Ελληνικά φρούτα, αναψυκτικά ή ακόμη και ρούχα «Made in EU» και όχι «Made in Greece»; Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει, καθώς έχει ανοίξει η συζήτηση για τον τρόπο αναγραφής προέλευσης ενός μεγάλου εύρους προϊόντων.
Ουσιαστικά, βγαίνουν στην επιφάνεια καταγγελίες για επέκταση της ενοποίησης των origin labels στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντίστοιχα αποδυνάμωση της παραγωγής των κρατών – μελών.
Το ζήτημα είδε το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια των αγροτικών κινητοποιήσεων σε πολλές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, με τους πολωνούς γεωργούς και κτηνοτρόφους να κάνουν την αρχή, έχοντας ως σύνθημα το «Είμαστε Πολωνοί, παράγουμε πολωνικά».
Στις βασικές διεκδικήσεις τους ανέφεραν ότι δεν θα πρέπει να εξαλειφθεί η εθνική προέλευση στα προϊόντα τους και να αντικατασταθεί από την ένδειξη «Παράγεται στην ΕΕ», καθώς αυτό θα πλήξει τους ευρωπαίους καταναλωτές αλλά και τους ίδιους τους παραγωγούς που επωφελούνται από την υπεραξία του προϊόντος που παράγουν, είτε αυτό είναι τρόφιμο είτε όχι.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι γάλλοι συνάδελφοί τους, οι οποίοι – παρά την αυστηροποίηση του πλαισίου σήμανσης σε συγκεκριμένα προϊόντα – επιθυμούν την επανεθνικοποίηση των κανόνων σε ό,τι αφορά τη σήμανση των τροφίμων.
Τι ισχύει
Για δεκαετίες, το μοντέλο πολλών ευρωπαϊκών κρατών βασίστηκε στον προστατευτισμό της εγχώριας παραγωγής, λαμβάνοντας διάφορα μέτρα για την ανάδειξη των τοπικών προϊόντων με την αναγραφή του τόπου προέλευσης.
Ωστόσο, σε έναν βαθμό αυτό το μοντέλο γκρεμίστηκε με τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και την ανάγκη προστατευτισμού σε ένα ευρύτερο πεδίο με «ευρωπαϊκό μανδύα» απέναντι σε άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ.
Βέβαια, υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις που αφορούσαν κυρίως τρόφιμα.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1169/2011:
«Η αναγραφή καταγωγής είναι επί του παρόντος υποχρεωτική για το βόειο κρέας και τα προϊόντα με βάση το βόειο κρέας στην Ένωση μετά την κρίση της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών και έχει δημιουργήσει προσδοκίες στους καταναλωτές».
Παράλληλα, στον ίδιο κανονισμό αλλά με διαφορετικά κριτήρια εντάσσεται το μέλι, τα οπωροκηπευτικά, οι ιχθύες και το ελαιόλαδο.
Μάλιστα, σε ό,τι αφορά το μέλι, μόλις πριν από λίγες ημέρες τα κράτη – μέλη της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν ότι στο μέλλον το συγκεκριμένο προϊόν θα πρέπει να έχει σαφώς καταγεγραμμένη στην ετικέτα της συσκευασίας του τη χώρα προέλευσής του.
Παρόμοια μέτρα ισχύουν και για το γάλα, καθώς η κείμενη εθνική νομοθεσία καθιστά υποχρεωτική την αναγραφή της προέλευσης των γαλακτοκομικών προϊόντων.
Ειδικότερα, όλα τα παράγωγα του γάλακτος (τυριά, γιαούρτια, βούτυρο, κρέμα γάλακτος καθώς και επιδόρπια με βάση το γάλα) οφείλουν να αναγράφουν επί των συσκευασιών τους τη χώρα προέλευσης του γάλακτος ή «Προέλευση ΕΕ», στην περίπτωση που αυτό προέρχεται από περισσότερα του ενός κράτη – μέλη.
Το ζητούμενο
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της Ενωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ) Απόστολος Ραυτόπουλος, το βασικό ζητούμενο είναι να αναγράφεται συγκεκριμένα η χώρα προέλευσης και όχι γενικότερα η ΕΕ.
«Προκύπτει το ερώτημα: «Από πού στην Ευρωπαϊκή Ενωση; Από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ολλανδία, το Βέλγιο;». Πρέπει να γίνεται σαφής αναφορά και την ίδια ώρα να πραγματοποιούνται ποιοτικοί έλεγχοι», επισημαίνει.
