Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Σε πρόσφατα άρθρα μου έχω υποστηρίξει και αποδείξει ότι δυστυχώς η Ελλάδα δεν έχει οργανωμένη στρατηγική και σαφείς στόχους στην εξωτερική της πολιτική. Δεν έχει ένα δόγμα που να υπηρετείται από το πολιτικό προσωπικό και τις Ένοπλες Δυνάμεις της.
Αντιθέτως, υπάρχει μια ευκαιριακή αντιμετώπιση των διαχρονικά ανοιχτών μας ζητημάτων τόσο προς το βορρά όσο κυρίως με τους ανατολικούς μας γείτονες, τους Τούρκους.
Το έλλειμμα αυτό επιχειρείται να καλυφθεί με αποσπασματικές κινήσεις στις οποίες η κυβέρνηση προτάσσει τις εντυπώσεις και την επικοινωνιακή διαχείριση σε σχέση με την ουσία και την αποτελεσματικότητα.
Για παράδειγμα, συζητούμε για νέα οπλικά συστήματα, φρεγάτες, αγορά F-35 και αναβάθμιση των F-16. Είναι κινήσεις που θα αποδώσουν σε βάθος πολλών ετών, ενώ δεν συζητάμε τίποτε για κινήσεις και στρατηγικές άμεσης απόδοσης απέναντι στην διαρκώς εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας και του Ερντογάν.
Στην ίδια λογική των εντυπώσεων και της επικοινωνίας εντάσσεται και η τριμερής διακρατική σύμβαση μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ. Ναι, είναι μια θετική εξέλιξη σε επίπεδο προθέσεων και εντυπώσεων στο γεωπολιτικό σκηνικό της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αλλά δεν απαντά στις ενδεχόμενες γεωτρήσεις και έρευνες που απειλεί να ξεκινήσει η Τουρκία νότια της Κρήτης μέσα στους επόμενους μήνες προσπαθώντας να δημιουργήσει τετελεσμένα.
Ακόμη και αυτή η πρόβλεψη για προστασία του αγωγού θα έχει νόημα εφόσον ο αγωγός κατασκευαστεί. Αλλιώς δεν υπάρχει κάτι να προστατεύσεις.
Αφήνουμε το γεγονός ότι η Ιταλία κρατά αποστάσεις γιατί κανονικά θα έπρεπε η συμφωνία να είναι τετραμερής.
Και το πιο σημαντικό είναι ότι στις ομιλίες τους, κατά τη διάρκεια της υπογραφής, και οι τρεις ηγέτες, με ενιαία επικοινωνιακή γραμμή, βεβαίωσαν με έμφαση ότι δεν επιθυμούν να «στεναχωρήσουν» κανένα. Όταν ένα τόσο μεγάλο έργο, επιθετικά αναπτυξιακό, ξεκινάει με άμυνα κάπου ξέρεις ότι υπάρχουν προβλήματα και το ερώτημα είναι αν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις.
Παρακολουθούμε επίσης μέσω των ΜΜΕ τις εξελίξεις στη Λιβύη όπου ουσιαστικά διεξάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος. Η Ελλάδα ποντάρει στον στρατηγό Χαφτάρ, ενώ η Τουρκία στηρίζει την αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης. Μάλιστα, μόλις την περασμένη Πέμπτη δόθηκε επισήμως από τη Βουλή η έγκριση στον Ερντογάν να στείλει στρατεύματα για να υπερασπιστούν την Τρίπολη. Είναι ένας αγώνας αβέβαιος με πολλές παραμέτρους και η αναγόρευσή του σε μείζον ζήτημα βοηθά πολύ περισσότερο στην επικοινωνία και λιγότερο στην ουσία. Η ουσία θα ήταν η Ελλάδα να είχε προβλέψει τις εξελίξεις και να είχε δράσει προληπτικά.
Αυτό μας φέρνει στον μεγάλο μύθο πάνω στον οποίο χτίζεται επικοινωνιακά η εξωτερική μας στρατηγική: Υποστηρίζουν διάφοροι ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη. Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα το οποίο δεν έχει βάση. Ναι, η Τουρκία έχει προβλήματα στις σχέσεις της με το administration στις ΗΠΑ και με άλλα κράτη της Δύσης όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Όμως, ο γεωστρατηγικός της ρόλος, το εύρος της οικονομίας της και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, κρατικά και ιδιωτικά, δεν επιτρέπουν στη Δύση να… τελειώσει την Τουρκία ή να τελειώσει με αυτήν.
