Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Είναι τοις πάσι γνωστή η επίμονη φημολογία για τις πολύ θερμές σχέσεις μεταξύ του Αλέξης Τσίπρα και του Κώστα Καραμανλή. Δεν πρόκειται όμως μόνο για καλή προσωπική «χημεία» ή για αλληλοεκτίμηση μεταξύ δύο κορυφαίων πολιτικών παραγόντων, αλλά για κάτι πολύ περισσότερο: για ένα πολιτικό σχέδιο συμμαχιών για τη διακυβέρνηση της χώρας. Και αυτό το σχέδιο κατέρρευσε ύστερα από την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Από μόνο του αυτό το στοιχείο «στριμώχνει» εξαιρετικά τον Αλέξη Τσίπρα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πολύ πριν την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας είχε επιλέξει μια γραμμή πολιτικών συμμαχιών με βάση το δόγμα «διεύρυνση προς το Κέντρο – ευρεία συμμαχία που δυνητικά μπορεί να περιλάβει όλες τις δυνάμεις με την εξαίρεση της Χρυσής Αυγής, της ‘‘σαμαρικής’’ Δεξιάς και του ‘‘βενιζελικού’’ ΠΑΣΟΚ». Σε αντίθεση με αυτό το δόγμα, ωστόσο, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε με «δεκανίκι» τους ΑΝΕΛ, αλλά η επιλογή Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν μια πολυσήμαντη υπογράμμιση ότι το στρατηγικό δόγμα για τις συμμαχίες της διακυβέρνησης άρχιζε να αποκτά υλική υπόσταση.
Τις κρίσιμες μέρες του Ιουλίου του 2015 (με το δημοψήφισμα, το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ κ.λπ.), λέγεται ότι ο Κώστας Καραμανλής παρότρυνε θερμά τον Αλέξη Τσίπρα να «σκεφτεί μόνο τους Έλληνες». Το γεγονός ότι ο σημερινός πρωθυπουργός ρίσκαρε τα πάντα αποφασίζοντας να «σκεφτεί μόνο τους Έλληνες», έκανε τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών ακόμη πιο θερμές και ο εκτελών χρέη υπηρεσιακού αρχηγού της ΝΔ «καραμανλικός» Ευάγγελος Μεϊμαράκης στήριξε κριτικά τη μνημονιακή στροφή του Αλέξη Τσίπρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε θριαμβευτικά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, αλλά για να το πετύχει, υποχρεώθηκε να κάνει στροφή… στ’ αριστερά, θέτοντας το δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ ή Δεξιά, Τσίπρας ή Μεϊμαράκης» και υποσχόμενος «παράλληλο πρόγραμμα» και «ισοδύναμα». Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να χαλάσει το «συνοικέσιο» με τον «καραμανλισμό».
Εξάλλου, πολύ σύντομα φάνηκε ότι ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται προ μεγάλου διλήμματος: είτε να «αδειάσει» για δεύτερη φορά τη δική του προεκλογική αριστερή στροφή ξεχνώντας «ισοδύναμα» και «παράλληλο πρόγραμμα», με κίνδυνο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να καταρρεύσει, είτε να μπει σε νέα διελκυστίνδα αντιπαραθέσεων με το «κουαρτέτο» των δανειστών. Έτσι, η ισχυρή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έγινε πολύ γρήγορα αδύναμη – περισσότερο απ’ όσο δηλώνει η ισχνή πλειοψηφία των 153 βουλευτών, και άρχισαν τα σενάρια για κυβερνητική διεύρυνση και «οικουμενική» κυβέρνηση.
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ως εκπρόσωπος του «καραμανλικού στρατοπέδου», ταυτίστηκε με αυτή ακριβώς την προοπτική: της συγκυβέρνησης του «καραμανλισμού» με τον Τσίπρα, όταν αυτός ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνο με το «δεκανίκι» των ΑΝΕΛ. Και ίσως το σημαντικότερο μήνυμα των ψηφοφόρων της ΝΔ στο δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών είναι ότι μια «εξέγερση» της κομματικής βάσης ανέδειξε – διαψεύδοντας όλα τα προγνωστικά – τον Κυριάκο Μητσοτάκη αρχηγό, κλείνοντας το δρόμο στα σενάρια συγκυβέρνησης με τον Τσίπρα.
