Γράφει ο Ceteris Paribus
Είχα θέσει το ερώτημα τον Ιούνιο του 2017, με αφορμή την επίτευξη συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση: γιατί εκείνη η συμφωνία συνοδεύτηκε από κάθε είδους κυβερνητικές εξαγγελίες σε θριαμβευτικούς τόνους, αλλά για την άρση των capital controls δεν ακούστηκε κουβέντα; Τώρα είναι η ώρα να τεθεί ξανά το ίδιο ερώτημα με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση…
Ύστερα από το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι εκκρεμούσε η τρίτη και, κυρίως, ότι εκκρεμούσαν σημαντικά ζητήματα: παραμονή ή όχι του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και πάνω απ’ όλα το ζήτημα της εξόδου από το τρέχον πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018. Τώρα, η τρίτη αξιολόγηση φαίνεται πως «πηγαίνει τρένο», όσο δε για το τι μέλλει γενέσθαι ύστερα από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, πολλά μένουν να διευκρινιστούν, αλλά ούτε οι δανειστές αμφισβητούν ένα είδος «καθαρής εξόδου» από το πρόγραμμα, που σημαίνει και έξοδο στις αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου.
Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε επομένως να αναδιατυπωθεί και ως εξής: δεν είναι παράδοξο να υπάρξει πλήρης επιστροφή στις αγορές ενώ παραμένουν τα capital controls;.. Και να οδηγήσει σε ένα άλλο: αν πολιτικά (τρίτη αξιολόγηση – έξοδος από το πρόγραμμα) δεν διαφαίνεται κάποιος μείζων κίνδυνος, ποιο είναι τελικά το πρόβλημα;
Μία μόνο λογική εξήγηση υπάρχει: ο φόβος για την κατάσταση των τραπεζών καλά κρατεί…
«Καθαρή έξοδος» με capital controls = «καθαρή έξοδος» με «προβληματικές» τράπεζες
Αν αυτός ο φόβος ήταν προσωρινός, αν είχε δρομολογηθεί η πραγματική αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, οι τυμπανοκρουσίες για την επερχόμενη, ομού μετά της «καθαρής εξόδου», άρση των capital controls θα ήταν στο φόρτε τους.
Ότι το πρόβλημα με την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών δεν έχει ακόμη λυθεί, δεν το λέω εγώ, ούτε χρειάζεται καν να το πει κάποιος εκ των δανειστών. Το «λέει» με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο η πορεία των τραπεζικών μετοχών. Και μόνο το γεγονός ότι βρίσκονται πολύ κάτω από τις τιμές στις οποίες έγιναν οι τελευταίες αυξήσεις κεφαλαίου στο πλαίσιο τα ανακεφαλαίωσης του τέλους 2015-αρχών 2016 (σε μια πολιτικά πολύ πιο ασταθή συγκυρία σε σχέση με σήμερα), και μόνο το γεγονός ότι οι τραπεζικές μετοχές αποτελούν τη βασική αιτία που κρατά ακόμη το χρηματιστήριο κάτω από τις 800 μονάδες (όταν το 2014 βρέθηκε και στις 1.200 μονάδες), μιλούν από μόνα τους.
Η εκτίμηση ότι το πρόβλημα της αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών είναι μπροστά και όχι (μόνο) πίσω, είναι διάχυτη στις αγορές. Το γνωρίζουν επίσης πολύ καλά οι τραπεζικοί ιθύνοντες αλλά και η κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα. Δεν χρειάζεται πολλή «φιλοσοφία» ούτε εξειδικευμένες οικονομικές και τραπεζικές γνώσεις: με «κόκκινα» δάνεια που ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ και με προβλέψεις 50% έναντι αυτών, υπάρχει μια «τρύπα» μερικών δεκάδων δισ. ευρώ. που προς το παρόν έχει τεθεί με τη συναίνεση όλων των παραγόντων του προβλήματος σε «παρένθεση» – χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι έχει ως διά μαγείας εξαφανιστεί.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, η γειτονική Ιταλία, με «κόκκινα» δάνεια περί τα 300 δισ. ευρώ, με δεκαπλάσιο ΑΕΠ από το ελληνικό, με πολύ λιγότερες οικονομικές απώλειες στην περίοδο της κρίσης, με πολύ μεγαλύτερη συνολική οικονομική ισχύ και και με σαφώς πιο ευοίωνες προοπτικές, θεωρείται «μεγάλος ασθενής» της Ευρωζώνης όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα. Η Ελλάδα, με το 10% του ΑΕΠ της Ιταλίας, έχει το 33% των «κόκκινων» δανείων της.
Επιπλέον, υπάρχει ένα ζήτημα που διαρκώς αναβάλλεται, αλλά δεν μπορεί να αναβάλλεται για πάντα: ο αναβαλλόμενος φόρος, που είναι μια μεγάλη «ανάσα» για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αλλά είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα τεθεί με έμφαση από τους δανειστές – στην «ώρα του», αφού δρομολογηθούν οι πλειστηριασμοί και η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, αλλά και τα business plan αναδιάρθρωσης των τραπεζών.