Ο πρόεδρος Τραμπ τηλεφώνησε στον Ερντογάν για να τον… παρακαλέσει να μην προχωρήσει σε αποστολή στρατευμάτων. Η Ευρώπη εξέφρασε την ανησυχία της και όπως πάντα αρκείται σε γενικόλογες διακηρύξεις. Και τελικά ο Ερντογάν συνεχίζει να πορεύεται με βάση τα δικά του σχέδια, αγνοώντας προειδοποιήσεις και «απειλές». Γνωρίζει ποιος είναι και τι εκπροσωπεί, ενώ ακολουθεί ένα σχεδιασμό δεκαετιών που δεν έχει αλλάξει στην ουσία του.
Εμείς βέβαια, θεωρούμε ότι συμβαίνει κάτι διαφορετικό, προτάσσοντας τις επιθυμίες μας και όχι την πραγματικότητα.
Και φτάνουμε στην συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την πρωτοχρονιά στην εφημερίδα το Βήμα. Μιλώντας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δήλωσε για μια ακόμη φορά: «Η Ελλάδα δεν απαιτεί τίποτε, αλλά και δεν εκχωρεί τίποτα. Και δεν προκαλεί, αλλά συνομιλεί…»
Ως προς τη Χάγη εξηγεί ότι εφόσον υπάρξει προσφυγή θα γίνει για τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά την άποψή μου τους τελευταίους μήνες προετοιμάζεται συστηματικά η κοινή γνώμη της Ελλάδας για την επερχόμενη στρατηγική ήττα. Υπό την παρούσα συγκυρία η προσφυγή στη Χάγη θα αποτελέσει μια οδυνηρή εμπειρία για τους Έλληνες που επί χρόνια πιστεύουν ότι είναι πανάκεια και ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα μας δικαιώσει στο 100%.
Δυστυχώς δεν είναι έτσι. Πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι το αποτέλεσμα της Χάγης δεν θα είναι 100 – 0.
Θα είναι μια απόφαση που θα πατάει σε διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις μεν, αλλά ενδεχομένως να έχει, όπως πάντα σε αντίστοιχες περιπτώσεις, και άλλα κριτήρια. Αυτά τα κριτήρια λόγω έλλειψης σχεδιασμού η Ελλάδα δεν τα διαθέτει. Τέτοιου είδους κριτήρια είναι το πώς έχεις στηθεί παγκοσμίως ούτως ώστε να μπορεί κανείς να σκεφτεί τις επιπτώσεις που μπορείς να δημιουργήσεις εάν δεν είσαι ευχαριστημένος με την απόφαση.
Καλός ο σεβασμός, καλύτερο το αίσθημα δικαίου αλλά ακόμα καλύτερος ο φόβος.
Στην περίπτωση της Χάγης ο φόβος μου είναι ότι θα περιληφθεί στα θέματα διαιτησίας και το κομμάτι της ΑΟΖ που συνορεύει με το Καστελόριζο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε σχετική ερώτηση ο κ. Μητσοτάκης απάντησε χαρακτηριστικά: «… Αυτή η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει στην ελληνική κοινωνία, που πιστεύω ότι αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι και η σωστή επιλογή. Γιατί ποια άλλη επιλογή έχουμε; Να μην κάνουμε τίποτα και να παραμένουμε σε μια ισορροπία τρόμου με την Τουρκία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε ένα σενάριο όπου θα είμαστε και οι δύο χαμένοι; Διότι κερδισμένος δεν υπάρχει σε ένα σενάριο θερμού επεισοδίου». Σε αυτή τη κατεύθυνση πιστεύω ότι υπάρχει μια προσπάθεια προσαρμογής της κοινής γνώμης. Όμως η προσπάθεια προσαρμογής δεν μπορεί να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα υπό την πίεση του εφικτού.
Θεωρώ λοιπόν ότι η απάντηση αυτή συμπυκνώνει την κατάσταση της ελληνικής εξωτερικής στρατηγικής και επιβεβαιώνει πλήρως όσα επισημαίνω εδώ και καιρό.
