H 74χρονη Motseko Maknoae μόλις έχει φτάσει στην κλινική Φατίμα για ασθενείς με HIV/AIDS των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, στο ορεινό και δύσβατο Λεσότο της Νοτίου Αφρικής. «Χρειάστηκε να περπατήσω δύο ημέρες για να φτάσω ως εδώ με μια διανυκτέρευση σε συγγενείς. Κάνω το ίδιο ταξίδι τουλάχιστον μία φορά το μήνα».
Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα για πολλούς ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας ή ακόμα και έγκυες γυναίκες. Αναγκάζονται να πραγματοποιούν κάθε φορά ένα μακρύ ταξίδι μόνο και μόνο για να λάβουν τα φάρμακά τους. Η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι τόσο δύσκολη που οι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν, εκτός αν είναι πραγματικά άρρωστοι. Αυτό δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την αντιμετώπιση της πανδημίας του HIV που πλήττει έναν στους πέντε ενήλικες στο Λεσότο, οι οποίοι έχουν ανάγκη καθημερινής και δια βίου φροντίδας για να παραμείνουν υγιείς.
Η έκκληση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το AIDS (UNAIDS) για «γεφύρωση του χάσματος» σχετικά με την πρόσβαση στη θεραπεία για τον HIV/AIDS δεν θα επιτευχθεί, εκτός αν οι αντιρετροϊκές θεραπείες επαναπροσδιοριστούν ριζικά προκειμένου να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα όσων ζουν με τον ιό HIV, προειδοποιεί η διεθνής ιατρική ανθρωπιστική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα (Médecins sans Frontières-MSF) με αφορμή τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS (1η Δεκεμβρίου).
Η εμπειρία από την πρώτη γραμμή στη μάχη κατά του AIDS των Γιατρών Χωρίς Σύνορα αλλά και άλλων οργανώσεων, έχει δείξει ότι οι προσεγγίσεις που στοχεύουν απευθείας στις κοινότητες και κάνουν την πρόσβαση στα αντιρετροϊκά φάρμακα ευκολότερη και λιγότερο δαπανηρή, αποτελούν τις βασικές εκείνες στρατηγικές που εξασφαλίζουν αποτελεσματική θεραπεία για τον HIV σε περισσότερους ασθενείς, επιβραδύνοντας με αυτόν τον τρόπο τη μετάδοση του ιού συνολικά. Αυτές οι προσεγγίσεις έχουν εγκριθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και το UNAIDS, αλλά η εφαρμογή τους σε μεγάλη κλίμακα παρεμποδίζεται από την αδυναμία μιας γενικότερης αλλαγής στρατηγικής με στόχο την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων ως εταίρων και όχι απλά ως αποδεκτών των υπηρεσιών υγείας.
Ο Ηλίας Παυλόπουλος, που έχει διατελέσει επί σειρά ετών Επικεφαλής της αποστολής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Σουαζιλάνδη της Νοτίου Αφρικής σε προγράμματα HIV/AIDS, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βλέποντας τη συνολική εικόνα της μάχης κατά του AIDS όλα αυτά τα χρόνια, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα μπορούμε να επιβεβαιώσουμε μια τεράστια αλλαγή προσέγγισης στην καταπολέμηση του ιού που έχει επέλθει με την πάροδο των χρόνων. Με επίκεντρο την υποσαχάρια Αφρική, όπου ζει το 70% των οροθετικών ανθρώπων στον κόσμο, η πρόσβαση σε θεραπεία έχει αυξηθεί σημαντικά με τη γενικευμένη χρήση γενόσημων φαρμάκων σε σχέση, παραδείγματος χάριν, με την προηγούμενη δεκαετία. Το 2004 ελάχιστοι άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο κόσμο είχαν πρόσβαση σε θεραπεία. Πλέον, υπάρχει πρόσβαση για ένα μέρος του πληθυσμού των αναπτυσσόμενων χωρών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το 64% παραμένει εκτός θεραπείας. Σε αρκετές περιπτώσεις τα συστήματα υγείας των χωρών της Αφρικής που πλήττονται, έχουν περιορισμένες δυνατότητες με αποτέλεσμα να αποκλείεται μεγάλο μέρος των ασθενών από τη σωτήρια θεραπεία. Θα λέγαμε ότι σήμερα βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου στη μάχη κατά του AIDS και μάλιστα δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να κάνουμε πίσω. Θα ήταν τρομερό πισωγύρισμα για όλη αυτή την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα».
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα και άλλες οργανώσεις έχουν εφαρμόσει από το 2007 ένα ευρύ φάσμα στρατηγικών με επίκεντρο τις τοπικές κοινότητες προκειμένου να φέρουν τη θεραπεία πιο κοντά στα σπίτια των ανθρώπων. Με τον διαχωρισμό της ανάγκης για ετήσια κλινική φροντίδα από την διάθεση καθημερινών χαπιών, μειώθηκε η ποσότητα του χρόνου και των χρημάτων που απαιτούνται για την πρόσβαση στα φάρμακα, έχοντας ως αποτέλεσμα την παραμονή στη θεραπεία πάνω από το 90% των σταθερών ασθενών στη Νότια Αφρική, το Μαλάουι, τη Μοζαμβίκη, τη Ζιμπάμπουε και την Κένυα. Πιλοτικά προγράμματα στις χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής όπως η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και η Γουινέα, που επί του παρόντος υστερούν στην αντιμετώπιση του ιού HIV, έχουν δείξει επίσης καλά αποτελέσματα για τους ασθενείς.
Ωστόσο, οι βασικοί φορείς που μπορούν να επιφέρουν αποτελεσματικές λύσεις, δεν υποστηρίζονται ενεργά, δεν προωθούνται και δεν χρηματοδοτούνται. Οι κυβερνήσεις παραμένουν διστακτικές απέναντι στην ενδυνάμωση και την ανάθεση ευθυνών στους ίδιους τους ασθενείς για την αντιμετώπιση της χρόνιας κατάστασής τους καθώς περιορίζουν τη δυνατότητα για διανομή φαρμάκων και εξέταση για τον ιό μέσα στις ίδιες τις κοινότητες.
«Τα κοινοτικά μοντέλα προϋποθέτουν ισχυρές, ενδυναμωμένες και πλήρως συμμετοχικές κοινότητες οροθετικών ανθρώπων και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο, συνεχίζουμε να βλέπουμε μείωση της χρηματοδότησης προς αυτές τις κοινότητες, υπονομεύοντας περαιτέρω τη δέσμευση των ίδιων των ασθενών στην καταπολέμηση του HIV. Είναι σαν να λείπει ένας κρίκος από το παρόν σύστημα αντιμετώπισης της ασθένειας», σημειώνει η Amanda Banda, συντονίστρια της εκστρατείας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα κατά του HIV.
Τα κοινοτικά μοντέλα απαιτούν ευελιξία των συστημάτων υγείας καθώς δεν υπάρχει μια λύση που να ταιριάζει σε όλους. «Το στοίχημα για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αυτή τη στιγμή θα πρέπει να είναι η θεραπεία να φτάσει και στους τελευταίους των τελευταίων, ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό. Αυτό είναι εφικτό και ρεαλιστικό μέσω της υποστήριξης των τοπικών συστημάτων υγείας, κρατώντας τα κόστη της θεραπείας σε χαμηλά επίπεδα και παράλληλα εμπλέκοντας πιο ενεργά τους ίδιους τους ασθενείς και τις κοινότητές τους», καταλήγει ο Ηλίας Παυλόπουλος.