Σημειώνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Μέχρι σήμερα έχω δείξει πως είναι αντικειμενικοί οι λόγοι που οδηγούν τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στην απόφαση για προκήρυξη νέων πρόωρων εκλογών. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους αναλυτές που προσέγγισαν το ζήτημα υπό το δίλημμα «συμφωνία ή εκλογές», για να καταλήξουν οι περισσότεροι από αυτούς να αναφέρονται σήμερα με βεβαιότητα σε επερχόμενο κυβερνητικό ανασχηματισμό, εξήγησα πως εκλογές θα έχουμε στο βαθμό που ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα μια συμφωνία με την τρόικα που δεν θα απαιτούσε την άμεση λήψη επιπρόσθετων μέτρων για να καλυφτεί το δημοσιονομικό κενό του τρίτου μνημονίου – το οποίο, αυτό καθεαυτό ήταν ζήτημα διαπραγμάτευσης για να ορισθεί αριθμητικά – ενώ θα μπορούσε να ισχυριστεί πως πέτυχε μια δέσμευση από την πλευρά των επίσημων δανειστών για διευθέτηση της εξυπηρέτησης του χρέους, έτσι ώστε αυτό να μην αποτελεί λογιστικώς τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσε να απευθυνθεί εκ νέου στο εκλογικό σώμα, ζητώντας «ψήφο εμπιστοσύνης» για την δρομολόγηση της ανάπτυξης – όπως θα ισχυριστεί, μιμούμενος τον Αντώνη Σαμαρά – αρκεί να μην αναγκαστεί από την τρόικα να περάσει τώρα τα μέτρα του νέου μεσοπρόθεσμου, τα οποία θα απομυθοποιούσαν απολύτως την κυβερνητική παραμυθία περί ανάπτυξης και σκληρής, αλλά επιτυχούς διαπραγμάτευσης. Με την έννοια πως δεν θα υπάρξουν περισσότερα μέτρα λιτότητας, φορολογίας και εσωτερικής υποτίμησης από αυτά που θα περίμενε το εκλογικό σώμα μετά τη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο, επί του οποίου είχε συναινέσει άλλωστε και η «αστική» αντιπολίτευση.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν θα έπεφτε ακόμη και αν εξαναγκαζόταν να περάσει μέχρι τον Ιούνιο τα επιπρόσθετα μέτρα των 3,5 δις, παρότι με αυτό απειλούσε έμμεσα και σε κάποιες περιπτώσεις άμεσα, τους αξιωματούχους των «θεσμών». Ποιος θα τολμούσε να την ρίξει, αλήθεια, από τη στιγμή που ήταν στο χέρι της – και με τη βοήθεια του διεθνούς συστήματος δημοσίων σχέσεων που έχει κτίσει – να επιδοθεί σε ένα κρεσέντο κινδυνολογίας περί επικείμενου Grexit και απώλειας των «θυσιών» του ελληνικού λαού, για μόλις 3, 5 δις μέτρα, τα οποία μάλιστα θα εμφανίζονταν να αντισταθμίζονται με μια σειρά πόρων για υποστήριξη του Κοινωνικού Κράτους, ανάπτυξης και ρευστότητας;
Η θέσπιση μέτρων κατ΄ εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου δεν θα έριχνε τη κυβέρνηση, αντίθετα θα την εμπόδιζε να διεξάγει εκλογές απεγκλωβισμού από το αδιέξοδο που θα επέφεραν αυτά τα μέτρα λιτότητας, με την επιδείνωση του Κοινωνικού Ζητήματος από το φθινόπωρο. Ωστόσο, είναι η μετατροπή του μεσοπρόθεσμου σε μνημόνιο-κάβα, σε συνδυασμό με το «μισογεμάτο ποτήρι» των οικονομικών δεικτών που δείχνουν οικονομική σταθεροποίηση με ελπίδες ανάπτυξης – εάν και εφόσον οι συνθήκες αυξημένης κερδοφορίας που δημιουργούνται σε κάποιους κλάδους, φέρουν φρέσκα ιδιωτικά κεφάλαια – που οδηγούν ορθολογικώς σε πρόωρες εκλογές.
Τώρα είναι η ώρα τους, για να μην απορροφήσει ο ΣΥΡΙΖΑ το συνολικό πολιτικό κόστος του τρίτου και του τέταρτου μνημονίου και φυσικά προτού εξατμιστεί η αισιοδοξία και αντιστραφεί το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται πρόσκαιρα από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και το κλείσιμο της συμφωνίας – που όλα τα κόμματα της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς θεωρούσαν θεμελιώδη όρο.
