Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
«Των οικιών ημών εμπιμπραμένων, ημείς άδομεν». Με τη μνημειώδη αυτή φράση, ο Θουκυδίδης καυτηρίασε την αδυναμία (που αποδείχτηκε καταστροφική) της Αθηναϊκής Πολιτείας να ιεραρχήσει σωστά τις πραγματικές διακυβεύσεις. Η λαϊκή θυμοσοφία προτιμά να λέει τα πράγματα απλά και απερίφραστα: «Στην κατάσταση που είμαστε, ο νέος εκλογικός νόμος μας μάρανε».
Στην εκλογικευμένη και επιτηδευμένη γλώσσα της πολιτικής και της δημοσιογραφίας το ίδιο νόημα μπορεί να αποδοθεί με ένα ερώτημα: για ποιο λόγο η κυβέρνηση δείχνει τέτοια ζέση και καταβάλλει τόση «ενέργεια» για να επιβάλει μια πολιτική ατζέντα που ελάχιστη σχέση έχει με τα πραγματικά, άμεσα και πιεστικά προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας; Η κυβέρνηση έχει σχέδιο και επεξεργασμένη πολιτική για τα άμεσα, κρίσιμα ζητήματα, θεωρεί μάλιστα ότι το δρομολογεί απρόσκοπτα, οπότε αισθάνεται ώριμη να ασχοληθεί με άλλα θέματα; Σε ποια ανάγκη ανταποκρίνεται η εργώδης προσπάθεια να επιβληθούν σαν μείζονα αντικείμενα των κυβερνητικών πρωτοβουλιών η συνταγματική αναθεώρηση και ο εκλογικός νόμος;
Πρώτα-πρώτα, με τις πρωτοβουλίες της αυτές η κυβέρνηση αυτοδιαψεύδεται καταφανώς, αφού διακηρύσσει παράλληλα σε όλους τους τόνους ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή το 2019. Δεδομένου ότι ζούμε σε μια περίοδο που ο πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά πυκνός, το 2019 απέχει… πολιτικούς αιώνες από το 2016. Αν η κυβέρνηση πιστεύει πραγματικά ότι θα κυβερνά ως το 2019 ή έστω για αρκετό διάστημα ακόμη, για ποιο λόγο ανακινεί με τόση έμφαση δύο θέματα που για να έχουν κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα προϋποθέτουν τη διεξαγωγή εκλογών;
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επείγεται να αλλάξει την πολιτική ατζέντα «εδώ και τώρα», πριν καλά-καλά εισρεύσει στα δημόσια ταμεία η πρώτη δόση των 7,5 δισ. ευρώ ύστερα από το κλείσιμο της αξιολόγησης. Όμως, όσοι το αποδίδουν αυτό σε αίσθηση αυτοπεποίθησης, κάνουν μεγάλο λάθος.
Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και της κοινωνίας. Γνωρίζει επίσης καλά ότι η συνθήκη νηνεμίας και σταθερότητας, ύστερα από το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, είναι προσωρινή και μικρού χρόνου. Πολύ σύντομα, από τα τέλη του καλοκαιριού (εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, που το τελευταίο διάστημα μας επισκέπτεται συχνά…), η ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλά και η κυβέρνηση θα εισέλθουν ξανά σε μια πολύ δύσκολη και ταραχώδη περίοδο.
Ένα δεδομένο των ημερών, η κατάρρευση των εσόδων από ΦΠΑ στα νησιά, αποκαλύπτει τα τεράστια ρίσκα του προγράμματος που πρόσφατα ψηφίστηκε στη Βουλή. Δεν πρόκειται απλώς για την «τρύπα» που δημιουργείται στα κρατικά έσοδα εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά για κάτι πολύ ουσιαστικότερο: τον κίνδυνο να τιναχτεί όλο το πρόγραμμα στον αέρα, εξαιτίας της «αρχιτεκτονικής» του, που στηρίζεται σε υπεραισιόδοξες προβλέψεις για την απόδοση των φορολογικών μέτρων.
Προκειμένου να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ώστε το «πακέτο» των μέτρων να ψηφιστεί στη Βουλή χωρίς απώλειες από την ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία των 153 βουλευτών, η κυβέρνηση περιόρισε τις περικοπές δαπανών σε επίπεδα «αφομοιώσιμα» από την κυβερνητική πλειοψηφία και διόγκωσε αντιστοίχως την αύξηση των φόρων σε… ό,τι μπορούσε να φορολογηθεί. Όμως, όπως έχει δείξει η πείρα των τελευταίων χρόνων, ενώ οι στόχοι που βασίζονται στην περικοπή δαπανών επιτυγχάνονται -για πρ0οφανείς λόγους- αντίθετα οι στόχοι όσον αφορά τα έσοδα σχεδόν πάντα υστερούν. Ο λόγος, είναι πολύ απλός: οι παράγοντες της οικονομίας και η κοινωνία δεν έχει τρόπο άμυνας απέναντι στην περικοπή δαπανών, έχει όμως τρόπο άμυνας απέναντι στην υπερφορολόγηση: τη μείωση της κατανάλωσης και τη φοροδιαφυγή-φοροαποφυγή.
