Από τα πλέον εμβληματικά χριστουγεννιάτικα σύμβολα της Ευρώπης -που κατέκτησαν και την Αμερική- είναι τα μπισκοτάκια από τζίντζερ (πιπερόριζα), μπαχαρικά και μέλι.
Τα γιορτινά μπισκότα πιπερόριζας παίρνουν πλέον τόσα σχήματα (καμπανούλες, αστέρια, έλατα, αγιοβασιλιάτικες μπότες και σκουφάκια κ.λπ.) όσα και τα κουπ πατ που κυκλοφορούν στην αγορά.
Τα μπισκοτάκια με τζίντζερ, που συχνά πλάθουν οι γονείς μαζί με τα παιδάκια τους και κάποιοι διακοσμούν με γλάσο ρουαγιάλα ή γλάσο ζάχαρης, είτε καταναλώνονται άμεσα είτε χαρίζονται ή κοσμούν το χριστουγεννιάτικο δέντρο αποτελώντας μέρος της γιορτινής διακόσμησης.
Σύμφωνα με το icookgreek.com, εκτός από τζίντζερ, μπαχαρικά και μέλι, μπορεί να περιέχουν ξηρούς καρπούς, τριμμένα αμύγδαλα, φουντούκια και καρύδια, ακόμη και αποξηραμένα φρούτα. Αποτέλεσμα; Ένα πεντανόστιμο, χειμωνιάτικο μπισκοτάκι.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα
Λέγεται πως την αρχική ιδέα μιας ζύμης με πιπερόριζα έφερε στην Ευρώπη το 992 μ.Χ. ο Αρμένιος μοναχός Γρηγόριος της Νικόπολης, που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Γαλλία και μοιράστηκε τη συνταγή με Γάλλους Χριστιανούς μοναχούς. Τον 13ο αιώνα, η συνταγή ταξιδεύει στη Σουηδία από Γερμανούς μετανάστες. Σε πρώιμες αναφορές από το Αβαείο Vadstena (Μονή της Παναγίας) της Σουηδίας εμφανίζονται καλόγριες να ψήνουν gingerbread το 1444 για να απαλύνουν τη δυσπεψία.
Η Νυρεμβέργη, με τις εμβληματικές υπαίθριες χριστουγεννιάτικες αγορές όπου πρωταγωνιστούν τα μπισκοτάκια με πιπερόριζα, αναγνωρίστηκε ως η «Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Τζίντζερμπρεντ» στα 1600, όταν η συντεχνία των αρτοποιών αρχίζει να απασχολεί εξειδικευμένους στη διακοσμητική τέχνη της ζύμης τζίντζερ τεχνίτες για να δημιουργήσει περίτεχνα έργα τέχνης από ιδιαίτερο μπισκότο.
Ωστόσο ο γνωστός μας gingerman, το μπισκότο τζίντζερ σε σχήμα-ανθρωπάκι που κακλύζει τα γιορτινά ντεκόρ, στις πρώτες επίσημες αναφορές του συναντιέται στην Αγγλία. Η ιδέα του πιστώνεται στη βασίλισσα Ελισάβετ Ι κατ΄εντολή της οποίας η βασιλική κουζίνα έφτιαχνε μπισκότα με τις μορφές των αξιωματούχων που επισκέπτονταν το δικαστήριό της.
Καθώς οι αρτοποιοί οργανώνονταν σε συντεχνίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι τεχνίτες του gingerbread εξελίσσονται σε ειδικό κλάδο και αναγνωρίζονται ως ξεχωριστοί επαγγελματίες. Τον 17ο αιώνα μάλιστα επιτρέπεται μόνο σε αυτούς να ψήνουν τζίντζερμπρεντ κατά τη διάρκεια του έτους -μόνο στις εξέχουσες μέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα είναι ελεύθερη σε όλους η δημιουργία της λιχουδιάς.
Σε όλη την Ευρώπη μπισκότα τζίντζερ πωλούνται σε ειδικά καταστήματα και σε εποχικές αγορές. Καρδιές, αστέρια, στρατιώτες, καβαλάρηδες, σπαθιά και ζώα είναι τα συνηθέστερα σχήματα, που ο κόσμος προμηθεύεται όχι μόνο για να τα καταναλώσει, να τα δωρίσει ή να τα στολίσει, αλλά και για προστασία από τα κακά πνεύματα αφού θεωρούνται και κάπως μαγικά.
Η διακόσμηση του gingerbread εξελίχτηκε σε σημαντική μορφή λαϊκής τέχνης στην Ευρώπη
Όσο για το κλασικό σπιτάκι-μινιατούρα, η παράδοσή του κατάγεται από τη Γερμανία του 18ου αιώνα, όπου συνδέθηκε άρρηκτα με την παράδοση των Χριστουγέννων. Η δημοτικότητά του απλώθηκε όταν οι αδελφοί Grimm έγραψαν το παραμύθι του Χάνσελ και της Γκρέτελ, των παιδιών που «έπεσαν» χαμένα στο δάσος πάνω σε ένα «σοκολατένιο ή ζαχαρένιο σπίτι» -όπως συχνά συναντιέται στα ελληνικά. Μετά την έκδοση του πασίγνωστου αυτού βιβλίου, οι Γερμανοί αρτοποιοί άρχισαν να φουρνίζουν μαζικά παραμυθένια σπιτάκια από μπισκότο πιπερόριζας. Παραμένει ασαφές αν τα σπιτάκια ως ιδέα προέκυψαν από το παραμύθι ή αν οι αδερφοί Grimm αναφέρονταν σε κάτι που ήδη υπήρχε. Το βέβαιο είναι ότι εξαπλώθηκαν χάρις τη δημοσίευσης της ιστορίας του Χάνσελ και της Γκρέτελ, έγιναν ένα με τα Χριστούγεννα και κατέκτησαν εκτός από την Ευρώπη και την Αμερική.