Τέλος στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με έκτακτα μέτρα έβαλε χθες ο πρωθυπουργός, δίνοντας το στίγμα ότι εφεξής, από το 2024 η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες της ΕΕ, θα πρέπει να συμμορφωθεί σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικών περιορισμών όπου χωρούν μόνο μόνιμα μέτρα.
Η άρνηση του Πρωθυπουργού για ένα ακόμη έκτακτο επίδομα για οικονομικά ευάλωτους, όπως αυτό που δόθηκε τα περασμένα Χριστούγεννα με κόστος 352 εκατ. ευρώ, δεν “χωράει” πια στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, όπως συμφωνήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου. Στο τετραετές πλάνο που θα πρέπει να συμφωνήσει η Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά την πλήρη ενεργοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων θα μπορούν να ενταχθούν μόνο μόνιμα μέτρα με εξασφαλισμένη, μόνιμη χρηματοδότηση.
Ως γνωστό, ο προϋπολογισμός του 2024 έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ, από 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 1,1% του ΑΕΠ, από 2,1% του ΑΕΠ τον περασμένο χρόνο. Με άλλα λόγια, η υπέρβαση των εσόδων έναντι των δαπανών θα πρέπει να φτάσει φέτος τα 5 δισ. ευρώ έναντι 2,5 δισ. ευρώ το 2023.
O στόχος για τη φετινή ανάπτυξη έχει τεθεί στο 2,9%, από 2,4% που προβλέπονταν για το 2023. Ωστόσο, το 2023, με βάση την τελευταία ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η ανάπτυξη έμεινε στο 2%. Ήταν δηλαδή περίπου 900 εκατ. ευρώ χαμηλότερη από την αναμενόμενη. Σε δημοσιονομικούς όρους, αν επιτυγχάνονταν ο περσινός στόχος της ανάπτυξης, το πρωτογενές πλεόνασμα θα ήταν αρκετά υψηλότερο από το 1,1% του ΑΕΠ. Με ανάπτυξη 2%, η Ελλάδα απλώς δεν αποκλίνει από τον στόχο του πλεονάσματος για το 2023.
Οι αβεβαιότητες
Τo όχι του Πρωθυπουργού για ένα νέο έκτακτο επίδομα για το Πάσχα αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι το 2024 ξεκίνησε με αβεβαιότητες ανάλογες του 2023 στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Οι δύο πόλεμοι οι οποίοι βρίσκονται σε εξέλιξη στην περιοχή και η περιοριστική νομισματική πολιτική, που κανείς δεν ξέρει σίγουρα πότε και πώς θα αλλάξει, είναι σημεία αβεβαιότητας για την υλοποίηση και του φετινού προϋπολογισμού. Επίσης, η κλιματική κρίση η οποία χτύπησε τον περασμένο Σεπτέμβριο μέσω της καταιγίδας Daniel, έδειξε ότι το κόστος για την αποκατάσταση ζημιών από φυσικές καταστροφές μεγαλώνει από χρόνο σε χρόνο, αφού από 1,5 δισ. ευρώ που κόστισε η αποκατάσταση των ζημιών του Ιανού, η αποκατάσταση των ζημιών του Daniel εκτιμάται ότι θα κοστίσει 3,5 δισ. ευρώ.
Η οροφή δαπανών
Εκτός όμως από τις αβεβαιότητες του 2024, υπάρχει για φέτος και η βεβαιότητα της επαναφοράς των δημοσιονομικών περιορισμών. Το δημοσιονομικό πλαίσιο που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα από τον περασμένο Μάιο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η οροφή για την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών, η οποία αποτελεί εφεξής το μοναδικό κριτήριο δημοσιονομικής αξιολόγησης, είχε τεθεί στο 2,6%. Η ποσοστιαία αυτή αύξηση μεταφράζεται σε 900-950 εκατ ευρώ. Την ίδια ώρα, ο προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει νέα μόνιμα μέτρα με επιπλέον κόστος 450 εκατ. ευρώ για το τρέχον έτος.
Στο μεταξύ, από την αρχή του χρόνου έχουν δοθεί εκτός προβλέψεων του προϋπολογισμού επιπλέον κονδύλια 200 εκατ. ευρώ για την αύξηση του επιδόματος γέννησης, την καταβολή καθυστερούμενων εφημεριών των γιατρών του ΕΣΥ, ενώ υπάρχουν δεσμεύσεις για την επιστροφή σε δύο δόσεις του ΕΦΚ στους αγρότες, με συνολικό κόστος 82 εκατ. ευρώ. Από αυτά γίνεται προφανές ότι πλησιάζουμε την οροφή αύξησης των δαπανών πριν κλείσει ο τρίτος μήνας του χρόνου, ενώ υπάρχουν σχέδια και για ένα πρόγραμμα στήριξης της οικογένειας που θα παρουσιαστεί τον Μάιο. Συνεπώς, δεν υπάρχει προς το παρόν χώρος για νέα έκτακτα επιδόματα.
capital.gr Τάσος Δασόπουλος