Αν το «πακέτο» των έμμεσων φόρων δεν αποδώσει τα προσδοκώμενα, το πρόγραμμα πολύ απλά δεν στέκει! Και με τις πρώτες ενδείξεις σοβαρών αποκλίσεων, πρώτον θα αρχίσει η συζήτηση -και οι πιέσεις των δανειστών- για την ενεργοποίηση του περιβόητου δημοσιονομικού «κόφτη» και δεύτερον θα αναζωπυρωθεί η «κόντρα» μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων για την αξιοπιστία του προγράμματος, ενώ ο κ. Ντράγκι θα περιμένει μάταια τα τεκμήρια της βιωσιμότητας του χρέους για να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης». Στην περίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης, που είναι εγγεγραμμένη στη δομή του προγράμματος, όλα θα ξαναγίνουν δύσκολα και οριακά: η επόμενη αξιολόγηση, του Σεπτεμβρίου, που είναι ήδη μια πολύ δύσκολη υπόθεση, αλλά και η ολοκλήρωση της συζήτησης ΔΝΤ και Ευρωπαίων για τους όρους βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι το επόμενο φθινόπωρο και ο επόμενος χειμώνας θα είναι εξαιρετικά βαριά για την κοινωνία, καθώς θα αρχίσει να βιώνει τις συνέπειες των νέων περικοπών και φόρων.
Η κυβέρνηση λοιπόν γνωρίζει πολύ καλά ότι ο χρόνος σχετικής νηνεμίας και σταθερότητας, ο «ωφέλιμος» γι’ αυτήν χρόνος πριν το κυβερνητικό καράβι βρεθεί ξανά σε ταραγμένα νερά, είναι ελάχιστος: μέχρι τα τέλη καλοκαιριού!
Οι πρωτοβουλίες της λοιπόν για τη συνταγματική αναθεώρηση και -κυρίως!- τον εκλογικό νόμο, αποκαλύπτουν καταρχήν πώς σκοπεύει να αξιοποιήσει αυτόν τον ωφέλιμο χρόνο: παράγοντας μεγάλες δόσεις επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων που είναι αδύνατο να έχουν κάποιο άμεσο πρακτικό αντίκρισμα. Ο εκλογικός νόμος, που ενδεχομένως θα ενδιέφερε άμεσα την κυβέρνηση ενόψει πιθανών γρήγορων πολιτικών εξελίξεων από το φθινόπωρο, δεν μπορεί να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές χωρίς τη συναίνεση της αντιπολίτευσης, η δε συνταγματική αναθεώρηση θα είναι υπόθεση της επόμενης Βουλής.
Οι πρωτοβουλίες αυτές αποκαλύπτουν όμως και κάτι άλλο, ακόμη σημαντικότερο: ότι η ίδια η κυβέρνηση δεν πιστεύει ότι κέρδισε ουσιαστικό χρόνο απρόσκοπτης διακυβέρνησης. Ότι δεν πιστεύει πως το πρόγραμμα «στέκει» και οι στόχοι του θα επιτευχθούν. Αν το πίστευε πραγματικά, θα επένδυε σε αυτό, θα προσπαθούσε πάση δυνάμει να αρπάξει την ευκαιρία για να ξεδιπλώσει πολιτικές με πραγματικό αντίκρισμα στην οικονομία και την κοινωνία, βάζοντάς τες στο επίκεντρο της κυβερνητικής δραστηριότητας. Όμως, αντ’ αυτών… εκλογικός νόμος και συνταγματική αναθεώρηση.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, σε τι αποσκοπούν οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης; Δυστυχώς, μία απάντηση απομένει: σε ένα προληπτικό «μασάζ» στην κοινωνία αλλά και στην κυβερνητική πλειοψηφία ενόψει των νέων μεγάλων δοκιμασιών από το φθινόπωρο. Στην κατασκευή μιας «απόδειξης» ότι η κυβέρνηση έχει συνολικότερο σχέδιο και ότι, αφού δεν μπορεί να εφαρμόσει ούτε ίχνος «παράλληλου προγράμματος» όσον αφορά την οικονομία και την κοινωνία, εφαρμόζει ένα οιονεί «παράλληλο πρόγραμμα» στο επίπεδο της πολιτικής.
Αυτό όμως ισοδυναμεί με παραδοχή ότι η πραγματική πολιτική έχει εκχωρηθεί στους δανειστές, η δε κυβέρνηση αναλαμβάνει το ρόλο να «φιλοτεχνήσει» την «αρχιτεκτονική» του πολιτικού συστήματος. Και αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση είτε δεν ξέρει πώς είτε δεν αισθάνεται καν την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να γίνει στιβαρός project manager στο έργο της εξόδου από την καθηλωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονται η οικονομία και η κοινωνία.
Κι όμως, η χώρα χρειάζεται έναν τέτοιο project manager, κι όχι μια κυβέρνηση που θα συμπεριφέρεται σαν επιτελείο επικοινωνιολόγων.