Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Ένα από τα χαρακτηριστικά του πρόσφατου ανασχηματισμού ήταν και το γεγονός πως δεν επιβεβαίωσε το πολυσυζητημένο άνοιγμα προς το χώρο των προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ στελεχών, όπως για παράδειγμα η Μαριλίζα Ξενογιανακοπούλου ή ο Χάρης Καστανίδης. Επιπλέον, οι προερχόμενοι επίσης από το ΠΑΣΟΚ, Τζάκρη και Μπόλαρης έμειναν εκτός κυβερνητικού νυμφώνος. Θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει την επιλογή αυτή σε μια πολιτική «κομματικής περιχαράκωσης» του ΣΥΡΙΖΑ και ως ένα βαθμό έτσι αιτιολογήθηκε.
Παρ’ όλα αυτά, οι ενδείξεις και οι πληροφορίες που υπάρχουν δείχνουν πως πρόκειται για κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και πιο βαθύ. Ο Τσίπρας περιόρισε τη συμμετοχή των «πασοκογενών» στο κυβερνητικό σχήμα για να μην ενοχληθεί το ΠΑΣΟΚ!
Αυτό δεν έγινε διότι αποφάσισε ξαφνικά ο Τσίπρας να συμπεριφερθεί «με το γάντι» στη Φώφη. Η άκρη του νήματος πάει πιο μακριά και συγκεκριμένα στους δύο «νέους φίλους» που είχε κάνει ο Τσίπρας από τη 17ωρη διαπραγμάτευση το καλοκαίρι του 2015 και μετά, δηλαδή τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τον Πρόεδρο του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Αυτός ο γαλλογερμανικός άξονας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ανέλαβε την υποστήριξη του «ριζοσπάστη αριστερού» Αλέξη Τσίπρα, σε μια κατεύθυνση σοσιαλδημοκρατικοποίησης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Εξού και οι προσκλήσεις και οι συμμετοχές του Τσίπρα στις συνάξεις των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών. Ήταν η εποχή που οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες πίστεψαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει το «νέο ΠΑΣΟΚ».
Η εξέλιξη των πραγμάτων ωστόσο έδειξε πως αυτό δεν είναι ούτε κάτι απλό, ούτε κάτι εύκολο. Έμεινε θολό αν ο Τσίπρας το θέλει και απλά δεν μπορεί ή αν αντίθετα δεν το μπορεί γιατί δεν το θέλει. Σε κάθε περίπτωση ο Τσίπρας διέψευσε τις προσδοκίες του Ολάντ και του Σουλτς ως ένας «χαρισματικός ηγέτης» που θα μπορούσε αφενός να είναι ένας αξιόπιστος διαχειριστής του συστήματος και ταυτόχρονα να διατηρήσει τα ερείσματα της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία. Η διαχειριστική αμηχανία και οι κυβερνητικές παλινωδίες σε συνδυασμό με τη δημοσκοπική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά κι ένα συνέδριο που απείχε έτη φωτός από τη σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη που προσδοκούσαν οι ευρωπαίοι, οδήγησε τους «όψιμους φίλους» του Αλέξη Τσίπρα να παίρνουν όλο και πιο διακριτικές αποστάσεις από το ίδιο και την πολιτική της κυβέρνησής του. Δεν είναι τυχαίο ότι στο βιβλίο του ο Ολάντ «κάρφωσε» τον Τσίπρα για συζητήσεις με τους Ρώσους περί εκτύπωσης δραχμών, όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Σουλτς στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό ήταν «ήξεις – αφίξεις» περί του ζητήματος του χρέους.
Το μήνυμα λοιπόν υπήρξε σαφές προς τον Τσίπρα: «Αφού δεν μπορείς να κάνεις τον ΣΥΡΙΖΑ ένα ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βρες τα με το ΠΑΣΟΚ». Και το πρώτο βήμα ήταν ακριβώς αυτό. Να μη γίνουν τοποθετήσεις στη κυβέρνηση τέτοιες που θα ενοχλούσαν το ΠΑΣΟΚ και θα ενθάρρυναν φιλοδοξίες διαφόρων πασοκογενών επαγγελματιών της πολιτικής.
Όμως ενδιαφέρουσα στάση έναντι του ΠΑΣΟΚ κρατάει και η άλλη πλευρά, η ΝΔ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει όλο και πιο καθαρό πως δεν είναι στις προθέσεις του να δώσει «στέγη» στα «ορφανά» του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Οι φιλοδοξίες πολλών εξ αυτών για επιστροφή τους «στα πράγματα» μέσω της εκλογικής νίκης της ΝΔ, φαίνεται πως ψαλιδίζονται άγρια, καθώς ο Μητσοτάκης εκτιμά και σωστά πως δεν έχουν τίποτα στην ουσία να του προσφέρουν εφόσον έχει τον αέρα της άνετης επικράτησης και περισσότερο σαν βαρίδια θα λειτουργούσαν αν τους επιβίβαζε στο τραίνο της εξουσίας. Κι ακριβώς γι αυτό δεν θα το κάνει.
Με βάση τα παραπάνω το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν δέχεται αυτή την αμφίπλευρη πίεση και έχει την ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί και ιδεολογικά και πολιτικά και οργανωτικά. Αν την αξιοποιήσει σωστά μπορεί να αναδειχθεί σε πραγματικό ρυθμιστή των εξελίξεων, ειδικά τώρα που οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες «σύντροφοι» παύουν να βλέπουν το ΠΑΣΟΚ ως ένα «καμένο χαρτί» αλλά σαν ένα πολύτιμο «μπαλαντέρ» που μπορεί να δράσει ως καταλύτης. Κι αυτό φαίνεται ήδη και θα αρχίσει να φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα στο επόμενο διάστημα.
Προσωπικά θεωρώ πως η δημοσκόπηση του ΠΑΜΑΚ αδικεί το ΠΑΣΟΚ. Εκτιμώ, με βάση δεδομένα και πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου, πως αυτή τη στιγμή το ΠΑΣΟΚ κινείται πέριξ του 8% και με τις σωστές πρωτοβουλίες, όπως και με τη συναισθηματική συσπείρωση που μπορεί να πετύχει όταν ανοίξει ο δρόμος για τις κάλπες, θα καταφέρει τελικά να γράψει διψήφιο ποσοστό.