Πάμε, λοιπόν, σε νέες εκλογές, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζεται βάσιμα πως πέτυχε εκεί όπου η «αστική» αντιπολίτευση στοιχημάτιζε πως θα αποτύχει. Ο παραλογισμός των πολιτικών αναλυτών στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη λογική: αφού πέτυχε εκεί που εμείς θεωρούσαμε πως θα αποτύχει, γιατί να κάνει εκλογές; Αναρωτούνται ανοήτως, όπως ανοήτως πίστευαν πως υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα μετά τη συμφωνία Τσίπρα για το τρίτο μνημόνιο και την απόλυτη συμμόρφωσή του στη γλώσσα και στις επιλογές της γερμανικής ηγεσίας και του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης – ο οποίος κουρελιάζει καθημερινά τη νομιμότητα στην Ελλάδα και στην ΕΕ – να υπάρξει κρίση στη σχέση κυβέρνησης- «θεσμών»! Είναι μακριά νυχτωμένοι, στο βαθμό που δεν ασκούνται στην έμμεση κυβερνητική προπαγάνδα! Ακόμη και η προβαλλόμενη εσχάτως τριβή με το ΔΝΤ, επικοινωνιακό παιχνίδι είναι, που εξυπηρετεί μάλιστα και τη διοίκηση του ίδιου του ΔΝΤ, σε ό, τι αφορά στο διεθνές του προφίλ ασφαλώς και λαμβάνοντας υπόψιν την αμφισβήτηση που δέχτηκε και δέχεται για τη συμμετοχή του με μεγάλα ποσά στο «πρόγραμμα μετασχηματισμού» της Ελλάδας.
Όλα αυτά που σημειώνω σήμερα, σε συνέχεια όσων έχω ήδη διατυπώσει ως στοιχεία που διαμορφώνουν την αναγκαιότητα από την πλευρά του κυβερνητικού συνασπισμού, για πρόωρη διάλυση της βουλής και προκήρυξη εκλογών αμέσως μετά τη συμφωνία με την τρόικα, προσεγγίζουν το ζήτημα κατά τρόπο αντικειμενοποιημένο. Αυτές οι εκλογές, ωστόσο, διαφέρουν από πολλές άλλες κατά το παρελθόν σε ό, τι αφορά στον υποκειμενικό παράγοντα, που δεν είναι άλλος από τον πολιτικό αναπροσανατολισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσω αυτών των εκλογών – και στο βαθμό που διεξαχθούν άμεσα – ο Αλέξης Τσίπρας πατώντας στο reprofiling του χρέους θα κτίσει το δικό του πολιτικό / εκλογικό reprofiling, σαρώνοντας ό, τι έχει απομείνει από τον κατακερματισμένο χώρο του «όλον ΠΑΣΟΚ», ταυτίζοντας πλέον το κόμμα του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και εμφανιζόμενος ως ο πλέον γνήσιος εκπρόσωπος της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, όπως και ένας συνοδοιπόρος των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών, μετά την απόρριψη στην πράξη, της αριστερής του «αυταπάτης».
Κάπως έτσι ο Αλέξης Τσίπρας ασχέτως να χάσει ή κερδίσει τις ερχόμενες εκλογές, πιστεύει βάσιμα πως θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως νέος πολιτικός στην επιχείρηση αναπροσανατολισμού της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που έχει ξεκινήσει ήδη στη Γερμανία και η οποία προωθείται ως νέο σοσιαλδημοκρατικό ιδεολόγημα και κοινοβουλευτική πρακτική για την Ευρώπη από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Martin Schulz. Είναι πρόδηλο πως ο κ. Schulz, με ικανοποίηση θα έβλεπε τον κ. Τσίπρα να περνά από το περιθώριο της σοσιαλδημοκρατίας του, στο κέντρο αυτής. Στο νέο σοσιαλδημοκρατικόconcept που ο ίδιος διακονεί τελευταίως: μια σοσιαλδημοκρατία για τον άνθρωπο και όχι των αριθμών, όπως λέει τους τελευταίους μήνες.
Θα έλεγα, μάλιστα, πως είναι κάποιοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες στην Ευρώπη που παρακινούν τον Αλέξη Τσίπρα να κάνει σήμερα εκλογές, ούτως ώστε να καρπωθεί το πολιτικό momentum από την κατασκευή μιας ανακουφιστικής παράστασης ως προς την τελική λύση του ελληνικού ζητήματος και την προοπτική παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη. Όλα αυτά δεν είναι ευχάριστα πράγματα για τον λεγόμενο χώρο της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, ενώ δεν γνωρίζω πόσο ευχάριστα θα μπορούσε να τα δει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είναι και αυτό μία εξήγηση για την παράδοξη κατά την αντίληψή μου και σε μεγάλο βαθμό διαστροφική ανάλυση πολλών συναδέλφων μου ως προς την πιθανότητα εκλογών. Ωστόσο, εκλογές θα γίνουν και μάλλον θα βρουν σε σύγχυση τόσο τη μη-λενινιστική αριστερά, όσο και την δεξιά. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι θα κερδίσει τις εκλογές ο κ. Τσίπρας, ούτε σημαίνει πως θα μπορούσε να σχηματιστεί μονοκομματική κυβέρνηση μετά από αυτές. Το παιχνίδι αυτή την στιγμή μοιάζει απολύτως ανοιχτό σε κάθε πρόβλεψη και δεν θα δοκιμάσω να εκφράσω οποιαδήποτε εκτίμηση για το εκλογικό αποτέλεσμα αυτή την στιγμή.