Γράφει ο Ceteris Paribus
Μιλώντας διαρκώς για «απαιτήσεις των δανειστών», ξεχνούμε συχνά πως αυτές οι απαιτήσεις δεν απορρέουν μόνο από συγκεκριμένους υπολογισμούς για το ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και από «γυμνά» συμφέροντα: η εσωτερική υποτίμηση σημαίνει πως σημαντικά εθνικά assets υποτιμώνται σημαντικά και πως συγκεκριμένες μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού επιδιώκουν την απόκτησή τους σε χαμηλή τιμή. Σε αυτό το «χορό» των εξαγορών, το κρατικό μάνατζμεντ της Γερμανίας και της Γαλλίας κατά πρώτο λόγο, αλλά και της Κίνας, της Ιταλίας κ.λπ. έχει σαφές πλεονέκτημα. Αν πρόκειται για αεροδρόμια, διαχείριση υδάτων, λιμάνια, σιδηρόδρομους και λοιπές τέτοιου είδους υποδομές, το ΔΝΤ απλούστατα δεν έχει λόγο. Αν όμως πρόκειται για τις τράπεζες, το ζήτημα αλλάζει…
Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη όταν πρόκειται να εξετάσουμε γιατί το ΔΝΤ επιμένει -βάσει όσων απορρέουν από το ρεπορτάζ- να ζητεί άμεση, δηλαδή επείγουσα, διενέργεια ελέγχων κεφαλαιακών ελέγχων στις τράπεζες, εκτιμώντας ότι χρειάζονται άμεσα μεγάλη κεφαλαιακή ενίσχυση. Διότι η σκέψη πως οι διάφορες τάσεις των δανειστών εκπροσωπούν μόνο τεχνοκρατικές αντιλήψεις για το ελληνικό πρόγραμμα κι όχι και συμφέροντα, αλλά και πως οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύονται μόνο το πρόγραμμα καθεαυτό κι όχι και απαιτήσεις συμφερόντων που στοιχίζονται πίσω από τις τάσεις των δανειστών, είναι μάλλον ρηχή για να μην πούμε αφελής. Η πραγματική ζωή είναι ωμά ρεαλιστική…
Τράπεζες: το τελευταίο μεγάλο διαρθρωτικό ζήτημα
Καθώς έχει ολοκληρωθεί σε γενικές γραμμές ο κύκλος της δημοσιονομικής προσαρμογής και καθώς η ελληνική οικονομία βγαίνει από τον κύκλο της ύφεσης, ήρθε η ώρα για να αντιμετωπιστεί με έναν «οριστικό» τρόπο το ζήτημα των τραπεζών. Μέχρι τώρα, το ελληνικό πρόγραμμα ήταν ένα πρόγραμμα παράλληλο αλλά και πλήρως σχετιζόμενο με τις διαδοχικές προσπάθειες στήριξης των τραπεζών. Μάλιστα, η στήριξή τους ξεκίνησε πριν το πρώτο μνημόνιο, ήδη από το 2008, με το πρώτο «πακέτο» στήριξης, επί υπουργίας Γιώργου Αλογοσκούφη. Το πρώτο μεγάλο «πακέτο» στήριξης των τραπεζών από το πρόγραμμα ήρθε με το δεύτερο χρηματοδοτικό «πακέτο»-δεύτερο μνημόνιο, το οποίο προέβλεπε 50 δισ. ευρώ γι’ αυτό το σκοπό. Αυτή η ανακεφαλαίωση με δημόσιο χρήμα είχε αποτέλεσμα να αποκτήσει το Δημόσιο το μεγάλο πλειοψηφικό «πακέτο» των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας παρέμενε οξύ. Με την ανακεφαλαίωση του Δεκεμβρίου 2015, οι τράπεζες πέρασαν ξανά στα χέρια ιδιωτών.
Είναι κοινό μυστικό ότι, παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας δεν έχει ακόμη λυθεί. Γι’ αυτό, κεντρικό ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης ήταν ο μηχανισμός διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
Με συνολικό ύψος «κόκκινων» δανείων λίγο πάνω από 100 δισ. ευρώ, η διαχείριση-«εκκαθάρισή» τους θα είναι ένα τεράστιο πρότζεκτ. Μέσα σε αυτό, υπάρχει ένα δεύτερο, επίσης τεράστιο, πρότζεκτ: η διαχείριση-εκκαθάριση υπερχρεωμένων στις τράπεζες επιχειρήσεων. Οι τράπεζες έχουν εδώ πραγματική δύναμη: να επιβάλουν διαδικασίες εξυγίανσης, αλλαγής διοίκησης, αλλαγής ιδιοκτησίας ή και εκκαθάρισης. Σε αυτές τις επιχειρήσεις περιλαμβάνονται μεγάλες κατασκευαστικές, επιχειρήσεις των μίντια, ξενοδοχειακές, real estate…
Εδώ το «ένστικτο» του συμφέροντος κινητοποιείται αναπόδραστα…
Ποιο είναι λοιπόν το βασικό ζήτημα; Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στο ελληνικό πρόγραμμα, το ΔΝΤ απέρχεται ενώ οι Ευρωπαίοι όχι μόνο θα μείνουν αλλά θα είναι και οι αποκλειστικοί διαχειριστές του προγράμματος. Επομένως, το ΔΝΤ δεν μπορεί να περιμένει, ενώ οι Ευρωπαίοι μπορούν. Για το ΔΝΤ και όποια συμφέροντα στοιχίζονται πίσω του, η τρίτη αξιολόγηση είναι η τελευταία ευκαιρία να συμμετάσχουν σε ένα μεγάλο πρότζεκτ του ελληνικού προγράμματος με επιχειρηματικά επίζηλο «αντικείμενο»…
Το ερώτημα είναι αν το ΔΝΤ «παζαρεύει» πραγματικά σε αυτό το ζήτημα ή η «φασαρία» που σηκώνει είναι εντελώς προσχηματική με στόχο να θεμελιώσει το άλλοθι της αποχώρησης. Αν «παζαρεύει» πραγματικά, αυτό θα σήμαινε ότι το συζητάει σοβαρά να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα και παζαρεύει κάποια ανταλλάγματα. Σε αυτή την περίπτωση, τον πρώτο λόγο θα είχαν Γερμανοί και Γάλλοι. Αν απλώς κατασκευάζει άλλοθι αποχώρησης, τότε απομένουν τα ερωτήματα: θέλει να φύγει πρόωρα, με αφορμή την τρίτη αξιολόγηση, ή με τη στάση του θα οδηγήσει σε παρέλκυση τις διαπραγματεύσεις ώστε τελικά τα αντικείμενα της τρίτης αξιολόγησης να γίνουν ένα ενιαίο «πακέτο» με τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν τη συνέχεια του ελληνικού προγράμματος ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος τον Αύγουστο του 2018;
Μέχρι πρόσφατα, όλες οι πληροφορίες μιλούσαν για πρόωρη και μάλιστα συναινετική έξοδο του ΔΝΤ, με αφορμή την τρίτη αξιολόγηση, δηλαδή τους επόμενους λίγους μήνες. Τώρα, οι δεύτερες σκέψεις είναι υποχρεωτικές: μια συνολική διαπραγμάτευση προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες για επωφελή «παζάρια»…
ΕΚΤ, Κομισιόν, Βερολίνο
Μέχρι τώρα, στις απαιτήσεις του ΔΝΤ για άμεσους κεφαλαιακούς ελέγχους στις ελληνικές τράπεζες εξέφρασαν την «κάθετη» αρνητική τους άποψη δημοσίως η ΕΚΤ και η Κομισιόν – η τελευταία εντελώς πρόσφατα με δηλώσεις της εκπροσώπου της κ. Αννίκα Μπράιτχαρτ. Ωστόσο, όπως έχει δείξει η πείρα, πριν μιλήσει το Βερολίνο, τίποτε δεν είναι «έγκυρο». Σύμφωνα με πληροφορίες, στην κυβέρνηση φοβούνται σφόδρα ότι το Βερολίνο μπορεί να αξιοποιήσει «διακριτικά» τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για να κάνει το δικό του «παιχνίδι» – όπως έκανε σχεδόν πάντα μέχρι σήμερα. Διότι το «ελληνικό ζήτημα» προβάλλεται πάντα στο ευρύτερο ζήτημα της λεγόμενης ευρωπαϊκής «αρχιτεκτονικής», όπου το Βερολίνο έχει πάντα τις δικές του επιδιώξεις και ανοιχτές διαφωνίες με την Κομισιόν, τις Γαλλία-Ιταλία, αλλά και την ΕΚΤ…
Αυτά είναι ζητήματα που θα μας απασχολήσουν ξανά και ξανά τους επόμενους μήνες. Για την ώρα, ας ξαναγυρίσουμε στις τράπεζες για να ολοκληρώσουμε το παρόν σχόλιο: Η συγκυρία στην οποία διατυπώνονται οι απαιτήσεις του ΔΝΤ είναι αυτή στην οποία οι ειδήσεις από το χώρο των τραπεζών είναι θετικές: τον Αύγουστο έγινε νέο μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της απεξάρτησής τους από τον ELA (η σχετική χρηματοδότηση μειώθηκε κατά 5 δισ. ευρώ, όσο είχε μειωθεί σε ολόκληρο το πρώτο 7μηνο του έτους), οι καταθέσεις ανακάμπτουν, ενώ πωλήσεις θυγατρικών του εξωτερικού συν καταθέσεις καλύπτουν τα 5 δισ. ευρώ μείωσης του ELA.
Παρ’ όλα αυτά, στενά τεχνοκρατικά, το ΔΝΤ έχει δίκιο «επί της αρχής»: το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών παραμένει. Όμως, η διενέργεια άμεσων, δηλαδή επειγόντων, κεφαλαιακών ελέγχων θα έχει το προφανές αναμενόμενο αποτέλεσμα να προκαλέσει μια χρηματιστηριακή -και όχι μόνο- βύθιση των τραπεζών και ίσως και μια τραπεζική κρίση, που δεν θα μείνει μόνο τραπεζική. Είναι τόσο προφανές αυτό, ώστε να είναι από μόνο του «ύποπτο»…
Η ελληνική οικονομία γνώρισε για επτά συναπτά έτη τις… περιποιήσεις του «δόγματος του σοκ». Είναι υπεραρκετά…
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα αποδώσει η δρομολογημένη διαδικασία διαχείρισης-«εκκαθάρισης» των «κόκκινων» δανείων. Εδώ η λογική λέει ότι «ο χρόνος θα δείξει». Κι ότι μέχρι να αποκτηθεί κάποια σαφής ιδέα για το πώς προχωράει το πράγμα, το «κλίμα» δεν πρέπει να χαλάσει.
Οι νέοι κεφαλαιακοί έλεγχοι για τις ελληνικές τράπεζες θα γίνουν το 2018, επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία η ΕΚΤ. Η σύμβαση του ΔΝΤ λήγει μαζί με το πρόγραμμα το 2018. Ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή «αρχιτεκτονική», θα δρομολογηθεί ύστερα από τις γερμανικές εκλογές και με ορίζοντα από το 2018 και ύστερα. Όλα οδηγούν στο «μεγάλο ξεκαθάρισμα» του 2018…