Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Θα απαντήσω σύντομα και καθαρά στο ερώτημα του τίτλου, αφού πρώτα επισημάνω πως η πολιτική νομιμοποίηση είναι μια discursive (πολιτικός λόγος) και non-discursive (θεσμοί, οικονομία) διαδικασία που στηρίζεται στην πολιτική συμμετοχή (συμμετοχή των πολιτών και της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών στις αποφάσεις).
Αν ο πολιτικός λόγος μιας κυβέρνησης αποσκοπεί απλώς στην διασκέδαση των πραγματικών προβλημάτων μιας κοινωνίας και η μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία κατατείνει στην εφαρμογή μέτρων με τα οποία δεν συμφωνούν αυτοί οι ίδιοι που τα ορίζουν ως κανόνες δικαίου, ενώ η πολιτική συμμετοχή στις αποφάσεις περιορίζεται στα όργανα των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση, τότε αρχίζει φυσιολογικώς η αντίστροφη μέτρηση αυτής της κυβέρνησης και εισερχόμαστε σε κρίση κυβερνησιμότητας όχι με την έννοια του «governability», αλλά με εκείνη του «governmentality» του Michel Foucault, η οποία παραπέμπει σε δομικό πρόβλημα στη σχέση: «λαός-διακυβέρνηση- ασφάλεια».
Δηλαδή, έτσι η λειτουργία της κυβέρνησης προκαλεί σοβαρή ανασφάλεια στους πολίτες και προφανώς κλονίζεται η εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση, τη βουλή και τη διοίκηση. Από εκεί και πέρα υπάρχει κρίση πολιτικής νομιμοποίησης, που αντιμετωπίζεται είτε με δημοκρατικές διαδικασίες (εκλογές ή σύνθεση μιας οντολογικά διαφορετικής κυβέρνησης), είτε με πραξικοπηματικές διαδικασίες και «γύψο». Η σύνθεση της παρούσης βουλής δεν επιτρέπει την ανάδειξη μιας οντολογικά διαφορετικής κυβέρνησης ( Μεγάλος Συνασπισμός) …και αυτό δεν θα επιχειρήσω να αποδείξω σήμερα, αλλά μια άλλη ίσως φορά, για να απαντήσω σε όσους διαφωνούν. Αυτοί θα συμφωνούσαν μαζί μου αν καταλάβαιναν πως η πολιτική νομιμοποίηση είναι μια ταυτόχρονα κανονιστικού και εμπειρικού χαρακτήρα διαδικασία (legitimation και όχι legitimacy), η οποία προϋποθέτει συναίνεση στη βάση του κοινωνικού μετασχηματισμού, που εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να υπάρξει στο πλαίσιο της σημερινής βουλής. Άρα, η συγκρότηση οποιασδήποτε μορφής «οικουμενικής» κυβέρνησης θα είναι απλώς μια καιροσκοπική πράξη ανάγκης του σημερινού πολιτικού συστήματος και όχι του ελληνικού λαού και συνεπώς δεν θα μπορέσει να παράγει μια αυθεντική πολιτική νομιμοποίηση.
