Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Το απόγευμα της Κυριακής, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε αυτό που περίμεναν όλοι στο Βερολίνο τις τελευταίες εβδομάδες: ανακοίνωσε πως θα είναι υποψήφια για την προεδρία του κόμματός της στο συνέδριο του Δεκεμβρίου και θα διεκδικήσει την τέταρτη θητεία της στην Καγκελαρία. Αν η κ. Μέρκελ καταφέρει και εκλεγεί και ολοκληρώσει τη θητεία της, φτάνοντας ως το 2021 ως καγκελάριος, τότε θα έχει ισοφαρίσει το ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ, κάτι που θα είναι πραγματικά ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αν και η πολιτική ζωή της Γερμανίας τείνει συνήθως να διέπεται από την έννοια της σταθερότητας.
Η επιλογή της κ. Μέρκελ ήταν ουσιαστικά μονόδρομος. Δεν υπήρχε κανένα άλλο στέλεχος του CDU που να είναι στην πρώτη γραμμή και να μπορέσει να κατέβει για καγκελάριος. Ούτε ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ, ούτε η υπουργός Άμυνας Ούρσουλα Φον Ντερ Λέιεν, ούτε η αντιπρόεδρος του CDU Γιούλια Κλόκνερ ούτε κανείς άλλος. Η κ. Μέρκελ έχει κάνει τα εσωτερικά του κόμματός της… one woman show και ακόμα και οι εσωκομματικοί της επικριτές δυσκολεύονται να φανταστούν κάποιον άλλο να θέτει υποψηφιότητα. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν ήθελε ποτέ στην πραγματικότητα να είναι υποψήφιος, αλλά θα είναι εκ νέου υποψήφιος βουλευτής και εκτιμάται πως, αν κερδίσει η κ. Μέρκελ, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί εκ νέου στο κυβερνητικό σχήμα. Άλλωστε, ο συντηρητικός κ. Σόιμπλε είναι ο συνεκτικός δεσμός της κυβέρνησης Μέρκελ με τη συντηρητική βάση του κόμματος, κομμάτι της οποίας έφυγε προς την κατεύθυνση της ξενοφοβικής Εναλλακτική για τη Γερμανία, η οποία κέρδισε δύναμη με την ανάδειξη του προσφυγικού ζητήματος, πατώντας πάνω στο φόβο των Γερμανών για διασάλευση της εσωτερικής τάξης της χώρας, αλλά και της ευημερίας τους.
Με την εκλογή Τραμπ, οι ευρωατλαντικές σχέσεις μπαίνουν σε δοκιμασία και η έννοια της Δύσης χρίζει επανακαθορισμού, διότι δεν πρόκειται απλά για έναν γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά για ένα σύνολο αξιών. Αυτή η σχεδόν κονστρουκτιβιστική προσέγγιση είναι ένας από τους λόγους που Γερμανία και Ε.Ε. ταυτίζονταν μέχρι πρότινος σε κεφαλαιώδη ζητήματα. Δύο δυτικού τύπου δημοκρατίες άθροιζαν δυνάμεις (καταχρηστικά, παίρνουμε την Ε.Ε. ως μονάδα). Ο άλλος λόγος είναι πιο ρεαλιστικός, έχει να κάνει με την έννοια του συμφέροντος. Ε.Ε και ΗΠΑ ταύτιζαν στην ανάλυση που έκαναν τα συμφέροντά τους, ακόμα και αν είχαν επιμέρους διαφορές και γι’ αυτό το λόγο υιοθετούσαν κοινή προσέγγιση. Τώρα, η εκλογή Τραμπ δημιουργεί ερωτηματικά, ενώ οι μέχρι τώρα επιλογές του για ορισμένες θέσεις κλειδιά στη διακυβέρνησή του δεν δίνουν τόσο θετικά μηνύματα, αν και εκκρεμούν ακόμα ορισμένες κεφαλαιώδεις επιλογές, όπως αυτή του υπουργού Εξωτερικών.
Μέχρι όμως να καταλάβουμε τι είναι ο κ. Τραμπ, η Ευρώπη χρειάζεται μια κατεύθυνση. Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα είναι θολά. Ήδη, στην Ιταλία ο κ. Ρέντσι, ο οποίος φαινομενικά τσακώνεται με την Ε.Ε., αλλά είναι και βασικός σύμμαχος της Ένωσης στη χώρα, έχει ένα πολύ δύσκολο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα μπροστά του σε λίγες εβδομάδες. Ο Μαριάνο Ραχόι στην Ισπανία κυβερνά με κυβέρνηση μειοψηφίας. Ο Φρανσουά Ολάντ θα είναι θαύμα, αν καταφέρει να εκλεγεί εκ νέου Πρόεδρος και η ελπίδα στις Βρυξέλλες είναι πως κάποιος Κεντροδεξιός υποψήφιος θα υποσκελίσει τη Μαρίν Λε Πεν, ενώ ορισμένοι ρίχνουν ματιές και στον Εμμανουέλ Μακρόν. Με άλλα λόγια, όλα αλλάζουν και οι εθνικιστικές δυνάμεις αναδεικνύονται.
Η μόνη ουσιαστικά ανέγγιχτη είναι η κ. Μέρκελ. Έχει δεχθεί επικρίσεις για τη μεταναστευτική πολιτική της, για το ότι αργεί να πάρει αποφάσεις, για το ότι επιδιώκει συναινέσεις και όχι ρήξεις. Αλλά, είναι μια ηγέτης που έχει καταφέρει να αναγάγει την Ε.Ε. σε βασικό πυλώνα σταθερότητας και σε μια υπολογίσιμη παγκόσμια δύναμη, ενώ, επί των ημερών της, η Γερμανία ευημερεί, όσο και αν οι μάντεις κακών μιλούν για σαθρά θεμέλια (υπάρχουν όντως κακοτεχνίες βέβαια). Θα ήταν συνεπώς ευτύχημα και για τη Γερμανία και για τη Δυση, η σταθερά της κ. Μέρκελ, είτε με κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού, είτε π.χ. με τη στήριξη των Πρασίνων, να παραμείνει στην Καγκελαρία.
Σε μια εξίσωση δεν χρειάζονται μόνο μεταβλητές, αλλά και ορισμένες κεφαλαιώδεις σταθερές. Και προς τούτο, μια νίκη της κ. Μέρκελ στις εκλογές του 2017 με ένα ισχυρό mandate διακυβέρνησης είναι ζωτικής σημασίας για την Ε.Ε.