Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Το φθινόπωρο του 2011 ανατράπηκε ένας πρωθυπουργός επειδή ανήγγειλε ένα δημοψήφισμα – που τελικά δεν έγινε, ακριβώς γιατί ανατράπηκε ώστε να μη γίνει… Πολλοί αναρωτήθηκαν -και ακόμη αναρωτιούνται- για ποιο λόγο η ευρωπαϊκή ελίτ εξεμάνη τότε σε τέτοιο βαθμό με την απόφαση για ένα δημοψήφισμα – φοβήθηκαν άραγε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα ήταν αρνητικό; Ο Γιώργος Παπανδρέου διαβεβαιώνει ακόμη και σήμερα ότι το δημοψήφισμα δεν θα διεξαγόταν πάνω στο ερώτημα «μέσα ή έξω από το ευρώ» αλλά πάνω στο ερώτημα «υπέρ ή κατά της συμφωνίας με τους δανειστές (δηλαδή υπέρ ή κατά του δεύτερου μνημονίου)». Ωστόσο, είναι προφανές ότι το ερώτημα για το ευρώ θα ήταν όχι μόνο στο φόντο αλλά ουσιαστικά σε πρώτο πλάνο σε περίπτωση που διεξαγόταν τελικά το δημοψήφισμα.
Το ζήτημα του δημοψηφίσματος τέθηκε ξανά, από πολλά κεντρικά στελέχη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Μόλις πρόσφατα, τις μέρες πριν το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας 9ης Μαΐου, το έθεσε ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Γιάννης Βαρουφάκης, λέγοντας ότι αν στο Eurogroup δεν γινόταν δεκτή η ελληνική πρόταση, το δημοψήφισμα ή οι εκλογές ήταν μέσα στις επιλογές.
Οι αντιδράσεις της ευρωπαϊκής ελίτ στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ή εκλογών, είναι για μία ακόμη φορά βίαιες. Τα γερμανικά ΜΜΕ, αλλά και Γερμανοί αξιωματούχοι, έχουν στοχοποιήσει τον κ. Βαρουφάκη και, κινούμενοι στα όρια της διπλωματικής ευπρέπειας, ζητούν σχεδόν ευθέως την αντικατάστασή του. Σε τέτοιο σημείο, ώστε να αναγκαστεί ο πρωθυπουργός να απαντήσει στη γνωστή συνέντευξή του στο Spiegel το αυτονόητο: ότι όπως η ελληνική κυβέρνηση δεν θα υποδείξει ποιος πρέπει να είναι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, έτσι δεν θα δεχτεί υποδείξεις για το ποιος θα είναι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών.
Η προερχόμενη από κέντρα της Ευρωζώνης πίεση για απομάκρυνση του κ. Βαρουφάκη είναι όμως γενικότερη. Του καταλογίζουν ότι «κάνει μπάχαλο» τα Eurogroup, του καταλογίζουν «θρασύτητα» και «επιθετικότητα». Ο νέος γύρος των ενορχηστρωμένων επιθέσεων εναντίον του ξέσπασε ύστερα από τη συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα Corriere Della Sera όπου έθεσε το ζήτημα του δημοψηφίσματος. Μάλιστα προέκυψε και «διπλωματικό επεισόδιο» με αλληλοκατηγορίες, καθώς ο κ. Βαρουφάκης ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν δήλωσε στην εφημερίδα πως το ερώτημα τυχόν δημοψηφίσματος θα αφορούσε την παραμονή ή όχι στο ευρώ. Αν αντικαταστήσουμε το όνομα Γιώργος Παπανδρέου με το όνομα Γιάνης Βαρουφάκης, κατά τα άλλα οι ομοιότητες είναι πράγματι εντυπωσιακές.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που τόσο πολύ ενοχλεί; Γιατί τόσο βίαιες αντιδράσεις;
Ο θεμελιώδης λόγος είναι ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ θεωρούν πως, ασχέτως αποτελέσματος, το δημοψήφισμα θέτει σε επερώτηση κάτι που πρέπει να παραμείνει θέσφατο, απρόσβλητο από οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Αν μια χώρα μπορεί να αποφασίσει δημοκρατικά αν θέλει να είναι ή να μην είναι στο ευρώ, τότε η επιλογή του ευρώ παύει να είναι μη αναστρέψιμη και τίθεται υπό τη διαβρωτική επίδραση της αμφιβολίας και του ερωτήματος. Αυτό το γεγονός όμως θέτει αντικειμενικά και ένα πρόσθετο ερώτημα: μπορεί με εκλογές ή δημοψηφίσματα να ανατρέπεται η συνέχεια των ευρωπαϊκών επιλογών, των ευρωπαϊκών συνθηκών; Να ανατρέπεται η «υπογραφή» χωρών-μελών σε ευρωπαϊκές συμφωνίες ή συνθήκες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι διαδικασίες των αποφάσεων είναι τόσο χρονοβόρες και επώδυνες; Ακόμη περισσότερο, μπορεί όποια κυβέρνηση χώρας-μέλους πιέζεται από εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις ή αντιμετωπίζει πιέσεις και αμφισβήτηση της πολιτικής της στο εσωτερικό της χώρας της να θέτει υπό τη λαϊκή κρίση, δηλαδή σε αμφισβήτηση, επιλογές προηγούμενων κυβερνήσεων;
Αν αφήσουμε προς στιγμήν στην άκρη το δημοψήφισμα, η στάση της ευρωπαϊκής ελίτ ήταν επί της ουσίας η ίδια -αν και αναγκαστικά πιο «κομψή» στις εκφράσεις της- και στην περίπτωση των ελληνικών εκλογών. Λειτουργώντας σαν τον «τρελό» από τον οποίο μαθαίνεις την αλήθεια, η Σοφία Βούλτεψη δεν είχε δηλώσει τυχαία την περίοδο των διαδοχικών εκλογών για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι και μόνο η προκήρυξη εκλογών θα αποτελέσει πιστωτικό γεγονός. Αυτός ο χοντροκομμένος «αρχοντοχωριατισμός» εξέφραζε μια αλήθεια: ότι το λεγόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν αντέχει το «μικρόβιο» της αμφισβήτησης. Δεν αντέχει να τεθεί καν το ερώτημα ότι οι αποφάσεις μπορούν και να αλλάζουν, να τροποποιούνται ουσιωδώς ή και να ανακαλούνται. Δεν αντέχει να τεθεί καν το ερώτημα ότι μπορεί να υπάρχει -και να τεθεί σε συζήτηση και διαδικασία έγκρισης από το λαό- μια άλλη πολιτική, μια άλλη απάντηση στο πώς θα βγούμε από την κρίση.
Αν ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία, τότε δεν θα «μαζεύεται» με τίποτε! Τότε, είναι θέμα χρόνου να αμφισβητηθεί όλο το οικοδόμημα. Τότε τα δημοψηφίσματα θα γίνουν μια καταστροφική για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα «μόδα», όπως ήδη έδειξαν τα δημοψηφίσματα σε Σκωτία και Καταλωνία.
Αυτή την αγωνία της ευρωπαϊκής ελίτ πρέπει να τη δούμε υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης συγκυρίας, η οποία τη μεγεθύνει και της προσδίδει «υπαρξιακά» χαρακτηριστικά. Διότι η αβεβαιότητα ως προς την αντοχή και την αυριανή μορφή της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής εντείνεται ενόψει εκλογικών διαδικασιών σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών μέσα στο 2015. Ήδη, με αφορμή τις εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία στις 7 Μαΐου, διεθνή μέσα θέτουν το ερώτημα μήπως η συζήτηση για το Grexit έχει παλιώσει ενώ πρέπει να μας απασχολεί στα σοβαρά το ενδεχόμενο ενός Brexit, δηλαδή της διαμόρφωσης δυναμικής εξόδου της Μ. Βρετανίας από την Ε.Ε. Και, σε ένα άλλο επίπεδο, η Ιρλανδία ζητεί και αυτή «ευελιξία» ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους, αφού η Κομισιόν έδωσε μια τέτοια ευελιξία στη Γαλλία και την Ιταλία.
Και για να μην έχει κανείς καμιά αμφιβολία ποιο θα είναι το πραγματικό ερώτημα στο φόντο ενός ελληνικού δημοψηφίσματος, ας προβληματιστούμε από το γεγονός ότι η επιχειρούσα στην Ελλάδα Royal Βank of Scotland ενέταξε στην Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας με τους εργαζομένους της και ρήτρα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ που προβλέπει την αναπροσαρμογή των αποδοχών τους σε τέτοιο ενδεχόμενο…
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να κατανοήσουμε γιατί το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ή νέων εκλογών στην Ελλάδα προκαλεί «αλλεργικό σοκ» στην ευρωπαϊκή ελίτ. Διότι, όπως αντιλαμβανόμαστε, ο ΣΥΡΙΖΑ -σε αντίθεση με την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου- αντιπροσωπεύει όλους αυτούς τους κινδύνους στον ύψιστο βαθμό… Ο Γιώργος Παπανδρέου διανοήθηκε έναν τυχοδιωκτισμό για να επικυρώσει μια μνημονιακή πολιτική – ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θέσει με τον πιο ανοιχτό τρόπο το ζήτημα ότι υπάρχει και άλλος δρόμος.
Όσο για τον Γιάνη Βαρουφάκη, ανεξαρτήτως του πώς τον βλέπει κανείς, ως βασικός διαπραγματευτής της ελληνικής κυβέρνησης, ερεθίζει διαρκώς αυτόν τον ευαίσθητο «αχίλλειο τένοντα» του ευρωσυστήματος. Αν οι πιέσεις για την απομάκρυνσή του αποδώσουν, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν η προσωπική απαξίωση του Γιάνη Βαρουφάκη, αλλά μια ήττα για τη δυνατότητα των ευρωπαϊκών λαών να αποφασίζουν πάνω στα θεμελιώδη ζητήματα που καθορίζουν τις ζωές τους.