Είναι κοινή πεποίθηση πλέον ότι η οικονομία της χώρας οφείλει να μπει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων. Μάλιστα, αυτές οι μεταρρυθμίσεις που χρόνια τώρα έχουν γίνει σημαία των εκάστοτε κυβερνήσεων, πρέπει να αποτελέσουν το κύριο μονοπάτι διεξόδου από τη συνεχιζόμενη ύφεση και κρίση.
Είναι επίσης κοινός τόπος ότι σε αυτή τη διαδικασία δε χωρούν πλέον ημίμετρα, δηλαδή μεταρρυθμίσεις με το ένα μάτι στην ανάκαμψη και το άλλο στο πολιτικό κόστος. Εάν η Ελλάδα επιθυμεί ουσιαστικές αλλαγές και πρόοδο, βασισμένες σε ευρωπαϊκά πρότυπα ρυθμισμένης ελεύθερης αγοράς και υγιούς ανταγωνισμού, τότε οφείλει να αλλάξει τα κακώς κείμενα και να εγκαταλείψει τις «ασκήσεις ισορροπίας».
Όσο η Ελληνική Κυβέρνηση μένει εγκλωβισμένη, σε αδιέξοδες πολιτικές, τις γνωστές σε όλους μας παθογένειες που δεν ευνοούν την ισονομία και τον υγιή ανταγωνισμό, αλλά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε δημιουργία καρτέλ και μονοπωλίων που επί χρόνια εμποδίζουν την ανάπτυξη και το συλλογικό συμφέρον, τόσο το πρόβλημα θα διογκώνεται.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας παθογένειας και εμμονής σε λανθασμένες πολιτικές αποτελεί η πολιτική που ακολουθείται με τον ΟΠΑΠ. Εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις σύρονται πίσω από το πολιτικό κόστος, προσπαθώντας να διατηρήσουν τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε επιχειρηματικά συμφέροντα που διατηρούν προνομιακή σχέση με τον Οργανισμό, εμμένοντας στο να δημιουργούν ένα γίγαντα με πήλινα πόδια. Εγκλωβισμένη στη συνήθη πρακτική της, η ελληνική πολιτεία, αλλά και υπό τον εκβιασμό των δανειστών για αύξηση των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, συνεχίζει να αγνοεί το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τη Συνθήκη της ΕΕ, «προικοδοτώντας» μια εισηγμένη ιδιωτική πλέον εταιρεία με όλα τα προνόμια ενός κρατικού «μονοπωλίου» το οποίο ουσιαστικά δεν έχει ανταποδοτικά οφέλη για τη χώρα ούτε αξιοποιεί τις δυνατότητες που προσφέρει η υγιής λειτουργία του.
Μάλιστα, είναι τέτοια η εμμονή στο λάθος από την πλευρά των διοικούντων, που ενώ πλησιάζει η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για το κατά πόσο το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ είναι εναρμονισμένο με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και ενώ ήδη η νομιμότητα του μονοπωλίου έχει αμφισβητηθεί ανοιχτά από τη εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο, αλλά και από το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο και παρέπεμψε την υπόθεση στο ΔΕΕ από το 2011, το μονοπώλιο αυτό επεκτείνεται δημιουργώντας τεράστια σύγχυση αναφορικά με την επικείμενη ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού αλλά και τη ρύθμιση της ελληνικής αγοράς τυχερών παιχνιδιών.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αφενός, κατά πόσο εξυπηρετεί την ανταγωνιστικότητα της χώρας το να αγνοείται η νομιμότητα και να επιλέγει η Κυβέρνηση να πάει από ένα κρατικό μονοπώλιο με αδιαφορία για τους κανόνες (σε ότι αφορά τη διαφήμιση, το δημόσιο έλεγχο, την προστασία του καταναλωτή κλπ) σε ένα ιδιωτικό μονοπώλιο με τους ίδιους όρους; Αφετέρου, δεν ενδιαφέρεται το οικονομικό επιτελείο για την προσπάθεια εναρμονισμού της χώρας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα λειτουργίας των αγορών;
Εν τέλει, μας ενδιαφέρει ή όχι μια διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων με όρους κοινά αποδεκτούς και με γνώμονα το όφελος της χώρας, της επιχειρηματικότητας και των καταναλωτών, χωρίς «πίτες» για λίγους;
Ο στόχος ενίσχυσης των επενδύσεων και της εισροής κεφαλαίων δεν εξυπηρετείται με τη διατήρηση αδιαφανών μονοπωλίων και μαύρων αγορών. Χρειάζεται επιτέλους να υιοθετήσουμε μια λογική δίκαιης και αποτελεσματικής ρύθμισης των αγορών και οι όποιες ιδιωτικοποιήσεις να προχωρήσουν πάνω σε αυτή τη λογική. Αλλιώς, η κυβερνητική ρητορική περί μεταρρυθμίσεων αποδεικνύεται προπέτασμα καπνού για να κρύψει την επιλεκτική προστασία συγκεκριμένων συμφερόντων.