Προς το παρόν, οι δανειστές εστιάζουν στους… πλειστηριασμούς, στο σύστημα διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Η ίδια η εξαγγελία πρόωρων stress tests είναι από μόνη της μοχλός πίεσης για την επιβολή των θέσεων των δανειστών στην υπόθεση των πλειστηριασμών και των «κόκκινων» δανείων. Μόλις αυτά δρομολογηθούν με «ασφάλεια» (σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια), στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης, θα έρθουν τα stress tests (από Φεβρουάριο έως Ιούνιο), όχι για να λύσουν με έναν πειστικό τρόπο τα προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά για να πιέσουν για προγράμματα αναδιάρθρωσης. Μόλις και αυτό δρομολογηθεί, οι δανειστές θα «κάνουν ταμείο» και θα εκτιμήσουν τι απομένει από το «τραπεζικό πρόβλημα» και θα αρχίσουν να σχεδιάζουν τιε επόμενες κινήσεις τους. Ούτως ή άλλως, στο ζήτημα των τραπεζών δεν πρόκειται να ξεμείνουν από όπλα πίεσης και εκβιασμού: οι κεφαλαιακές «τρύπες» θα παραμείνουν και ύστερα από την «καθαρή έξοδο», το ακάλυπτο από προβλέψεις τμήμα των «κόκκινων» δανείων θα προσφέρεται για κάθε είδους «υπενθυμίσεις», πιέσεις και ντιρεκτίβες, ενώ υπάρχει και ο αναβαλλόμενος φόρος…
Αυτό σημαίνει βέβαια ότι, παρά την «καθαρή έξοδο», το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών θα παραμείνει. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που θα παραμείνουν και τα capital controls…
Η… δημοσκόπηση του Γιάννη Στουρνάρα
Ενώ έτσι έχουν τα πράγματα, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) κ. Γιάννης Στουρνάρας θεώρησε σκόπιμο να δημοσιοποιήσει τα συμπεράσματα δημοσκόπησης σε δείγμα Ελλήνων πολιτών για τα capital controls, την οποία ανέθεσε στην εταιρεία συμβούλων Alvarez & Marsal Ελλάς (A&M) σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών αγοράς Kantar TNS. Μικρή σημασία έχει η επιστημονική βάση και επάρκεια της έρευνας. Από αυτήν θα μείνει το εύρημα -που καθόλου τυχαία έγινε τίτλος σε όλα τα ρεπορτάζ- ότι 38% των ερωτηθέντων εκτιμούν πως τα capital controls θα παραμείνουν για δύο ακόμη χρόνια… Ο Γιάννης Στουρνάρας έχει αρκετή εμπειρία για να καταλαβαίνει πως από τη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας έρευνας με τέτοια ευρήματα, το αντικειμενικό και πέρα από προθέσεις «μήνυμα» είναι πως για δύο τουλάχιστον χρόνια ακόμη οι Έλληνες δεν θα εμπιστεύονται τις τράπεζες. Γιατί λοιπόν κάποιος που σχεδίαζε να επιστρέψει καταθέσεις, να το πράξει; Κι όμως, η επιστροφή καταθέσεων, που δραπέτευσαν είτε στα… στρώματα είτε στο εξωτερικό, είναι κρίσιμος παράγοντας στο ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας.
Το θέμα μας ωστόσο δεν είναι η δημοσκόπηση του κ. Στουρνάρα, αλλά η βαριά υπόμνηση που κουβαλάει: παρά την «καθαρή έξοδο», το πρόβλημα των τραπεζών θα παραμείνει, επομένως και τα capital controls…
Με το πρόβλημα αυτό να παραμένει, αποτελώντας τον αιώνιο μοχλό πιέσεων και εκβιασμών, αλλά και με τις αγορές να κρατούν πάνω από τη χώρα τη δαμόκλειο σπάθη των επιτοκίων, η έννοια της επιτήρησης θα αποκτήσει νέους, πιο… αγοραίους χρωματισμούς…
Υ.Γ. Το Δεκέμβριο του 2014 ο Γιάννης Στουρνάρας, εν αναμονή των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 και της βέβαιης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, είχε κάνει μια δήλωση που έθετε ζήτημα ρευστότητας των τραπεζών. Η δήλωση εκείνη και το κλίμα που διαμορφώθηκε, κόστισαν εκροή καταθέσεων περί τα 11 δισ. ευρώ, πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου και την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Αν τότε οι συνέπειες του διαβήματός του ήταν να φύγουν καταθέσεις, σήμερα πιθανόν θα είναι να ανακοπεί ή και να αναστραφεί η επιστροφή καταθέσεων…