Ο θανατηφόρος σεισμός μεγέθους 7,8 βαθμών που έπληξε τα ξημερώματα της Δευτέρας (6/2) την Τουρκία) ο οποίος έγινε αισθητός στη Συρία, τον Λίβανο και το Ισραήλ– «ξύπνησε» μνήμες από παλαιότερους ισχυρούς σεισμούς, όπως αυτός του 1939 που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 30.000 ανθρώπους.
Η Τουρκία, εστία σεισμικής δραστηριότητας, βρίσκεται πάνω στην Πλάκα της Ανατολίας, η οποία συνορεύει με δύο μεγάλα ρήγματα. Το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας διασχίζει τη χώρα από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ενώ το ρήγμα της Ανατολικής Ανατολίας βρίσκεται στη νοτιοανατολική περιοχή της χώρας. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι περίπου το 98% της Τουρκίας είναι επιρρεπές σε σεισμούς, ενώ περίπου το ένα τρίτο της χώρας βρίσκεται σε περιοχές υψηλού κινδύνου.
Γιατί είναι τόσο επιρρεπής σε σεισμούς;
Το μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίας βρίσκεται στην Πλάκα της Ανατολίας, η οποία ωθείται προς τα δυτικά λόγω της σύγκρουσης μεταξύ της Αραβικής και της Ευρασιατικής Πλάκας. Αυτή η κίνηση προς τα δυτικά φιλοξενείται από δύο μεγάλες ζώνες ρηγμάτων, το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας στη βόρεια Τουρκία και το ρήγμα της Ανατολικής Ανατολίας προς τα νοτιοανατολικά. Καθώς οι μεγαλύτερες αφρικανικές και αραβικές πλάκες μετατοπίζονται, η Τουρκία συμπιέζεται, ενώ η Ευρασιατική Πλάκα εμποδίζει κάθε κίνηση προς τον βορρά. Έτσι, η Τουρκία βρίσκεται πάνω σε πολλά ρήγματα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας -όπου συναντώνται οι πλάκες της Ανατολίας και της Ευρασίας- είναι το πιο καταστροφικό από τα ρήγματα και εκτείνεται από τα νότια της Κωνσταντινούπολης έως τη βορειοανατολική Τουρκία. Την ίδια στιγμή, η ρηξιγενής γραμμή της Ανατολικής Ανατολίας εκτείνεται περίπου 650 χιλιόμετρα από τα υψίπεδα της ανατολικής Τουρκίας μέχρι τη Μεσόγειο, απ’ όπου κινείται προς τα νότια και συναντά το βόρειο άκρο του συστήματος του Μεγάλου Ρήγματος που χωρίζει την Αφρικανική και την Αραβική πλάκα.
Μπορούν να προβλεφθούν οι σεισμοί;
Οι σεισμοί είναι ένα φυσικό φαινόμενο που εκδηλώνεται ξαφνικά και για αυτό η ακριβής πρόβλεψή τους είναι δύσκολη. Σε μια προσπάθεια να μειωθούν οι ζημιές από τους σεισμούς, οι επιστήμονες αναπτύσσουν εδώ και χρόνια τεχνικές ανάλυσης των σεισμών. Μέσω της χαρτογράφησης κινδύνου και άλλων μεθόδων, μπορούν μόνο να προβλέψουν την πιθανότητα ενός σεισμού μεγάλης κλίμακας και να εντοπίσουν το πιθανό επίκεντρό του. Δεν μπορούν ωστόσο να δώσουν το ακριβές χρονικό πλαίσιο.
Προκειμένου να προβλέψουν την πιθανότητα σεισμών μεγάλης κλίμακας που μοιάζουν με εκείνους του παρελθόντος, οι επιστήμονες εξετάζουν τη συχνότητα των μεγάλων σεισμών στην Ιστορία. Για παράδειγμα, εάν μια περιοχή έχει βιώσει τέσσερις σεισμούς μεγέθους 7 βαθμών ή και περισσότερο κατά τη διάρκεια 200 ετών τεκμηριωμένης ιστορίας και εάν αυτοί συνέβησαν τυχαία στο χρόνο, τότε οι επιστήμονες θα αποδώσουν μια πιθανότητα 50% στην εμφάνιση ενός άλλου σεισμού παρόμοιου μεγέθους στην περιοχή, κατά τα επόμενα 50 χρόνια.
Ένας άλλος τρόπος εκτίμησης της πιθανότητας μελλοντικών σεισμών είναι η εκτίμηση του ρυθμού με τον οποίο συσσωρεύεται η τάση. Οι επιστήμονες υπολογίζουν την ετήσια συσσώρευση τάσεων ενός τμήματος ρήγματος, το χρονικό διάστημα από τον πιο πρόσφατο σεισμό και την ποσότητα της τάσης που απελευθερώθηκε κατά τη διάρκεια αυτού του σεισμού, για να εκτιμήσουν πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να συσσωρευτεί η τάση και να σημειωθεί ένας νέος σεισμός.
Οι επιστήμονες μπορούν να κάνουν προβλέψεις για τους μετασεισμούς που ακολουθούν μετά τον κύριο σεισμό. Δεδομένου ότι οι περισσότερες ακολουθίες μετασεισμών έχουν ένα σταθερό μοτίβο, είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η πιθανότητα ενός μετασεισμού κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρονικού παραθύρου μετά από έναν σεισμό.
Προς το παρόν πάντως, οι εμπειρογνώμονες επικεντρώνονται στον μακροπρόθεσμο μετριασμό των κινδύνων από τους σεισμούς και στην παροχή βοήθειας για την αύξηση της ασφάλειας των υποδομών.