Γράφει ο Ceteris Paribus
Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε το καλοκαίρι τη μεγάλη στροφή, συμφώνησε, υπέγραψε και ψήφισε το τρίτο μνημόνιο, προκήρυξε εκλογές παίρνοντας το ρίσκο μιας διάσπασης στο κόμμα του, πέτυχε περιφανή εκλογική και πολιτική νίκη ύστερα από όλα αυτά. Τι συνέβη ξαφνικά, ώστε να συμβαίνουν αυτά τα «περίεργα», όπως ο «καβγάς» με τον Σόιμπλε, το άνοιγμα ζητήματος «εθνικής συνεννόησης», το «φλερτ» με τον Λεβέντη και η επαν-ανακάλυψη των «κόκκινων» γραμμών; Πώς και γιατί ο ηγεμόνας εμφανίζεται ξαφνικά σαν επαίτης και ξεπέφτει στην ανάγκη ενός… Λεβέντη; Όταν μάλιστα η αντιπολίτευση είναι σε κατάσταση είτε αφασίας είτε εκφυλιστικής κρίσης;
Η απάντηση ασφαλώς δεν αφορά ένα μόνο παράγοντα αλλά πολλούς. Το θεμελιώδες υπόβαθρό της όμως είναι ένα: ότι, παρά όσα έγιναν από τις 13 Ιουλίου μέχρι τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μετασχηματίστηκε σε ένα «κανονικό» συστημικό κόμμα – εξακολουθεί να έχει στοιχεία Αριστεράς, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Από τον Ιούλιο μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου παρακολουθήσαμε το στάδιο των επικοινωνιακών – πολιτικών – στρατηγικών ελιγμών. Ύστερα από τις 20 Σεπτεμβρίου, όμως, ήρθε η ώρα της «εφαρμοσμένης πολιτικής». Και ο ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που παραμένει ακόμη εν τινί βαθμώ Αριστερά, έχει τεράστιο πρόβλημα με την εφαρμοσμένη μνημονιακή πολιτική. Το πολιτικό του προσωπικό είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ακατάλληλο να κυβερνήσει με τον τρόπο που το «Βήμα» ζητεί επιμόνως το τελευταίο διάστημα. Όχι μόνο αυτό, αλλά είναι «ακατάλληλο» ακόμη και για να εξασφαλίσει την ψήφιση των «πακέτων» των προαπαιτούμενων στη Βουλή…
‘Ολο το σκηνικό της «σύγκρουσης» με τους δανειστές, της έγερσης ξανά «κόκκινων» γραμμών, ακόμη και του «καβγά» μες τον Σόιμπλε, εξηγείται επαρκέστατα από αυτό το θεμελιώδη παράγοντα:
Πρώτο, το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ξανά το σχετικό «πολιτικό μασάζ» για να «καταπιεί» τα νέα προαπαιτούμενα. Οι «κόκκινες» γραμμές, ο «καβγάς» με τον Σόιμπλε (που ως αντίπαλος έχει τεράστια συμβολική αξία για να «μιλήσει» στα κομματικά και κοινοβουλευτικά στελέχη), η έγερση ζητήματος αποχώρησης του ΔΝΤ (άλλος κατάλληλος αντίπαλος αυτός…) κ.λπ. αντιστρέφουν τους όρους του προβλήματος: ενώ το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι βουλευτές δεν «αντέχουν» να ψηφίσουν κάποια από τα προαπαιτούμενα μέτρα και άρα η κυβέρνηση κινδυνεύει να πέσει εκ των ένδον, δημιουργείται η εικόνα ότι η κυβέρνηση κινδυνεύει να ανατραπεί από τους «κακούς» της παράταξης των δανειστών…
Αφού στήθηκε αυτό το σκηνικό, τώρα έρχεται και το απευθείας «μασάζ» για τα τυχόν απείθαρχα στελέχη: κατ’ ιδίαν συναντήσεις με ομάδες βουλευτών στο Μαξίμου και Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ το Σαββατοκύριακο ώστε οι διαφωνούντες να «δεθούν» με τα δεσμά των αποφάσεων του ανώτατου κομματικού οργάνου …
Δεύτερο, το ΔΝΤ είναι ο «προβοκάτορας» που υπονομεύει ένα τέτοιο σχέδιο για την κομματική πειθαρχία. Διότι είναι η πιο σκληρή συνιστώσα των δανειστών με όσα ζητεί για τα εργασιακά και το Ασφαλιστικό. Δεν το κάνει επειδή έχει κάποιο σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης, αλλά επειδή έχει εκτεθεί από την έως σήμερα συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα και δεν μπορεί να κάμψει τις αντιδράσεις χωρών που εκπροσωπούνται στο Δ.Σ. του για τη συνέχιση της συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς επίδειξη «σκληρότητας»…
Ο ρόλος αυτός του ΔΝΤ ταιριάζει «γάντι» στα σχέδια και την αντίληψη του κ. Σόιμπλε, ο οποίος θεωρεί ότι οι δανειστές έχουν ήδη φερθεί πολύ γενναιόδωρα στην Ελλάδα με το να επιτρέπουν στη «στάμνα» να πηγαινοέρχεται στην πηγή σύμφωνα με τα καπρίτσια και τις ιδιοτελείς ανάγκες επιβίωσης των Ελλήνων πολιτικών…
Ύστερα από την ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών, το μερίδιο του ΔΝΤ στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος έχει σχεδόν καλυφθεί (αντί για 25 δισ. ευρώ, χρειάζονται τελικά λιγότερα από 5 δισ. ευρώ, τα οποία καλύπτονται από το παλιό απόθεμα των 11 δισ. ευρώ του ΤΧΣ, από το οποίο περισσεύουν άλλα 6 δις. ευρώ). Ο λόγος λοιπόν που ο κ. Σόιμπλε επιμένει στην παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα δεν είναι χρηματοδοτικός αλλά καθαρά πολιτικός: είναι ο πιο ισχυρός του σύμμαχος στη σκληρή γραμμή ενάντια σε οποιαδήποτε παρείσφρηση του παράγοντα των πολιτικών υπολογισμών για «χαλάρωση» του προγράμματος ώστε να διευκολύνεται η ελληνική κυβέρνηση.
