Η κατανάλωση οίνου και ειδικότερα εμφιαλωμένου, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Εν μέσω δυσμενών οικονομικών συνθηκών βεβαίως, που ωστόσο ήρθαν να αναδείξουν μια χρόνια «παθογένεια» του κλάδου: τις εξαιρετικά υψηλές τιμές πώλησης του προϊόντος, κυρίως στην εστίαση.
Ο κ. Χρήστος Μάρκου, της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), υπήρξε εξαιρετικά σαφής όταν προέβαλε ως επιτακτική ανάγκη να δούμε ως χώρα «σοβαρά το θέμα των υψηλών τιμών, διότι κινδυνεύει όλος ο κλάδος», υπονοώντας παράλληλα πως οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και τα θεσμοθετημένα όργανα της εποπτείας της αγοράς αδρανούν.
Δανειζόμαστε τα λόγια του: «έχουμε υποβάλει ένα μνημόνιο για ελέγχους και εποπτεία εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας από την παραγωγή, το εμπόριο έως την τελική διάθεση στον καταναλωτή. Είναι απαραίτητο να υπάρξει εποπτεία στην αγορά και να λειτουργήσουν τα θεσμικά όργανα όπως για παράδειγμα η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μόλις φέτος το ΣΔΟΕ ξεκίνησε να κάνει κάποιους ελέγχους…».
Το κρασί, ένα παραδοσιακό και σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν μας, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα υψηλών τιμών και εξωφρενικών αποκλίσεων από τον παραγωγό στον τελικό καταναλωτή.
Ο αμπελουργός πωλεί προς 39 λεπτά το κιλό το σταφύλι και το εμφιαλωμένο κρασί φτάνει στον καταναλωτή στα 10, 14 και 16 ευρώ! Ή ο οινοποιός πουλά προς 70 λεπτά το κιλό το χύμα κρασί και φτάνει προς 6, 7 ή 8 ευρώ στον καταναλωτή! Για σύγκριση με τιμές στο εξωτερικό ούτε λόγος…
Την ίδια ώρα το χιλιανό κρασί διανύει χιλιάδες χιλιόμετρα και φτάνει πολλές φορές φθηνότερο από το δικό μας στο τραπέζι μας. Ε, εντάξει, οι αρμόδιοι επί των τιμών μπορεί να μην πάνε σούπερ μάρκετ, στα εστιατόρια που επισκέπτονται ουδέποτε τους προβλημάτισε η τιμή που πληρώνουν το κρασί; Εκτός πια και αν παίζουν στις πολύ υψηλές κατηγορίες, οπότε τα 15,16 ευρώ τους φαίνονται και λίγα.