“Ψήφο” εμπιστοσύνης στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών δίνουν μαζικά το τελευταίο διάστημα οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, επαναφέροντάς τες σταδιακά σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, γεγονός που τους εξασφαλίζει μια σειρά από προνόμια, τα οποία απώλεσαν με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
“Κλειδί για την αλλαγή στάσης των raters αποτελεί η σημαντική πρόοδος που παρουσιάζουν οι εγχώριες τράπεζες εν συγκρίσει με το παρελθόν, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα θεμελιώδη μεγέθη τους”, σχολιάζουν στο “Κ” αρμόδιες πηγές, εστιάζοντας στα σημαντικά οφέλη που αποκομίζουν από την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, μεταξύ των οποίων η ευκολότερη πρόσβαση σε ρευστότητα και η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων στις μετοχές. Όπως εκτιμούν, μάλιστα, προσεχώς θα υπάρξουν και νέες αναβαθμίσεις, αρκεί, βέβαια, το σκηνικό να μην επηρεαστεί από τυχόν εξωγενείς παράγοντες. “Μια παγκόσμια ύφεση, για παράδειγμα, θα ανάγκαζε τους ξένους οίκους να είναι πιο προσεκτικοί με τις αξιολογήσεις τους, έστω κι αν, τόσο οι τράπεζες όσο και συνολικά η χώρα, έχουν ήδη αποδειχθεί ανθεκτικές στις δύσκολες καταστάσεις”, προσθέτουν.
Πράγματι, το α’ εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν περαιτέρω τα θεμελιώδη μεγέθη τους, ενισχύοντας την οργανική κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα και την ποιότητα χαρτοφυλακίου τους.
Προς επίρρωση, το α’ μισό του 2024 έκλεισε με κέρδη ύψους άνω των 2,2 δισ. ευρώ (721 εκατ. ευρώ η Eurobank, 670 εκατ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα, 563 εκατ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς και 322,5 εκατ. ευρώ η Alpha Bank), αυξημένα κατά 25% σε ετήσια βάση, με αμφότερες τις τράπεζες να αναθεωρούν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους (guidance) για την κερδοφορία του 2024, προσβλέποντας πλέον σε καθαρά κέρδη ύψους πέριξ των 4,5 δισ. ευρώ. Το γεγονός δε ότι σύσσωμο το τραπεζικό σύστημα εστιάζει στη διαφοροποίηση των πηγών κερδοφορίας, δίνοντας, για παράδειγμα, έμφαση στις διεθνείς δραστηριότητες ή στο wealth και το asset management, φαίνεται να λειτουργεί υποστηρικτικά στις νέες αξιολογήσεις των οίκων, ευνοώντας τυχόν νέες αναβαθμίσεις από πλευράς τους. Αξίζει να αναφερθεί ότι, υπό αυτό το πρίσμα, οι διοικήσεις έχουν ήδη ανεβάσει τον πήχη της επιβράβευσης προς τους μετόχους, σχεδιάζοντας να διανείμουν μερίσματα έως και 40% για τη χρήση του 2024.
Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν τα ισχυρά κεφάλαιά τους και την άφθονη ρευστότητά τους. Πιο αναλυτικά, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αυξήθηκαν το πρώτο μισό του 2024 ως απόρροια αφενός της αύξησης της οργανικής κερδοφορίας και αφετέρου της έκδοσης τίτλων που προσμετρώνται στην κεφαλαιακή επάρκεια. Ήδη, άλλωστε, η Τράπεζα Πειραιώς κατάφερε να καλύψει τον δείκτη MREL ενάμιση χρόνο νωρίτερα από την καταληκτική ημερομηνία, ενώ όλες οι τράπεζες βρίσκονται ολοένα και πιο κοντά στην επίτευξη του επίμαχου στόχου. Η μεγάλη έκθεση των τραπεζών σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, πάντως, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενης φορολογίας, φέρεται να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα από ορισμένους οίκους, με την αγορά, ωστόσο, να εκτιμά πως αυτά τα δεδομένα ενδεχομένως να καθυστερούν, αλλά σίγουρα δεν αναβάλλουν τις όποιες αποφάσεις για αναβάθμιση. Όσον αφορά τη ρευστότητα, αυτή διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, παρά την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (TLTROs), με τον λόγο δανείων προς καταθέσεις να εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερος στις ελληνικές τράπεζες σε σύγκριση με τις τράπεζες στην Ευρωζώνη.