Χτυπώντας με αυτό τον τρόπο το «σαμάρι» που λέγεται Ελλάδα, ο κ. Σόιμπλε θέλει να συνετίσει επίσης την ευρωπαϊκή «φράξια της χαλάρωσης», τη Γαλλία και την Ιταλία, που είναι οι εν δυνάμει σύμμαχοι της Ελλάδας… Και ήδη οι πληροφορίες λένε ότι Γαλλία και Ιταλία εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα να θέσει ζήτημα παραμονής του ΔΝΤ – πρωτοβουλία που θεωρούν ότι τους εξέθεσε…
«Χωρίς εμένα δεν μπορείτε»…
Είναι πάγια τακτική των ελληνικών κυβερνήσεων να καταφεύγουν στην «πολιτική διαπραγμάτευση» όταν δυσκολεύονται να συμβιβάσουν την υλοποίηση των μνημονιακών πολιτικών με τις ανάγκες της κομματικής και κυβερνητικής επιβίωσης – δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε το συγκλονιστικά καινούργιο όταν το επιχειρεί αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν είναι επίσης πρωτότυπο ελληνική κυβέρνηση να εγείρει ζήτημα αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα – πριν τον Αλέξη Τσίπρα το χειμώνα του 2015, το ίδιο έκανε ο Αντώνης Σαμαράς ενάμιση χρόνο πριν, από τον Αύγουστο του 2014.
Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις τόσο η «πολιτική διαπραγμάτευση» όσο και η έγερση ζητήματος αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα απέβησαν εναντίον των εμπνευστών τους – ο Αντώνης Σαμαράς βρίσκεται στη θέση που βρίσκεται εξαιτίας κυρίως τέτοιων… εμπνεύσεων.
Ο Αλέξης Τσίπρας αναγκάζεται να επαναλάβει κάτι που δεν συνιστά κανενός είδους πρωτοτυπία, πρώτον επειδή κινδυνεύει με πτώση της κυβέρνησής του. Αλλά δεν είναι μόνο η ανάγκη που τον οδηγεί: πιστεύει επίσης ότι οι δανειστές δεν έχουν άλλη πολιτική λύση για τη διαχείριση του ελληνικού προγράμματος χωρίς αυτόν. Τα διαβήματά του «φωνάζουν» δυνατά «χωρίς εμένα δεν μπορείτε». Ούτε σε αυτό πρωτοτυπεί: πριν από αυτόν, ήταν ο Αντώνης Σαμαράς που φαντάστηκε ότι είναι «αναντικατάστατος»…
Όπως απέδειξε το καλοκαίρι, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει κανένα πρόβλημα να φανεί σκληρός με το ίδιο του το κόμμα ή να αγνοήσει το νόημα της λαϊκής εντολής. Είναι όμως «ικανός για όλα» προ του κινδύνου να τεθεί εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Κάλλιστα μπορεί να συμφωνήσει με «οικουμενική», αρκεί να είναι ο ίδιος πρωθυπουργός, με ένα σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ να τον ακολουθεί. Το «φλερτ» με τον Λεβέντη έχει αυτό τον «ιερό» σκοπό: να αποτελέσει το μεταβατικό στήριγμα ώστε να είναι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ο πολιτικός μάνατζερ του εγχειρήματος της «οικουμενικής» – η «οικουμενική» να γίνει απ’ αυτόν και γι’ αυτόν, κι όχι εναντίον του. Από αυτή την άποψη, η πρόβλεψη του κ. Λεβέντη πως «αυτή η κυβέρνηση σύντομα θα καταρρεύσει» είναι μάλλον δυσοίωνη για τα σχέδια του κ. Τσίπρα.
Τον Ιανουάριο το ΔΝΤ θα αποφασίσει αν και υπό ποιους όρους θα συνεχίσει στο ελληνικό πρόγραμμα. Το να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του για τα εργασιακά και το Ασφαλιστικό, πρέπει να θεωρείται απίθανο. Το σχέδιο πολιτικής επιβίωσης του Αλέξη Τσίπρα, που ισοδυναμεί με πολιτική ηγεμονία, θα κριθεί τον Ιανουάριο…
Υπ’ αυτούς τους όρους, κινείται και αυτός στη λεπτή γραμμή μεταξύ θριάμβου και καταστροφής…