Η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική στα βιομηχανικά αγαθά, τα οποία περιλαμβάνουν μια τεράστια γκάμα προϊόντων (από ρούχα και αυτοκίνητα μέχρι έπιπλα, είδη σπιτιού και ηλεκτρονικά).
Σε αυτήν την περίπτωση, όπως φαίνεται, η ευρωπαϊκή νομοθεσία προωθεί το «Made in EU» – ειδικά για προϊόντα ειδικής αξίας, με φόντο και τους διεθνείς ανταγωνιστές της.
«Δεν θα υπάρχουν ελληνικά προϊόντα, ανοίγει ο δρόμος για τις νοθείες»
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάξου, Δημήτρης Καπούνης, αναφέρει πως αν τελικά επεκταθεί το συγκεκριμένο μέτρο, θα είναι ένα ακόμα πλήγμα στον πρωτογενή τομέα και η νοθεία θα πολλαπλασιαστεί.
«Θα πλήξει ιδιαίτερα τον δικό μας κλάδο. Δεν μπορεί να γράφει «Ευρωπαϊκή Ενωση» σε προϊόντα της Ελλάδας, γιατί έτσι ανοίγει ο δρόμος για νοθείες. Δηλαδή αυτή τη στιγμή μάς έχει κατακλύσει η γαλλική πατάτα. Αν πάρετε ποσοστά εισαγωγών, η αιγυπτιακή πατάτα είναι στους 90.000 τόνους και η γαλλική στους 78.000 τόνους, με στοιχεία του 2023. Αν συμβεί και αυτό, δεν θα υπάρχουν ελληνικά προϊόντα, θα υπάρχουν μόνο «ευρωπαϊκά»».
Σύμφωνα με τον ίδιο, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, «η Ελλάδα δεν παράγει «τίποτα»» και θα υπάρξει περαιτέρω υποβάθμιση του πρωτογενούς τομέα – είτε αυτό αφορά οπωροκηπευτικά είτε λαχανικά.
«Πρέπει να προστατευτούν τα προϊόντα μας και με ελέγχους, αλλά και από την ίδια την Πολιτεία» καταλήγει.
Το «Ελληνικό Σήμα»
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γενικός γραμματέας Εμπορίου Σωτήρης Αναγνωστόπουλος κάνει αναφορά και στο «Ελληνικό Σήμα», το οποίο πιστοποιεί την προέλευση προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στην Ελλάδα.
«Στη χώρα μας, πέρα από τις υποχρεώσεις, μπορεί κάποιος αν θέλει σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, κυρίως πάλι στα αγροτικά αλλά και σε κάποια λίγα βιομηχανικά, να πάρει και το λεγόμενο «Ελληνικό Σήμα».
Είναι μια παλιά σύλληψη, του 2012, που άρχισε να εφαρμόζεται το 2014.
Βάσει αυτού, αν ένας παραγωγός πληροί κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μπορεί να ενταχθεί σε αυτό, το οποίο είναι προαιρετικό.
Δεν είναι υποχρέωση, ούτε και απαγορεύεται προφανώς από την ευρωπαϊκή νομοθεσία».
Όπως επισημαίνεται, προσώρας βασικό κριτήριο για την απονομή του «Ελληνικού Σήματος» είναι η εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Για τα μεν γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, απαιτείται η παραγωγή, η εκτροφή και η συγκομιδή να πραγματοποιείται στην ελληνική επικράτεια, ενώ για τα μεταποιημένα προϊόντα απαιτείται η βασική πρώτη ύλη να προέρχεται από την Ελλάδα.
Τέλος, για τα βιομηχανικά και βιοτεχνικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ως βασικό κριτήριο ορίζεται το ποσοστό του κόστους παραγωγής που πραγματοποιείται στην Ελλάδα, ιδίως στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης.
Προστιθέμενη αξία
Εξάλλου, σύμφωνα με το υπουργείο Ανάπτυξης «το σήμα ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών ταυτοποιεί την ελληνική προστιθέμενη αξία προϊόντων και υπηρεσιών διαφόρων κατηγοριών. Βρίσκεται στη διάθεση των επιχειρήσεων που παράγουν στη χώρα μας αλλά και των καταναλωτών σε όλον τον κόσμο που επιλέγουν την ελληνική γη, τα ελληνικά χέρια και το ελληνικό μυαλό.
Σκοπός του είναι η εδραίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα προϊόντα που δηλώνονται ελληνικά και η αποφυγή φαινομένων παραπλάνησής τους, η προστασία των συμφερόντων των παραγωγών από απομιμήσεις και αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ μέσα από τη δράση αυτήν προωθούνται τα τοπικά προϊόντα και η τοπική επιχειρηματικότητα, μέρος της οποίας αποτελούν οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις παραγωγών και μεταποιητών των ελληνικών προϊόντων».