Η πρώτη δήλωση του νέου αρχηγού της ΝΔ ότι με τη νίκη του έκλεισε το κεφάλαιο του «λαϊκισμού» δεν ήταν τυχαία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλησε να πει ότι η ΝΔ δεν πρόκειται να στηρίξει απονενοημένα διαβήματα για νέες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και για νέες τριβές με τους δανειστές ούτε μια «οικουμενική» που θα συντηρεί το «θολό» τοπίο με πρωθυπουργό τον Τσίπρα.
Ακόμη χειρότερα για τον Αλέξη Τσίπρα, η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην αρχηγία της ΝΔ δεν «καίει» μόνο τη στρατηγική συμμαχιών διακυβέρνησης που φτάνει μέχρι την «καραμανλική» ΝΔ, αλλά αμφισβητεί ευθέως και την «επέκταση» του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο του Κέντρου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο κατάλληλος αρχηγός για τη διεύρυνση της ΝΔ προς το Κέντρο – και ήδη οι δηλώσεις του στελέχους του ΠΑΣΟΚ Λεωνίδα Γρηγοράκου ότι δεν αποκλείει στελέχη από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να προσχωρήσουν στη ΝΔ προκάλεσε μια πρώτη «κρίση πανικού» στο ΠΑΣΟΚ. Ακόμη μεγαλύτερες είναι οι δυνατότητες διεύρυνσης της ΝΔ με στελέχη από το Ποτάμι, που κλείνει τον πολιτικό του κύκλο, αλλά και την Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη. Όλα αυτά δημιουργούν ένα ακόμη πρόβλημα στον Αλέξη Τσίπρα: αυξάνουν το πολιτικό κόστος του προσεταιρισμού συμμάχων από το χώρο της κεντροαριστεράς, καθώς αυξάνουν τη διαπραγματευτική ισχύ τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του Λεβέντη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως της στρατηγικής Τσίπρα για κυβερνητικές συμμαχίες με επέκταση προς το Κέντρο είναι το πολιτικό δίλημμα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος και στο οποίο δεν μπορεί πλέον να αναβάλει άλλο μια καθαρή απάντηση: θα ρισκάρει ξανά όπως τον Ιούλιο να «αδειάσει» τη δική του προεκλογική αριστερή στροφή και να αποδεχτεί τις απαιτήσεις των δανειστών; Αν το κάνει με κριτήριο να παραμείνει στην πρωθυπουργία, δηλαδή «ηγεμόνας» στις πολιτικές εξελίξεις, ξέρει πλέον ότι δεν θα έχει τον «καλό λόγο» του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά ούτε και τη στήριξή του για να μείνει πρωθυπουργός. Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, είναι πολύ «λίγο» για να τον στηρίξει. Όσο για τον Βασίλη Λεβέντη, αυτός έλεγε ήδη πριν την εκλογή Μητσοτάκη ότι δεν συζητάει τίποτε λιγότερο από «οικουμενική»…
Αλλά όλα αυτά είναι «ψιλά γράμματα» μπροστά στο μεγάλο «μέτωπο» με τους δανειστές. Οι οποίοι δεν έχουν πλέον να φοβούνται την έλλειψη εναλλακτικής πολιτικής λύσης αν ο Αλέξης Τσίπρας «παραπατήσει». Και είναι βέβαιο ότι πλέον έχουν «τα χέρια τους λυμένα» για να απαιτήσουν τη μέχρι κεραίας αποδοχή των απαιτήσεών τους. Για τον Αλέξη Τσίπρα τα πολιτικά αλλά και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη χάλασε πολλά σχέδια και άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού…