Παρακολουθώντας κανείς τις ειδήσες, έχει συχνά την αίσθηση πως τα μόνα νέα που αναφέρονται αφορούν φριχτά και καταθλιπτικά γεγονότα. Γιατί τα ΜΜΕ επικεντρώνονται στα αρνητικά της ζωής και όχι στα θετικά; Και πώς θα μπορούσε να επηρεάσει τους αναγνώστες και τηλεθεατές αυτή η καταθλιπτική οπτική;
Αυτή η παρατήρηση δεν συνεπάγεται πως συμβαίνουν μόνο άσχημα γεγονότα. Ίσως οι δημοσιογράφοι αναφέρουν τα αρνητικά νέα διότι μια ξαφνική καταστροφή είναι πιο συναρπαστική από ένα καλό νέο. Ή θα μπορούσε να ισχύει πως οι αρχισυντάκτες πιστεύουν ότι οι κυνικές αναφορές των διαφθαρμένων πολιτικών ή των άτυχων γεγονότων είναι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες. Όμως, μια άλλη πιθανότητα, είναι πως, οι αναγνώστες ή θεατές, έχουν εκπαιδεύσει τους δημοσιογράφους σε τέτοιου είδους γεγονότα. Πολλοί άνθρωποι συχνά λένε ότι θα προτιμούσαν να ακούν καλές ειδήσεις, όμως ισχύει στην πραγματικότητα αυτό;
Για να εξεταστεί αυτή η εκδοχή, οι ερευνητές Marc Trussler και Stuart Soroka πραγματοποίησαν ένα πείραμα στο McGill University στον Καναδά. Ήταν δυσαρεστημένοι με το τελευταίο τους πείραμα για με το πώς οι άνθρωποι επηρεάζονται από τις ειδήσεις. Έτσι η ομάδα αποφάσισε να δοκιμάσει μια νέα στρατηγική: την εξαπάτηση.
Η παραπλανητική ερώτηση
Οι ερευνητές κάλεσαν τους συμμετέχοντες από το πανεπιστήμιο τους, να έρθουν στο εργαστήριο για «μια μελέτη παρακολούθησης ματιών». Πρώτα, ζητήθηκε από τους εθελοντές να επιλέξουν μερικά θέματα από την πολιτική και να τα διαβάσουν από μια ιστοσελίδα. Τότε, μια φωτογραφική μηχανή θα μπορούσε να κάνει κάποιες βασικές μετρήσεις μέσω της παρακολούθησης των ματιών. Ήταν σημαντικό, τους είπαν, ότι έπρεπε να διαβάσουν με προσοχή τα άρθρα, έτσι ώστε να βγουν ακριβείς οι μετρήσεις, χωρίς να έχει σημασία τι διαβάζουν.
Οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν ένα σύντομο βίντεο και στη συνέχεια απάντησαν σε ερωτήσεις για το είδος των πολιτικών ειδήσεων που ήθελαν να διαβάσουν.
Τα αποτελέσματα του πειράματος, όπως και τα γεγονότα που είχαν διαβάσει ήταν καταθλιπτικά. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες είχαν επιλέξει ιστορίες με αρνητικό τόνο, διαφθορά, πισώπλατες μαχαιριές, υποκρισία και ούτω καθεξής. Εκείνοι που ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επικαιρότητα και την πολιτική συνήθως επέλεγαν τα άσχημα νέα. Κι όμως, όταν ρωτήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι δήλωσαν ότι προτιμούν μια καλή είδηση. Κατά μέσο όρο, είπαν ότι τα ΜΜΕ ήταν πολύ επικεντρωμένα στις αρνητικές ειδήσεις.
Επικίνδυνη αντίδραση
Οι ερευνητές παρουσιάζουν το πείραμα τους ως στοιχείο της λεγόμενης «αρνητικής προκατάληψης», όρος των ψυχολόγων για την μεγάλη μας δίψα να ακούμε και να θυμόμαστε τις αρνητικές ειδήσεις.
Η θεωρία αυτή δεν καταγράφει μόνο την ικανοποίηση από την κακοτυχία, αλλά μας δίνει την εντύπωση πως μπορούμε να εξελίξουμε την αντίδραση μας απέναντι σε κάποιες πιθανές απειλές. Τα άσχημα νέα θα μπορούσαν να είναι ένα σημάδι ότι χρειάζεται να αλλάξουμε κάτι που κάνουμε για να αποφύγουμε τον κίνδυνο.
Aπό αυτή την θεωρία, υπάρχει μια απόδειξη ότι οι άνθρωποι ανταποκρίνονται ταχύτερα στις αρνητικές λέξεις. Σε εργαστηριακά πειράματα, όταν αναβοσβήνουν οι λέξεις «καρκίνος», «βόμβα», «πόλεμος» και πρέπει ο συμμετέχων να πατήσει ένα κουμπί για να απαντήσει σε μια ερώτηση, εκείνος θα πατήσει πιο γρήγορα το κουμπί της λέξης με την αρνητική σημασία, παρά των λέξεων όπως «μωρό». «χαμόγελο», «διασκέδαση». Είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε τις αρνητικές λέξεις πιο γρήγορα από τις θετικές.
Επομένως, η επαγρύπνηση μας είναι ο μόνος τρόπος για να αντιδράσουμε πιο γρήγορα σε κάποια απειλή; Ίσως όχι.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή των ερευνητών: Δίνουμε προσοχή σε κακές ειδήσεις, γιατί στο σύνολό τους πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι χειρότερος από ότι πραγματικά φαίνεται. Όταν πρόκειται για τη δική μας ζωή, οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε ότι είμαστε οι καλύτεροι από το μέσο όρο και όπως στις ταινίες, περιμένουμε τα πράγματα να έχουν καλό τέλος. Αυτή η ευχάριστη όψη του κόσμου κάνει τα άσχημα νέα ακόμη πιο ενδιαφέροντα. Έτσι η έλξη μας προς τις κακές ειδήσεις, είναι τελικά, πιο περίπλοκη από τον απλό δημοσιογραφικό κυνισμό.