Στο πλαίσιο αυτής της θεωρητικής κατασκευής, ας περάσουμε τώρα να δούμε με αποφθεγματικό τρόπο, γιατί η κυβέρνηση του Αλέξη ξεφουσκώνει τόσο γρήγορα:
– Επειδή το δικό της success story στηρίζεται σε μια γενικευμένη απαξίωση θεσμών και οικονομίας στο πρότυπο της τελευταίας επιχείρησης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, παράλληλα με μία διαδικασία αυτονομιμοποίησης δια ενός πολιτικού αφηγήματος που απαξιώνει αρχές και κανόνες της αριστεράς. Υπάρχει μία φρενίτιδα εκποιήσεων, η οποία στην πραγματικότητα διαμορφώνει συνθήκες δραματικής υποτίμησης της παραγωγικής βάσης της χώρας και ρευστοποίησης των παραγωγικών σχέσεων, θεωρώντας πως έτσι θα έρθουμε πιο γρήγορα κοντά στο σημείο εκείνο της υπανάπτυξης, το οποίο η «αγορά» θα θεωρήσει ικανοποιητική βάση για επενδύσεις. Αυτό αποτελεί μία σταλινικού χαρακτήρα πολιτική μεθοδολογία, υποταγμένη, ωστόσο, στην λογική του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού και στο δόγμα της αυτοματοποίησης των αγορών. Πρόκειται για δραματικού χαρακτήρα αντίφαση που εξευτελίζει καί την έννοια του οικονομικού φιλελευθερισμού καί ασφαλώς εκείνη της σοσιαλ-δημοκρατίας. Από τον μηδενιστικό πολιτικό λόγο περάσαμε στην εκμηδενιστική πολιτική πρακτική. Και αυτό είναι που καθιστά την μη-λενινιστική αριστερά παρένθεση στην Ελλάδα και όχι οι σαχλαμάρες του κ. Παππά περί κέντρων στο εξωτερικό και στο εσωτερικό που συνωμοτούν για την ανατροπή της κυβέρνησης, στην οποία ο ίδιος εμφανίζεται ως μάνατζερ, ελλείψει ενός ικανού και ισχυρού πρωθυπουργού.
– Επειδή η δεύτερη θητεία του Αλέξη Τσίπρα στο πρωθυπουργικό αξίωμα συνδέθηκε με την πλέον υποκριτική και διπλοπρόσωπη πολιτική κουλτούρα και πρακτική από την μεταπολίτευση του 1974 και εντεύθεν.
– Επειδή ο λαλιωτισμός ξεπερνά πλέον ως γενικό πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησης ακόμα και τον πολιτικό λόγο με τον οποίο ο κ. Κώστας Λαλιώτης συνέδεσε την πολιτική του ταυτότητα με τα κοινά.
– Επειδή η «Αυγή» κατάντησε «Τα Νέα» στα χειρότερά τους.
– Επειδή ο «τεχνοκράτης» αριστερός ως πολιτικός, είναι κοινωνικώς πιο αποκρουστική μορφή από τον «τεχνοκράτη» δεξιό. Αυτό ήταν το βασικό πρόβλημα στην επιχείρηση διαμόρφωσης πολιτικής νομιμοποίησης στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην ίδια την ΕΣΣΔ κατά την περίοδο του διπολισμού.
– Επειδή ο πολίτης θα μπορούσε ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να ανεχτεί «μαχαιριές», περικοπές και κάθε είδους ακρωτηριασμό δικαιωμάτων από μία κυβέρνηση που τοποθετεί το πιστόλι στον κρόταφό του, ποτέ όμως δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει πολιτικώς τον κυβερνήτη που του κάνει όλα αυτά, ενώ τον αγκαλιάζει και εμφανίζεται να πονά και να θρηνεί μαζί του. Στα χρόνια του σταλινισμού στις σοβιετικές δημοκρατίες ο σύντροφος δεν σε τοποθετούσε στο απόσπασμα, ούτε ξήλωνε ελευθερίες και δικαιώματα με οριζόντιο τρόπο. Ήταν «ανθρωπιστής»! Σε απέκλειε εκφράζοντας την λύπη του και σε καθάριζε με εξατομικευμένο τρόπο, στον βαθμό που αποφάσιζε πως είσαι ανίκανος να αντιληφθείς το γενικό συμφέρον και να συμμορφωθείς σε αναγκαίους, πρόσκαιρους συμβιβασμούς που αποσκοπούν στη μεγάλη νίκη του σοσιαλισμού. Ασφαλώς, τώρα εδώ, ενώ ο σταλινισμός είναι στα πάνω του, ο σοσιαλισμός εξαφανίζεται ακόμη και ως λέξη. Ο Αλέξης Τσίπρας καλεί τους συντρόφους να κατανοήσουν τις τακτικού χαρακτήρα υποχωρήσεις του για να επιτευχθεί ο στόχος: «Δεν θέλουμε να πέσουμε ηρωικά αλλά να νικήσουμε». Ποιόν; Μα, τον εχθρό, φυσικά! Και ποιος είναι αυτός; Αυτός που θέλει να πέσει η κυβέρνηση για να πάψει «ο αγώνας για χειραφέτηση της ελληνικής κοινωνίας», ο οποίος πραγματοποιείται δια των «πρόσκαιρων συμβιβασμών» της κυβέρνησης – όπως εξήγησε ο ίδιος στη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ! Δεν θυμάμαι ο Κώστας Λαλιώτης …να το πήγαινε τόσο «κουφά»!!!
