχύσουμε για να αποκαλυφθούν τα πάντα και να μην μείνει ατιμώρητος κανένας κλέφτης και επίορκος;
Πιστεύω, πραγματικά, ότι σε αυτή την χώρα δεν υπάρχει κανείς που να μην απαντάει καταφατικά και στα δύο προαναφερόμενα ερωτήματα.
Και εν έτσι είναι, τότε ας δούμε τη συνέχεια. Και ας απαντήσει ο καθένας μας, μόνος του, αλλά και η κάθε Ελληνίδα και ο κάθε Έλληνας ξεχωριστά, σε ορισμένα ακόμα απλά ερωτήματα:
Από τη στιγμή που υπάρχει μία δικογραφία στην οποία εμφανίζονται ως εμπλεκόμενοι, κάποιοι πολιτικοί και η αρμόδια Εισαγγελέας, ως οφείλει εκ του Συντάγματος, τη διαβιβάζει στη Βουλή προς διερεύνηση, η Βουλή υποχρεωνόταν άμεσα να κινήσει τις διαδικασίες ή έπρεπε να κάθεται και να περιμένει, ζητώντας εξηγήσεις από τη Δικαιοσύνη, αναζητώντας τυχόν δικονομικά λάθη και ένα σωρό άλλα… τερτίπια για να αποφύγει την… αβαρία;
Γνωρίζουν όλοι ότι δεν είμαι νομικός. Οπότε δεν έχω γνώση και άποψη για όσα το τελευταίο διάστημα έχουν ακουστεί περί εγκυρότητας ή ακυρότητας του καθεστώτος προστατευόμενων μαρτύρων, των μαρτυριών, κλπ. Όμως, πολύ – πολύ απλά, ως επί πολλά χρόνια πολιτικός, αλλά και ως πολίτης, ρωτάω:
Είναι καλύτερα να προχωρήσει άμεσα η Βουλή στη διερεύνηση των καταγγελιών ή θα ήταν προτιμότερο να σέρνεται ένας ψίθυρος σε βάρος του ονόματος των φερόμενων ως εμπλεκομένων, αλλά και όλων των πολιτικών, για συγκάλυψη;
Και τελικά, η πολιτική ζωή πότε δηλητηριάζεται;
Όταν οι πολιτικοί – με πρώτους αυτούς που κατονομάζονται ως εμπλεκόμενοι – σηκώνουν το γάντι και επιζητούν την απόλυτη διαλεύκανση ή όταν μόνο… ουρλιάζουν και απειλούν τους πάντες, δίνοντας την αίσθηση ότι προσπαθούν να αποφύγουν τον έλεγχο;
Επί μέρες ακούω και διαβάζω πύρινες ανακοινώσεις περί «κυβερνητικής σκευωρίας σε βάρος των πολιτικών της αντιπάλων». Και δεν έχω λόγο ούτε να συμφωνήσω, ούτε να διαφωνήσω. Ρωτάω όμως: Εφόσον οι εμπλεκόμενοι είναι βέβαιοι για την αθωότητά τους, αλλά και για την πολιτική σκοπιμότητα της κυβέρνησης, δεν είναι εξίσου βέβαιοι ότι σε λίγο καιρό θα λάμψει η αλήθεια και όλα θα γυρίσουν μπούμερανγκ, εις βάρος της κυβέρνησης;
Και αν δεν είναι βέβαιοι, τι ακριβώς φοβούνται; Μήπως ότι όλη η Βουλή, αλλά και το σύνολο της δικαιοσύνης, αποτελούν πειθήνια όργανα της κυβέρνησης; Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν στέκει ούτε καν ως… επιστημονική φαντασία.
Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό, λοιπόν!
Για όλους μας!
Και κυρίως για τους πολιτικούς που θεωρούν ότι άδικα «λερώνονται» από αυτή την ιστορία…
Πρώτοι αυτοί, και όλοι εμείς μαζί τους, να αναδείξουμε την αλήθεια!
Και αν αυτή η αλήθεια τους αποδίδει πάλλευκους, θα έχουν καταγάγει μία μεγάλη πολιτική νίκη. Και θα έχουν συμβάλλει και στην ανάδειξη των πραγματικών ενόχων.
Διότι όπου υπάρχει σκάνδαλο, υπάρχουν και ένοχοι. Κάπου θα υπάρχουν και ένοχοι… Φαντάζομαι πως δεν διαφωνεί κανείς με αυτό.
Εν κατακλείδι, ειλικρινά πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για τη δημοκρατία από την υφέρπουσα σκανδαλολογία. Και από τον αδιάκοπο ψίθυρο εμπλοκής πολιτικών σε σκάνδαλα χωρίς ποτέ να δίνεται οριστική απάντηση από τη Βουλή και τη Δικαιοσύνη.
Και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για τη χώρα, από το να αποκαλύπτονται τα σκάνδαλα που κόστισαν εκατοντάδες εκατομμύρια στο κράτος, ώστε να αποκαλύπτονται και αυτοί που πραγματικά «τα έφαγαν» και έχουν την μεγάλη ευθύνη της χρεοκοπίας και των οκτώ μνημονιακών χρόνων.
Ανέκαθεν φώναζα εξάλλου ότι «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί». Και σίγουρα, δεν «τα έφαγαν» οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, ούτε οι μικρομεσαίοι έμποροι και επιχειρηματίες, οι πολύτεκνοι και οι ανάπηροι, δηλαδή όλοι αυτοί που επί 8 χρόνια πληρώνουν το «μάρμαρο» της κρίσης στην οποία μας οδήγησαν κάποιοι κλεπτοκράτες.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που έχουμε την ευκαιρία να αποκαλύπτουμε τους κλέφτες και παράλληλα, να διασώζουμε την τιμή του πολιτικού κόσμου, πρέπει να την αρπάζουμε από τα μαλλιά. Και να φτάνουμε μέχρι τέλους.
*Ο Νίκος Νικολόπουλος είναι πρόεδρος τους Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδας, ανεξάρτητος βουλευτής