Το «MADE IN EU» είναι κομμάτι της ευρωπαϊκής νομοθεσίας
Μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο γενικός γραμματέας Εμπορίου Σωτήρης Αναγνωστόπουλος σημειώνει ότι το «Made in EU» και οι αναγραφές προέλευσης ενός προϊόντος (origin labels) αποτελούν κομμάτι της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και στο πλαίσιο αυτό δεν αποφασίζει ένα κράτος να υποχρεώνει τους φορείς του να αναγράφουν συγκεκριμένα την προέλευση των προϊόντων αυτών που παράγονται εντός της Ενωσης.
«Αυτό συμβαίνει γιατί είμαστε μια ενιαία αγορά. Για παράδειγμα και για να καταλάβουμε τι σημαίνει εσωτερική αγορά σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι σαν να λέμε ο Δήμος Χαλανδρίου να υποχρεώνει όλα τα καταστήματα, ό,τι παράγεται εκεί να αναγράφει «Made in Chalandri» και να βάζει πρόστιμα αν δεν το κάνουν.
Αυτό θα ήταν λίγο περίεργο γιατί είμαστε στην ίδια χώρα. Αυτού του τύπου οι κινήσεις έχουν μια έννοια προστατευτισμού για αυτό τις καταπολεμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Ομως, κατά τον ίδιο, υπάρχει ακόμα μία σειρά προϊόντων που αυτό δεν συμβαίνει: «Υπάρχουν προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Προέλευσης (ΠΟΠ), όπως επίσης «origins» ανάλογα με το συγκεκριμένο προϊόν. Για παράδειγμα το γάλα, το κρασί και άλλα προϊόντα.
Το labeling, λοιπόν, κυρίως σε κάποια τρόφιμα και σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών επιτρέπεται και στην Ευρωπαϊκή Ενωση για πολλούς λόγους που ανάγονται στο γεγονός ότι η ΕΕ προσπαθεί να προστατεύσει την αγροτική παραγωγή.
Δηλαδή, στόχος είναι να παραμένουν οι αγρότες στις περιοχές τους και να μη συγκεντρωθεί η παραγωγή στα αστικά κέντρα -κάτι που, βέβαια, συμβαίνει ήδη σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη- και καταλαβαίνετε ότι θα υπάρξει μια ερήμωση της υπαίθρου. Υπάρχει λογική πίσω από αυτό, αλλά στα βιομηχανικά αγαθά δεν είναι τόσο αναγκαίο.
Οπότε, προφανώς εκεί υπάρχουν μικρότερες υποχρεώσεις για τις αναγραφές ή και καθόλου».
Πιστοποιητικά
Σχολιάζοντας τις αντιδράσεις για τις αναγραφές προέλευσης παραγωγής, ο γενικός διευθυντής της Agronomia και αγροτικός σύμβουλος Γιάννης Καραστέργιος τονίζει πως είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει συζητηθεί πολύ.
«Μιλάμε για το εάν θα υπάρχει ένα προϊόν το οποίο παράγεται στην Πολωνία και θα πρέπει να γράφει «within EU». Εδώ έρχεσαι σε μια ιστορία στην οποία υπάρχουν και άλλα πιστοποιητικά προέλευσης, όπως το ΠΟΠ, το ΠΕ κ.λπ. και προβλέπουν ακριβώς ότι ένα μήλο, για παράδειγμα, είναι από την Αγιά της Λάρισας στην Ελλάδα.
Αλλά αυτό αφορά συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ΕΕ σου λέει -χοντρικά- ότι «εμείς είμαστε μια ενιαία αγορά και αφήνουμε ελεύθερο το εμπόριο αγροτικών προϊόντων και πρέπει να τηρείται ό,τι και στα υπόλοιπα»».
Βάσει των παραπάνω, ο ίδιος εξηγεί ότι «ένα air condition από το Βέλγιο, παλιά έγραφε «Made in Belgium», ενώ τώρα γράφει «Made in EU».
Αλλά υπάρχει και μια διαφορά στα κλιματιστικά και γενικότερα στα hardware μηχανήματα: Ακόμη και αν έχει έρθει από τη μητρική εταιρεία στο Βέλγιο και είναι κατασκευασμένο στην Κορέα ή στην Κίνα, γράφει «Made in Korea».
Αυτή είναι η διαφορά. Στα αγροτικά προϊόντα, δεν το γράφει αυτό. Γράφει «Made in EU»».
Πηγή ot.gr