Σε διψήφια επίπεδα, της τάξης του 10,3%, επανακάμπτει το γαλάζιο προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου, καθώς τα μέτρα του εθνικού σχεδίου για την αναχαίτιση της ενεργειακής ακρίβειας, τα οποία ανακοίνωσε τις προηγούμενες ημέρες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, φαίνεται ότι ενίσχυσαν έτι περαιτέρω το ηγετικό του προφίλ και την κυριαρχία του στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό και κυρίως στον κεντρώο χώρο βελτιώνοντας ταυτόχρονα και την εικόνα της κυβέρνησής του.
Παρά τη μεγάλη ανησυχία που προκαλούν στους πολίτες, πρωτίστως η επέλαση της ακρίβειας και, δευτερευόντως, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η πλειονότητα της κοινής γνώμης, όπως προκύπτει από τα ευρήματα δημοσκόπησης την οποία διενήργησε η εταιρεία Marc για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος», αναγνωρίζει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα έχουν εξωγενή προέλευση και πιστώνει στην κυβέρνηση προσπάθεια να παράσχει βοήθεια, η οποία εκτιμούν ότι είναι μεν «μικρή», πλην όμως «αναγκαία» για να επιβιώσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ετσι, η πτωτική τάση που είχαν παρουσιάσει τους προηγούμενους μήνες οι δείκτες με τις δημοσκοπικές επιδόσεις της κυβερνητικής παράταξης δείχνει να έχει ανακοπεί και μετά την εξαγγελία των μέτρων για τον κατώτατο μισθό και τις τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα η πορεία φαίνεται να αντιστρέφεται και να γίνεται εκ νέου ανοδική. Αναλυτές που έχουν υπόψη τους τις χρονοσειρές από μετρήσεις του τελευταίου διαστήματος, κατά το οποίο, κυρίως λόγω των εορτών του Πάσχα, δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, υπολογίζουν ότι συγκριτικά με τον Απρίλιο, που ήταν ο χειρότερος μήνας για το κυβερνών κόμμα, η ανάκαμψη του ποσοστού της Ν.Δ. φτάνει ενδεχομένως και στο 2%. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβερνητική παράταξη παραμένει το αδιαμφισβήτητο φαβορί για να κόψει πρώτη το νήμα στις επόμενες κάλπες, καθώς φαίνεται να έχει καλυμμένα τα νώτα της από τα δεξιά, όπου δεν εμφανίζονται αξιόλογες απειλές, ενώ στον χώρο του Κέντρου, ο οποίος θεωρείται καθοριστικός για την ανάδειξη του νικητή, αντιμάχεται κυρίως με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. του κ. Νίκου Ανδρουλάκη, το οποίο, όμως, δείχνει να έχει εξαντλήσει τη δυναμική που απέκτησε με το άνοιγμα των διαδικασιών για την αλλαγή ηγεσίας.
Μάχη στο Κέντρο, απειλή από δεξιά
Αναλυτικότερα, στην πρόθεση ψήφου η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει ποσοστό 31,7%, το οποίο είναι αυξημένο κατά 0,9% σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έρευνα της Marc που είχε δημοσιευτεί στις 22 Μαρτίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετρήθηκε στο 21,6% (+0,1%), το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. στο 13,3% (-0,6%) και έπονται, με σχεδόν ανεπαίσθητες αυξομειώσεις της δύναμής τους, το ΚΚΕ με 5,5%, η Ελληνική Λύση με 4,4% και το ΜέΡΑ25 με 3%. Το ποσοστό των αναποφάσιστων είναι στο 11,4%, με το 30,5% εξ αυτών να δηλώνει ότι κινείται στον χώρο του Κέντρου και το 24,4% να είναι χωρίς πολιτική ταύτιση.