Εκείνο το οποίο με συγκλονίζει είναι ότι κανείς δεν ετοιμάζεται για το κακό, ενώ όλοι το απεύχονται… με υψηλού τόνους. Και αυτό που με τρομάζει πάνω απ’ όλα είναι ότι όπως «κοιμηθήκαμε» στο μεταναστευτικό, όπως «κοιμηθήκαμε» στο θέμα της Λιβύης, όπως «κοιμηθήκαμε» στην κακή εξέλιξη με τη Βόρεια Μακεδονία, όπως «κοιμηθήκαμε» με τις εξελίξεις στην Τουρκία, είναι σίγουρο ότι το κακό θα μας πιάσει… στον ύπνο.
Υ.Γ.1: Το άρθρο αυτό είχε ολοκληρωθεί όταν συνέβη η επίθεση των ΗΠΑ στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης που είχε ως στόχο την εξόντωση του Ιρανού στρατηγού Σουλεϊμανί. Και μπορεί στη λογική του Τραμπ αυτή η δολοφονία να εξηγείται με πειστικά ή μη επιχειρήματα όμως σε ότι αφορά τις επιπτώσεις της στην Ελλάδα ενώ ο Ερντογάν προχωρούσε στην υλοποίηση των σχεδίων του ποντάροντας στις σχέσεις του με δυο βασικούς πυλώνες, το Κατάρ και το Ιράν, ξαφνικά στον έναν από αυτούς άλλαξαν τα δεδομένα δραματικά μέσα σε λίγες ώρες. Το τι σημαίνει αυτό μένει να αποδειχθεί.
Υ.Γ 2: Παρά την εξέλιξη με την καταψήφιση της συμφωνίας Λιβύης – Τουρκίας, από το κοινοβούλιο της Λιβύης είμαι βέβαιος ότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται να κάνει πίσω καθώς είναι ζωτικής σημασίας για τα σχέδια του στο ενεργειακό και γεωπολιτικό παιχνίδι της ανατολικής Μεσογείου.
Υ.Γ 3: Δεν είμαι αισιόδοξος για τη συνάντηση του Μητσοτάκη με τον Τραμπ. Όσα εξοπλιστικά κι αν τάξουμε ότι θα πάρουμε πρέπει να αντιληφθούμε ότι από τον Ομπάμα και μετά η Αμερική έχει αλλάξει. Και οι Δημοκρατικοί να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, οι ΗΠΑ που θυμόμαστε, του παγκόσμιου «χωροφύλακα» που κάποτε χλευάζαμε πρέπει να την ξεχάσουμε. Και το περίφημο «τη δύσκολη στιγμή θα είμαστε μόνοι μας» που το έχουν κάνει όλοι… καραμέλα το λένε χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι μόνοι μας σημαίνει πολεμική ετοιμότητα.
Υ.Γ 4: Για μας οι καλές σχέσεις με το Ισραήλ αποτελούν ένα απίστευτο φετίχ το οποίο ξεκινάει από την πολιτική ορθότητα αλλά θα έπρεπε να σταματάει εκεί. Γιατί η στρατηγική ανάλυση αυτής της συνεργασίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της ότι ο πρωθυπουργός του Ισραήλ κ. Νετανιάχου έχει ζητήματα εσωτερικά με καταγγελίες διαφθοράς, συνεπώς δεν έχει την πολυτέλεια να αναδιατάξει τις σχέσεις του Ισραήλ με την Τουρκία γιατί θα επρόκειτο για μια τεράστια αλλαγή στην εξωτερική πολιτική του Ισραήλ.
Υ.Γ 5: Επειδή στην Ελλάδα η μνήμη δεν διαρκεί ούτε μια μέρα, για όλους εκείνους που πανηγυρίζουν για τον EastMed, και καλά κάνουν, θέλω να θυμίσω ότι σήμερα θα έρρεε φυσικό αέριο στη χώρας μας μέσω του South Stream. Σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν η κατάσταση για τη χώρα μας αν υπήρχε αυτός ο αγωγός.
Για όσους θα βιαστούν να υποστηρίξουν ότι το South Stream ήταν ένας αγωγός που δεν τον επιθυμούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή: σήμερα που οι ΗΠΑ δεν θέλουν να ανακατεύονται πουθενά στον πλανήτη και άλλαξαν την στρατηγική του, είμαστε σε καλύτερη ή χειρότερη θέση; Αυτό θα πει σχεδιασμός εξωτερικής πολιτικής. Να στήνεσαι για το σήμερα αλλά οποιαδήποτε κίνηση κάνεις να έχεις αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου.