Η απόφαση για τον τερματισμό ενός γάμου είναι συνήθως δύσκολη, και τα ζευγάρια περνούν μήνες, ακόμα και χρόνια, ενδοσκόπησης προτού αποφασίσουν να προχωρήσουν στο χωρισμό. Είναι ξεκάθαρο πάντως το ποιος κάνει το πρώτο βήμα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, οι γυναίκες ζητούν διαζύγιο πιο συχνά από τους άντρες.
Στις ετερόφυλες σχέσεις στη Δύση, οι γυναίκες είναι εκείνες που δρουν καταλυτικά σε τεράστιο ποσοστό των διαζυγίων. Συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, όπου το συναινετικό διαζύγιο είναι νόμιμο σε όλες τις Πολιτείες, κάποιες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό αυτό σε 70%. Στις περιπτώσεις που οι γυναίκες έχουν ανώτατο επίπεδο μόρφωσης, το ποσοστό ανέρχεται σε 90%. Στην Αγγλία και στην Ουαλία, το 2019, το ποσοστό των διαζυγίων που αιτήθηκαν γυναίκες ανερχόταν σε 62%.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το διαζύγιο ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο πριν από το 1914, με μόνο ένα διαζύγιο ανά 450 γάμους την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Σήμερα περισσότερα από 100.000 ζευγάρια παίρνουν διαζύγιο κάθε χρόνο, και στις ΗΠΑ, περίπου οι μισοί γάμοι καταλήγουν σε διαζύγιο.
Γιατί οι γυναίκες ζητούν πρώτες διαζύγιο
Όπως εξηγεί η Χάιντι Καρ, ψυχολόγος και ειδική στην ενδοοικογενειακή βία στο Κέντρο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης (Education Development Center) με βάση τις ΗΠΑ, δεν αποτελεί σύμπτωση που η άνοδος των διαζυγίων συμπίπτει με την απελευθέρωση των γυναικών.
«Η οικονομική ανεξαρτησία είναι επιβεβλημένη προτού μια γυναίκα επιχειρήσει να φύγει από έναν γάμο, είτε είναι μόνη είτε με παιδιά. Είναι τρομερά δύσκολο να φύγει, εκτός εάν έχει τρόπο να κερδίζει χρήματα μόνη της», σημειώνει η Καρ. «Επίσης, επειδή οι ρόλοι των φύλων περιπλέκονται καθώς οι γυναίκες αρχίζουν να αποκτούν οικονομική ανεξαρτησία, είναι φυσικό να ανακύπτουν περισσότερες συγκρούσεις στον γάμο», προσθέτει η ίδια.
Με άλλα λόγια, η είσοδος των γυναικών στο εργατικό δυναμικό τούς έδωσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να φύγουν από γάμους στους οποίους ήταν δυστυχισμένες. Πλέον δεν παρέμεναν δέσμιες κακοποιητικών σχέσεων ή σε γάμους όπου δεν ικανοποιούνταν οι ανάγκες τους, και άρχισαν να ζητούν διαζύγιο σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Αυτό επίσης εξηγεί για ποιο λόγο γυναίκες με ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης είναι πολύ πιο πιθανό να τερματίσουν έναν γάμο. «Σε όλους τους πολιτισμούς, οι γυναίκες που μπορούν να στηρίξουν οικονομικά μόνες τους τον εαυτό τους, κάτι που συνήθως συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης, είναι πιο πιθανό να πάρουν την πρωτοβουλία να ζητήσουν διαζύγιο, απ’ ό,τι γυναίκες που δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους», λέει η Καρ.
Ωστόσο, μόνο η αυξανόμενη οικονομική ανεξαρτησία δεν εξηγεί για ποιο λόγο οι γυναίκες είναι πιθανόν να ζητήσουν πρώτες διαζύγιο. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό τους συνεχίζει να αυξάνεται και οι λόγοι ποικίλουν.
Για πολλές γυναίκες, οι προσδοκίες που έχουν όταν παντρεύονται διαψεύδονται. Σύμφωνα με τους ειδικούς, συχνά έχουν υψηλότερες προσδοκίες σχετικά με την ικανοποίηση των συναισθηματικών τους αναγκών από τον σύντροφό τους, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση μετά τον γάμο.
