Παρόλο που οι τιμές του πετρελαίου έχουν πέσει στα προουκρανικού πολέμου επίπεδα, οι περιορισμοί στην προσφορά και οι υψηλοί κίνδυνοι στις παγκόσμιες αγορές θα μπορούσαν να καταστήσουν την πρόσφατη αυτή διολίσθηση προσωρινή. Στις 4 Αυγούστου, η τιμή του βαρελιού του αμερικανικού αργού αναφοράς West Texas Intermediate (WTI) έπεσε κάτω από τα 90 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά από τις 10 Φεβρουαρίου, δύο εβδομάδες πριν η Ρωσία ξεκινήσει την εισβολή της στην Ουκρανία. Την ίδια ημέρα, ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός δείκτης αναφοράς αργού πετρελαίου Brent (ο οποίος χρησιμοποιείται συνηθέστερα για την τιμολόγηση άλλων ποιοτήτων αργού που διακινούνται παγκοσμίως) έπεσε κάτω από τα 95 δολάρια ανά βαρέλι για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου. Εκτοτε, το WTI επανήλθε πάνω από τα 90 δολάρια το βαρέλι και μέχρι τις 8 Αυγούστου εξακολουθούσε να βρίσκεται μόλις στα 90,36 δολάρια το βαρέλι.
Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ πτώση των τιμών του πετρελαίου οφείλεται, κυρίως, στην αναμενόμενη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης εν μέσω ολοένα και πιο δυσοίωνων οικονομικών προοπτικών. Στα τέλη Ιουλίου, το ΔΝΤ μείωσε τις προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη κατά 0,4 και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες για το 2022 και το 2023, αντίστοιχα, από τις προβλέψεις του Απριλίου. Μέσα σε αυτό το «ζοφερό και πιο αβέβαιο» κλίμα, ο Οργανισμός δήλωσε ότι αναμένει τώρα ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί μόνο κατά 3,2% πριν επιβραδυνθεί περαιτέρω στο 2,9% το επόμενο έτος. Στις 28 Ιουλίου, οι ΗΠΑ ανέφεραν επίσης αρνητική οικονομική ανάπτυξη για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο. Οι επιδεινούμενες προσδοκίες για την παγκόσμια οικονομία ενισχύονται από διάφορες παραμέτρους, όπως ο υψηλός πληθωρισμός (που προκαλείται εν μέρει από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου), καθώς και η αύξηση των επιτοκίων από πολλές κεντρικές τράπεζες για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού – μια πολιτική που θα πνίξει την οικονομική ανάπτυξη, καθώς το κόστος δανεισμού αυξάνεται. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου είναι πιθανό να επιβραδυνθεί και ίσως γίνει αρνητική.
Η ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ συμφωνία στη Λιβύη για την εισαγωγή περισσότερου πετρελαίου στην αγορά και η πιθανή χαλάρωση των ευρωπαϊκών κυρώσεων στις ρωσικές εξαγωγές συνέβαλαν επίσης στην πτώση της τιμής. Από την πλευρά της προσφοράς, ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν η συμφωνία που υπογράφηκε στις αρχές Ιουλίου μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων της Λιβύης και τερμάτισε τον δίμηνο αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους των εξαγωγών πετρελαίου της χώρας. Η συμφωνία επανέφερε την παραγωγή πετρελαίου της χώρας σε 1,2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, σύμφωνα με την κρατική εταιρία National Oil Corporation, διπλασιάζοντας ουσιαστικά την παραγωγή από τα επίπεδα που αναφέρθηκαν στα τέλη Ιουνίου.