Τέλος, θετικά “ζυγίζουν” οι διεθνείς οίκοι και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο σκέλος της ποιότητας των κεφαλαίων, με τις τράπεζες να συνεχίζουν τη μείωση του προβληματικού τους χαρτοφυλακίου, το οποίο πλέον διαμορφώνεται σε κάτω από 6 δισ. ευρώ, ενώ, παράλληλα, διατηρούν ελεγχόμενη την κατάσταση στις νέες επισφάλειες.
Το χρονικό των αναβαθμίσεων
Ο “χορός” των αναβαθμίσεων ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2023, με τον οίκο Moody’s να βελτιώνει την αξιολόγησή του για τις Eurobank και Εθνική Τράπεζα, αλλά μόνον για τις καταθέσεις τους.
Τελικά, στις 30 Απριλίου του 2024 η ΕΤΕ “έκοψε” πρώτη το νήμα, με την DBRS να την αξιολογεί με “BBB low”, ενώ ακολούθησε η Eurobank. Τη “σκυτάλη” πήρε στις 13 του περασμένου Ιουνίου η Moody’s, αναβαθμίζοντας εκ νέου τη βασική πιστοληπτική αξιολόγηση (BCA) της Eurobank σε “Ba1” από “Ba2”, σε συνδυασμό και με την αξιολόγηση των καταθέσεών της σε “Baa2/P-2” από “Baa3/P-3”, καθιστώντας την έτσι την πρώτη ελληνική τράπεζα που εξασφάλιζε επενδυτική βαθμίδα από έναν από τους τρεις μεγάλους οίκους για το ανεξασφάλιστο χρέος.
Ακολούθως, στις 27 Ιουνίου η Moody’s έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Alpha Bank, και μάλιστα με θετικές προοπτικές, με τα ομόλογά της υψηλής και μειωμένης εξασφάλισης να αναβαθμίζονται κατά δύο βαθμίδες. Ο οίκος αξιολόγησε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες καταθέσεις με “Baa3” (από “Ba1”, αναβαθμίζοντας κατά δύο βαθμίδες), το μακροπρόθεσμο χρέος υψηλής εξασφάλισης με “Baa3” (από “Ba1”, +2 βαθμίδες), το χρέος μειωμένης εξασφάλισης Tier 2 σε “Ba2” (από “B1”, +2 βαθμίδες) και τη βασική πιστοληπτική αξιολόγηση (BCA) σε “Ba2” (από “Ba3”, +1 βαθμίδα).
Στις 4 Ιουλίου ο οίκος Standard & Poor’s αναβάθμισε και τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (+ την ABB). Έτσι, έφερε τις Eurobank και ΕΤΕ μία βαθμίδα πριν από την επενδυτική, με βαθμολογία” BB+” και έδωσε επιπλέον σε όλες θετικές προοπτικές, προαναγγέλλοντας έτσι, με τη σειρά του, ότι επίκεινται νέες αναβαθμίσεις.
Η Τράπεζα Πειραιώς αναβαθμίστηκε από τη Moody’s στην επενδυτική βαθμίδα “Βaa3” με θετικές προοπτικές, με τον οίκο να βελτιώνει την αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων καταθέσεων της τράπεζας σε “Baa3” από “Ba1” και του χρέους υψηλής εξασφάλισης κατά δύο βαθμίδες, σε “Baa3” από “Ba2”. Οι προοπτικές παρέμειναν θετικές, άρα και έτοιμες για περαιτέρω αναβαθμίσεις στους επόμενους 12 με 18 μήνες.
Τέλος, η Moody’s τοποθέτησε την ΕΤΕ δύο βαθμίδες μέσα στην υψηλότερη κατηγορία αξιολογήσεων, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεο των μακροπρόθεσμων μη καλυμμένων ομολόγων της σε “Baa2” από “Ba1”.
Πηγή capital.gr