Η Γκίλζα Φορτ-Μαρτίνες, σύμβουλος γάμου στη Φλόριντα των ΗΠΑ, με ειδικότητα στην επίλυση διαφορών, αναφέρει πως οι άντρες συχνά μεγαλώνουν έχοντας χαμηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη από τις γυναίκες. Έτσι, οι γυναίκες συνήθως νιώθουν ότι δεν έχουν στήριξη από τον σύζυγο τους, και καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια για τη σχέση.
Επίσης, η συναισθηματική νοημοσύνη που διαθέτουν οι γυναίκες σημαίνει πως εντοπίζουν προβλήματα, και καθώς συνήθως είναι οι μόνες που ασχολούνται με τη σχέση, είναι οι πρώτες που ανακινούν ζητήματα, τα οποία ίσως καταλήξουν σε χωρισμό ή διαζύγιο.,
Επίσης συχνά οι παντρεμένοι άντρες έχουν πολλαπλά οφέλη από το γάμο, κάτι που δεν συμβαίνει συνήθως με τις γυναίκες. Αντιθέτως, εκείνες φέρουν το μεγαλύτερο βάρος του νοικοκυριού και της ανατροφής των παιδιών, και συχνά οι εργαζόμενες γυναίκες νιώθουν καταβεβλημένες και στρεσαρισμένες.
Επίσης, οι γυναίκες έχουν συνήθως περισσότερες στενές φιλίες από τους άντρες. Αυτό σημαίνει πως διαθέτουν καλύτερο σύστημα στήριξης τόσο για να συζητήσουν θέματα του γάμου τους, όσο και για να διευκολύνουν την επιστροφή σε μια ζωή χωρίς σύζυγο. Επίσης, αυτές οι φιλίες ίσως κάνουν το διαζύγιο να μοιάζει με μια πιθανή επιλογή. Σύμφωνα με μελέτες, εάν κάποιος πάρει διαζύγιο, οι πιθανότητες να κάνει το ίδιο και κάποιος στενός του φίλος ανεβαίνουν κατά 75%.
Οι γυναίκες συνήθως παίρνουν την κύρια επιμέλεια των παιδιών. Αυτό και μόνο τις διευκολύνει συναισθηματικά στη διαδικασία αίτησης διαζυγίου.
Η ζωή μετά το διαζύγιο
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης πως τα επίπεδα ευζωίας των αντρών σημειώνουν πολύ μεγαλύτερη πτώση έπειτα από ένα διαζύγιο. Στην πραγματικότητα, αυτό ίσως ισχύει για ένα χρονικό διάστημα. Αμέσως μετά το διαζύγιο, τα επίπεδα ευζωίας των αντρών μειώνονται περισσότερο και αναφέρουν μεγαλύτερα ποσοστά μοναξιάς.
Ωστόσο, με τον καιρό επέρχεται ισορροπία, και οι γυναίκες εξακολουθούν να υφίστανται πιο μακροχρόνιες επιπτώσεις, μεταξύ αυτών την απώλεια ενός σπιτιού, μειωμένα εισοδήματα και αυξημένο στρες ως μονογονείς.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως οι γυναίκες μετανιώνουν περισσότερο. Μόνο το 27% των γυναικών λέει πως μετανιώνει που πήρε διαζύγιο, σε σύγκριση με το 39% των αντρών. Οι περισσότερες γυναίκες προτιμούν τα προβλήματα που προκαλεί ένα διαζύγιο, παρά να παραμείνουν σε έναν γάμο όπου δεν είναι ευτυχισμένες.
Μια αίτηση διαζυγίου δεν είναι το ίδιο με τη λήξη ενός γάμου. Σύμφωνα με τις έρευνες, οι γυναίκες σε γάμους ετερόφυλων είναι πιο πιθανόν να πάρουν την πρωτοβουλία να χωρίσουν. Όμως, υπάρχουν και κάποιες που δεν το επέλεξαν, αλλά θέλουν ή είναι ανάγκη να ολοκληρωθεί και τυπικά η διαδικασία.