– Επειδή η λύση στο μείζον πρόβλημα της διαπλοκής δεν είναι η κατασκευή μιας εναλλακτικής διαπλοκής με παλαιούς και νέους διαπλεκόμενους.
– Επειδή το εθνικό συμφέρον και η σύγχρονη εθνική ταυτότητα δομούνται από μια εξωτερική πολιτική και διμερείς σχέσεις που στηρίζονται σε αρχές και κανόνες δικαίου, τα οποία δεν μεταβάλλονται για λόγους συμπάθειας και δημοσίων σχέσεων.
– Επειδή ο αγώνας για αρμονική, οργανική ένταξη στην ευρωπαϊκή και διεθνή πολιτική ελίτ δεν μπορεί να γίνεται στη βάση του συμπλέγματος, που συνοδεύεται με μία και μοναδική εικόνα αμφισβήτησης η οποία δεν αφορά στο ύφος, αλλά στο στιλάκι χωρίς γραβάτα.
– Επειδή η αριστερά παύει να είναι αριστερά από την στιγμή που υιοθετεί τη γλώσσα πολιτικής νομιμοποίησης της δεξιάς. Τα αγγλικά δεν είναι η γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού, θα μπορούσαν όμως να γίνουν αν μάθεις αγγλικά μέσα από το νεοφιλελεύθερο αφήγημα.
– Επειδή, τέλος, ο προοδευτικός ευρωπαϊσμός που με όλες του τις δυνάμεις στήριξε τον Αλέξη Τσίπρα, όπως ακριβώς έπραξα κι εγώ, δεν είναι απάτη, ούτε ουτοπία, αλλά υπέρτατη ανάγκη για την ειρήνη, την δημοκρατία και την ευημερία στην Ευρώπη. Και αυτή η ανάγκη ούτε νοθεύεται με την μορφή της πολιτικής πρακτικής, ούτε διασκεδάζεται με λαλιωτισμούς, ούτε συμβιβάζεται με την υποκρισία και την φοβική διολίσθηση σε αυταρχικά μοντέλα διακυβέρνησης.
Ο προοδευτικός ευρωπαϊσμός, όπως δεν κλείνει τα μάτια στα εγκλήματα και την πρωτόγονη βαρβαρότητα του εξτρεμιστικού ισλαμισμού, έτσι δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια ενώπιον της ίδιας φύσης, αλλά διαφορετικής τεχνολογίας βαρβαρότητας, Ρώσων και Δυτικών. Αν ο έλληνας αριστερός πρωθυπουργός διέθετε στοιχειώδη αξιοπρέπεια, θα έπρεπε να έχει ήδη «καταδικάσει» τον ανταγωνισμό μεταξύ της ρωσικής και της γαλλικής ηγεσίας ως προς το ποιος θα ρίξει περισσότερες βόμβες μέσα σε μια μέρα στην Συρία, αποκρύβοντας με συναινετικό τρόπο τις παράπλευρες απώλειες (ακόμη και εξολόθρευση παιδιών και βρεφών) μετά τον βομβαρδισμό νοσοκομείου παίδων! Το κάνει ο Τζάστιν Τρυντώ και δεν το κάνεις εσύ, Αλέξη;