Προτιμά να πληρώνει το τίμημα της όποιας αρνητικής δημοσιότητας, προκειμένου να αποφύγει την υψηλή φορολόγηση
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων-ρεκόρ στο τελευταίο τρίμηνο του 2014, η Apple προχωρά σε ομολογιακό δανεισμό (και μάλιστα για πρώτη φορά σε ευρώ με εμπλεκόμενες τις Deutsche Bank και Goldman Sachs), για να καλύψει πρωτίστως τις ανάγκες του προγράμματος επαναγοράς μετοχών και τη διανομή μερίσματος.
Το φαινομενικά οξύμωρο του πράγματος, εκτός από τη δεδομένη ευκολία και τους ευνοϊκότατους όρους με τα οποίους μπορεί να δανείζεται μια εταιρεία με τα οικονομικά δεδομένα και την κεφαλαιοποίηση της Apple (ξεπερνά τα 691 δισ. δολάρια), οφείλεται αφενός στην απαραίτητη χρηματοοικονομική μόχλευση, όσο και στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος από τα υπέρογκα ταμειακά διαθέσιμα των 178 δισ. είναι τοποθετημένα σε φορολογικούς παραδείσους.
Ο επαναπατρισμός στις ΗΠΑ μέρους αυτών των κεφαλαίων, προκειμένου να καλυφθούν τρέχουσες ανάγκες, προϋποθέτει φυσικά φορολόγηση που φτάνει το 35%, κάτι το οποίο η Apple αποφεύγει συστηματικά, παρά την αρνητική δημοσιότητα που εισπράττει κατά καιρούς για το θέμα.
Την ίδια εξάλλου τακτική ακολουθούν και πολλές άλλες πολυεθνικές εταιρείες, όπως και άλλοι τεχνολογικοί Κολοσσοί, με ακμάζοντα οικονομικά μεγέθη.
Σύμφωνα με το Bloomberg, δυο Αμερικανοί γερουσιαστές, ο Ρεπουμπλικάνος Ραντ Πολ και η Δημοκρατική Μπάρμπαρα Μπόξερ, πρότειναν ένα σχέδιο δραστικής μείωσης της φορολογίας στο 6.5%, στην περίπτωση που εταιρείες όπως η Apple θελήσουν να επαναπατρίσουν κεφάλαια από το εξωτερικό. Προτείνουν επίσης, τα χρήματα που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν από τη φορολόγηση να διατεθούν αποκλειστικά για την ανάπτυξη υποδομών.
Πάντως, ακόμα και αν ένα τέτοιο σχέδιο προχωρούσε, η Apple και οι όποιες άλλες αμερικανικές εταιρείες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα κεφάλαια για την επαναγορά μετοχών και την απόδοση μερισμάτων. Σύμφωνα με το σχέδιο, τα χρήματα θα επιτρεπόταν να διατεθούν σε Έρευνα και Ανάπτυξη ή εξαγορές, με σκοπό δηλαδή την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας. Διευκρινίζεται δε, ότι σε καμία περίπτωση τα ελάχιστα φορολογημένα κεφάλαια δεν θα επιτρεπόταν να αναλωθούν για την κάλυψη παροχών προς τα στελέχη και την καταβολή μπόνους.
Πάντως, το εν λόγω σχέδιο δεν προβλέπεται να έχει ιδιαίτερη τύχη, αφού μελέτη των αμερικανικών ομοσπονδιακών αρχών φορολόγησης αποκαλύπτει ότι στο παρελθόν, όταν εφαρμόστηκαν ξανά αντίστοιχα προγράμματα φοροελαφρύνσεων για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων, πολλές από τις εταιρείες που τα αξιοποίησαν δεν απέφυγαν τις περικοπές σε θέσεις εργασίας και τον περιορισμό των επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη.