Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Ο Αλέξης Τσίπρας -και κατ’ επέκταση, η κυβέρνησή του και το κόμμα του- έχει την εικόνα ανθρώπου που εγκλωβίστηκε σε αδιέξοδο με σήμανση, είτε επειδή δεν ήξερε να διαβάζει τη σχετική πινακίδα είτε επειδή αδιαφόρησε γι’ αυτήν πιστεύοντας πως αυτός ξέρει καλύτερα.
Το αδιέξοδο παίρνει τη μορφή ταυτόχρονης φθοράς τόσο στο θεσμικό-πολιτικό πεδίο όσο και στο πεδίο των κοινωνικών ερεισμάτων. Και ίσως δεν υπάρχει πιο εύγλωττη αποτύπωση αυτού του αδιεξόδου από τα αποτελέσματα της επιλογής του κ. Πολύδωρα ως υποψηφίου για τη θέση του επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης: η επιλογή αυτή, ενώ δεν απέδωσε τίποτε στο θεσμικό-πολιτικό επίπεδο, αποδείχτηκε η… καταλληλότερη για να καταστρέψει την όποια κομματική και κοινωνική συσπείρωση είχε δημιουργηθεί τις μέρες ύστερα από την απόφαση του ΣτΕ στη βάση του… σκληρού και ηρωικού σεναρίου «μας πολεμά και θέλει να μας ρίξει το παλιό σύστημα».
Το πρόβλημα για τον Αλέξη Τσίπρα έγκειται ακριβώς σε αυτό: δεν υπάρχει τρόπος για να ενώσει τα διεστώτα. Δηλαδή και να γίνει αποδεκτός από το σύστημα σαν οργανικός διαχειριστής του αποκτώντας επαρκή ερείσματα ή «ανοχές» στο κράτος («βαθύ» ή και… λιγότερο βαθύ) αλλά και να διατηρήσει τα κοινωνικά ερείσματα της κυβέρνησης και το κυβερνώντος κόμματος. Η πλήρης αποτυχία σηματοδοτείται από τούτο: ότι έχει πλέον φτάσει στο σημείο να χάνει και τα δύο αυτά πεδία. Το σχέδιο της δημιουργίας ερεισμάτων για μια ηγεμονική μακροημέρευση στην κυβερνητική εξουσία απέτυχε σε όλα του τα σημεία: Ποιος θυμάται την «εκστρατεία» για την απλή αναλογική; Ποιος θυμάται τις εξαγγελίες περί αναθεώρησης του συντάγματος από το φωταγωγημένο και με τα κατάλληλα σκηνικά περιστύλιο της Βουλής; Κι όμως, συνέβησαν ελάχιστους μήνες πριν! Αλλά βέβαια η μεγάλη καταστροφή ήταν η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Πόσο γρήγορα, με αστρονομικές ταχύτητες, φτάσαμε από τη γεμάτη αυτοπεποίθηση διαβεβαίωση στη ΔΕΘ ότι «δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να ακυρώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας τον νόμο μας για την τηλεόραση», τη διήμερη διαδικασία «κύρους και ισχύος» για την ανάδειξη των νέων καναλαρχών και τις θριαμβευτικές δηλώσεις για το αποτέλεσμα, στην πλήρη κατάρρευση της διαδικασίας ύστερα από την απόφαση του ΣτΕ…
Όμως η πραγματική «καταστροφή» είναι αυτή που συντελείται στο άλλο πεδίο, των κοινωνικών στηριγμάτων της κυβέρνησης. Οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν απλώς ραγδαία ποσοστιαία φθορά αλλά και ποιοτική φθορά, όπως για παράδειγμα ένα αυξανόμενο τμήμα υποστηρικτών που δηλώνει οριστική απόσυρση της εμπιστοσύνης του.
Τούτων δοθέντων, το ερώτημα είναι: μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να συνεχίσει να κυβερνά ενώ η δημοτικότητα, η δική του και της κυβέρνησης, καταρρέουν; Η δημοτικότητα του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ έπεσε στο αδιανόητο 4% (!!!) αλλά ζήτημα πρόωρης αποχώρησής του από την προεδρία δεν τίθεται. Με τον κ. Τσίπρα όμως δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο. Όχι γιατί «εδώ είναι Βαλκάνια», αλλά γιατί η πολιτική «προστιθέμενη αξία» του κ. Τσίπρα είναι ότι μπορεί να υλοποιεί μνημονιακές πολιτικές «όσο πρέπει γρήγορα» και ταυτόχρονα χωρίς να «ανοίγει μύτη». Οι δανειστές το έχουν πει σχεδόν έξω από τα δόντια: ποιος άλλος θα έπαιρνε τέτοια μέτρα χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις;
Ωστόσο, τώρα υπάρχει αυτή η μεγάλη αλλαγή στη συγκυρία: η πολιτική φθορά της κυβέρνησης είναι τόσο μεγάλη, ώστε παράγει εξίσου μεγάλες -και διαρκώς αυξανόμενες- ανάγκες πολιτικής διαχείρισής της από τον κ. Τσίπρα. Με τη σειρά τους, οι ανάγκες διαχείρισης αυτής της φθοράς ώστε να μη γίνει κατακλυσμική και οδηγήσει σε κατάρρευση, απαιτούν… ηρωικό και αριστερό σενάριο ώστε να συσπειρώνεται το κόμμα και η εναπομείνασα κοινωνική επιρροή.
Αυτό είναι το μεγάλο «κλειδί» και το μεγάλο αδιέξοδο στις πολιτικές εξελίξεις. Αδιέξοδο όχι μόνο του κ. Τσίπρα, αλλά γενικότερα καθεστωτικό. Άραγε πόσοι το αντιλαμβάνονται;