Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Πολλές φορές το τελευταίο διάστημα λέγεται και γράφεται στα ΜΜΕ η φράση «πριν από τις γερμανικές εκλογές του 2017 μην περιμένετε εξελίξεις». Πλην όμως, τι συμβαίνει στη Γερμανία και γιατί είναι τόσο κρίσιμο για την καγκελάριο Μέρκελ να διατηρήσει όσο λιγότερα εξωτερικά μέτωπα με αντίκτυπο στο εσωτερικό της μπορεί, προκειμένου να διαμορφώσει όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες για τις επερχόμενες κάλπες;
Οι γερμανικές εκλογές του 2013 επιβεβαίωσαν κάτι που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού: πως η Μέρκελ δεν έχει αντίπαλο στο εσωτερικό της Γερμανίας. Αυτό ισχύει έως και σήμερα με έναν μόνο αστερίσκο: η καγκελάριος έχει πλέον ως εχθρό μόνο τον ίδιο της τον εαυτό και τις πολιτικές της, οι οποίες έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη γερμανική κοινή γνώμη.
Ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι, το αν θα κατέβει υποψήφια. Η αλήθεια είναι πως η κ. Μέρκελ δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της, άνθρωποι όμως που γνωρίζουν τις ισορροπίες του πολιτικού Βερολίνου εκτιμούν πως μάλλον θα κατέβει, αν ληφθούν υπ’ όψιν συγκεκριμένες παράμετροι. Η ίδια εσωκομματικά δεν έχει αντίπαλο, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν δείχνει καμία διάθεση να την αμφισβητήσει εμπράκτως, ενώ είναι και σε μεγάλη ηλικία, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είναι… εντελώς «ξεδοντιασμένοι» και αδυνατούν να υπερβούν το 20% στις μετρήσεις, κάτι που ρεαλιστικά σημαίνει πως δύσκολα θα υπερβούν το 25% σε εκλογικές συνθήκες.
Στη γερμανική πολιτική σκηνή υπάρχουν δύο «άγνωστοι». Αρχικά, ποια θα είναι η επίδοση της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Αν υπερβεί το διψήφιο ποσοστό, τότε ο σχηματισμός κυβέρνησης θα δυσκολέψει αρκετά και ίσως απαιτούνται και τρία κόμματα, π.χ. Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι για να βγαίνουν τα νούμερα και η κυβέρνηση να έχει κοινοβουλευτική άνεση.
Επίσης, δεν έχει αποσαφηνιστεί, αν οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας θα συμπράξουν, όπως πάντα, με τους Χριστιανοδημοκράτες ή αν θα κατέβουν αυτόνομα, με δεδομένες τις διαφορές των δύο κομμάτων κυρίως στο προσφυγικό. Η απώλεια των Χριστιανοκοινωνιστών θα ήταν αρκετά σημαντική για την Άνγκελα Μέρκελ, με δεδομένο πως θα υπάρχουν 3 κόμματα, αν συνυπολογίσει κανείς και τους επανακάμψαντες Φιλελεύθερους του Κρίστιαν Λίντνερ, που θα διεκδικούν με αξιώσεις δυσαρεστημένους κεντροδεξιούς και δεξιούς ψηφοφόρους.
Με τα σημερινά δεδομένα, η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης θα είναι μια δύσκολη διαδικασία για την κ. Μέρκελ. Τα νούμερά της επ’ ουδενί δεν φτάνουν για αυτοδυναμία, την οποία άγγιξε το 2013, ενώ η πολυδιάσπαση της δεξιάς ψήφου δείχνει να την οδηγεί ώστε να θέσει στόχο μια εκλογική επίδοση λίγο πάνω από το 34-35%, πράγμα που και πάλι δεν θα είναι πολύ εύκολο. Το βασικό χαρτί που έχει να παίξει η κ. Μέρκελ είναι η γενικότερη ευημερία της χώρας και ιδίως της μεσαίας τάξης, αλλά και η μικρή διάθεση των Γερμανών για μεγάλες αλλαγές στην πολιτική σκηνή, ιδίως όταν η οικονομία πάει καλά. Πλην όμως, η φθορά της είναι μεγάλη και το προσφυγικό ζήτημα την έχει βάλει σε ένα καθοδικό σπιράλ, από το οποίο δυσκολεύεται να βρει οδό διαφυγής.
Τούτων δοθέντων, στο Βερολίνο περιμένουν τις εκλογές του 2017 και επιθυμούν πανευρωπαϊκά, αλλά και παγκόσμια τις λιγότερες δυνατές αναταράξεις. Διότι, η κ. Μέρκελ και οι συνεργάτες της δείχνουν να αντιλαμβάνονται πως σε συνθήκες αναταραχής, ωφελούνται κυρίως οι σχηματισμοί με αντισυστημικό χαρακτήρα.