ΕΝΩ ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ύφεση μπορεί να στείλει τις τιμές του πετρελαίου χαμηλότερα, οι κίνδυνοι που απορρέουν από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία θα μπορούσαν εύκολα να ωθήσουν τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου ξανά πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι – αν όχι πολύ υψηλότερα. Αυτοί περιλαμβάνουν:
- Κρίση φυσικού αερίου στην Ευρώπη: Ο ρωσικός κολοσσός φυσικού αερίου Gazprom μείωσε την απόδοση του Nord Stream 1 -του σημαντικότερου ρωσικού αγωγού προς τη Γερμανία- μόλις στο 20%. Το Κρεμλίνο έχει, επίσης, επανειλημμένα διατυπώσει συγκαλυμμένες απειλές ότι θα διακόψει ή θα διατηρήσει χαμηλά τις προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη αυτόν τον χειμώνα. Το ολλανδικό TTF, ο μεγαλύτερος δείκτης αναφοράς φυσικού αερίου στην ηπειρωτική Ευρώπη, διαπραγματεύεται σε περίπου 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh) ή 350 δολάρια ανά βαρέλι σε όρους τιμής πετρελαίου. Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μπορούσαν να εκτοξευθούν πολύ υψηλότερα όταν η ζήτηση αυξηθεί τον χειμώνα, γεγονός που θα έστελνε την Ευρώπη σε ύφεση.
- Χάσμα στις τιμές του πετρελαίου της G-7: Οι ανεπτυγμένες οικονομίες της G-7 ελπίζουν επίσης να καταλήξουν σε μια συμφωνία για την οροφή των τιμών του ρωσικού πετρελαίου στα 40 με 60 δολάρια το βαρέλι. Η συμφωνία θα μπορούσε ιδανικά να τεθεί σε ισχύ πριν η Ε.Ε. αρχίσει να εφαρμόζει την απαγόρευση ασφάλισης της ναυτιλίας στις 5 Δεκεμβρίου. Ενα τέτοιο ανώτατο όριο, ωστόσο, κινδυνεύει μόνο να αυξήσει περαιτέρω τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Το προτεινόμενο ανώτατο όριο όχι μόνο έχει επικριθεί για το γεγονός ότι είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει τη Ρωσία να μειώσει τις εξαγωγές πετρελαίου, ιδίως εάν η Δύση θέσει σε εφαρμογή ισχυρούς μηχανισμούς, όπως δευτερογενείς κυρώσεις με στόχο κινεζικές και ινδικές εταιρίες που εξακολουθούν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο. Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ έχουν αποκλείσει αυτήν την ενέργεια και η Ρωσία απέφυγε να μειώσει σημαντικά τις εξαγωγές πετρελαίου για να ασκήσει περαιτέρω οικονομική πίεση στη Δύση. Ομως, το ανώτατο όριο τιμών της G-7 μπορεί να οδηγήσει το Κρεμλίνο να μειώσει τις εξαγωγές σε χώρες που δεν επιθυμούν να παραβιάσουν το ανώτατο όριο τιμών ή να εφαρμόσει έναν παρόμοιο μηχανισμό με πληρωμή σε ρούβλια που οδήγησε πολλές ευρωπαϊκές εταιρίες να διακόψουν τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου λόγω της απροθυμίας τους να πληρώσουν για το φυσικό αέριο στο ρωσικό νόμισμα. Τέτοιες κινήσεις θα μπορούσαν επίσης να ωθήσουν τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τον σημερινό δισταγμό τους σχετικά με την επιβολή δευτερογενών κυρώσεων, αυξάνοντας περαιτέρω τους παγκόσμιους οικονομικούς κινδύνους, εάν η Ρωσία μειώσει πρώτη τις εξαγωγές πετρελαίου.
- Εξελίξεις που δεν σχετίζονται με την Ουκρανία: Πολιτικές αναταραχές σε Λιβύη, Βραζιλία ή Ιράκ αλλά και μια πυρηνική κρίση με επίκεντρο το Ιράν.
ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, ο πιο έντονος κίνδυνος θα παραμείνει μια ξαφνική και εκτεταμένη διακοπή των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, η οποία είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διστάζουν να αυξήσουν την παραγωγή τους. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα λειτουργούν ουσιαστικά ως η κεντρική τράπεζα για την παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου. Είναι επίσης οι μόνες δύο χώρες με σημαντική πλεονάζουσα ικανότητα να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου τους. Οι γείτονες του Αραβικού Κόλπου πιθανώς επιδιώκουν να προετοιμαστούν σε περίπτωση που η Ρωσία περιορίσει τις εξαγωγές πετρελαίου και στείλει τις τιμές στα ύψη σε αντίποινα για τις δυτικές κυρώσεις ή/και σε μια προσπάθεια να αποκτήσει μοχλό πίεσης έναντι της Ουκρανίας και της Δύσης στις διαπραγματεύσεις.