«Οι γυναίκες έχουν την τάση να είναι πιο κινητοποιημένες από τους άντρες ως προς την έκδοση διαζυγίου», λέει η Κέιτι Σπούνερ, συνέταιρος και επικεφαλής του τμήματος οικογενειακού δικαίου του δικηγορικού γραφείου Winckworth Sherwood στο Λονδίνο.
Σύμφωνα με τα αρχεία της, οι περισσότεροι άντρες είναι ικανοποιημένοι με το να μείνουν σε διάσταση, εκτός και εάν υπάρχει κάποια νέα σχέση ή είναι απολύτως απαραίτητο να διευθετηθούν τα οικονομικά τους ζητήματα. Για τις γυναίκες το διαζύγιο είναι επιτακτική ανάγκη, αφού πολλές φορές θα τις διευκολύνει οικονομικά.
«Το διαζύγιο παραμένει προϋπόθεση προκειμένου να προχωρήσουν στην επίλυση οικονομικών θεμάτων», λέει η Σπούνερ,. «Οι γυναίκες είχαν πάντα μεγαλύτερη ανάγκη να το κάνουν, εξαιτίας της πιο αδύναμης οικονομικά θέσης τους ή του ρόλου τους ως κύριου φροντιστή». Με άλλα λόγια, οι παντρεμένες γυναίκες συνήθως κερδίζουν πολύ λιγότερα από τους συζύγους τους. Είναι πολύ πιο πιθανόν να έχουν παραιτηθεί από την εργασία τους ή να δουλεύουν λιγότερες ώρες για να φροντίζουν τα παιδιά τους, ακόμα και αν ήταν εκείνες με το υψηλότερο εισόδημα.
Αυτό σημαίνει πως οι γυναίκες που είναι σε διάσταση κινδυνεύουν με οικονομικές δυσκολίες, επειδή μπορεί να μην έχουν νόμιμο δικαίωμα στα περιουσιακά στοιχεία ή σε διατροφή έως ότου εκδοθεί διαζύγιο. Το αίτημα για διαζύγιο ίσως είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσουν περιουσιακά στοιχεία, ακόμα και εάν δεν είχαν επιλέξει εκείνες να τερματίσουν τη σχέση.
Σημείο καμπής για να αρχίσουν να ζητούν οι γυναίκες διαζύγιο, στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το 1996, όταν τα οικοκυρικά αναγνωρίστηκαν ως συμβολή στον γάμο. Αυτό σήμαινε πως οι γυναίκες δικαιούνταν μεγάλο μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων.
Πριν από αυτό, στον/στη λιγότερο εύπορο/η σύζυγο (συνήθως στη γυναίκα, ειδικά εάν είχε εγκαταλείψει την καριέρα της) δινόταν μόνο διατροφή για τις βασικές ανάγκες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το πόσο συνεισέφερε στον γάμο με την εργασία της στο σπίτι.
Αυτή η ρύθμιση ισχύει πλέον σε πολλές χώρες, με αποτέλεσμα περισσότερες γυναίκες να εμφανίζονται αποφασισμένες να πιέσουν για ένα διαζύγιο σε περίπτωση ενός χωρισμού, ώστε να πάρουν το μερίδιο που δικαιούνται από τα περιουσιακά στοιχεία του αντρόγυνου.
Το διαζύγιο μετά τα 50, το διαζύγιο των ασημένιων μαλλιών, «silver split», βρίσκεται επίσης σε άνοδο, με τους αριθμούς να έχουν διπλασιαστεί σε σχέση με το 1990, στις ΗΠΑ. Στην Ιαπωνία ονομάζεται «σύνδρομο του συνταξιούχου συζύγου», όπου περιγράφει την επιστροφή στο σπίτι του συζύγου που έλειπε χρόνια για «δουλειά». Ο σύζυγος επιστρέφει αλλά εκείνη έχει πάψει να τον περιμένει. Οι στατιστικές δείχνουν ότι το 66% αυτών των διαζυγίων ξεκινάει πάλι από τις γυναίκες.