Η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται να έχει την υψηλότερη συσπείρωση των παλαιότερων ψηφοφόρων που φτάνει στο 70,1% (από 65% που είχε, κατά πληροφορίες, υποχωρήσει τον Απρίλιο). Ενας στους δέκα ψηφοφόρους της κυβερνητικής παράταξης δηλώνει αναποφάσιστος, ενώ το 6,6% του προηγούμενου ποσοστού της κατευθύνεται προς το ΚΙΝ.ΑΛ. και την ίδια ώρα προσελκύει το 6,2% όσων είχαν ψηφίσει το 2019 τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιστοίχως, η συσπείρωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγράφεται στο 59,6%, καθώς το 13% των ψηφοφόρων της δηλώνει αναποφάσιστο και το 8,2% ότι προτίθεται να ενισχύσει το ΠΑΣΟΚ. Με βάση την πολιτική αυτοτοποθέτηση των πολιτών, η κυβερνητική παράταξη έχει τη μεγαλύτερη δύναμη στους κεντροδεξιούς (71,9%) και τους δεξιούς (65,9%) ψηφοφόρους, ενώ προηγείται οριακά και στους κεντρώους, από τους οποίους αποσπά το 25,5% έναντι του 24,3% του ΠΑΣΟΚ και του 9,2% του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος, με όχι ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, προπορεύεται σε όσους δηλώνουν κεντροαριστεροί (συγκεντρώνει 46,3% έναντι 23,2% του ΠΑΣΟΚ) και στους αριστερούς (προσελκύοντας το 45% εξ αυτών έναντι του 29,2% που προτιμά το ΚΚΕ). Με αναγωγή επί των εγκύρων, οι ερευνητές της Marc υπολογίζουν τη δύναμη της Ν.Δ. στο 32,6% και του ΣΥΡΙΖΑ στο 22,3%, με βάση τις οποίες η διαφορά των δύο βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης ανέρχεται στο 10,3%. Στον σχετικό πίνακα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μέτρηση της ίδιας εταιρείας ο νεοπαγής σχηματισμός με την επωνυμία Εθνική Δημιουργία, που ίδρυσε πρόσφατα ο βουλευτής Κωνσταντίνος Μπογδάνος, σε συνεργασία με τους κυρίους Θάνο Τζήμερο και Φαήλο Κρανιδιώτη. Το 1% το οποίο συγκεντρώνει δείχνει ότι κινείται μεν ακόμη χαμηλά, πλην όμως φαίνεται να αποσπά ψήφους από το κινούμενο επίσης στον δεξιότερο της Ν.Δ. χώρο- μόρφωμα Ελληνες για την Πατρίδα, το οποίο έχει ιδρύσει ο έγκλειστος στις φυλακές Ηλίας Κασιδιάρης, που προσελκύει προσώρας το 2,1% των ψηφοφόρων.
Στόχος η αυτοδυναμία
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, με βάση αυτό το σκηνικό, η επίδοση της Ν.Δ. απέχει από τον στόχο της αυτοδυναμίας. Με δεδομένο, όμως, ότι κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως δεν είναι εφικτό να συμβεί στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, στην οποία η κατανομή των εδρών θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αν επιβεβαιωθεί και στην κάλπη το άνετο δημοσκοπικό προβάδισμα που δείχνει να διατηρεί το κυβερνών κόμμα, τίποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί στην επαναληπτική εκλογή. Η κατανομή των εδρών θα γίνει τότε με την ενισχυμένη αναλογική και στον προεκλογικό διάλογο θα κυριαρχεί η συζήτηση για τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης.
Ισχυρό «χαρτί» για το κυβερνών κόμμα φαίνεται ότι παραμένει ο πρωθυπουργός, ο οποίος κατατάσσεται πρώτος και με μεγάλη διαφορά στη μέτρηση της δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών. Ειδικότερα, οι θετικές γνώμες των πολιτών για τον κ. Μητσοτάκη φτάνουν στο 47,3% και είναι αυξημένες κατά 1,8% συγκριτικά με την προηγούμενη μέτρηση.
Στη δεύτερη θέση με 35% πλασάρεται ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος, ωστόσο, υποχώρησε κατά 8,7 μονάδες ως αποτέλεσμα, εκτιμούν αναλυτές, του «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας» για τη θέση του πρωθυπουργού, κάτι που δυσαρέστησε Νεοδημοκράτες και Συριζαίους. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας είναι τρίτος, με το 29,7% των πολιτών να έχει θετική προαίρεση για εκείνον, ενώ ακολουθούν οι κύριοι Δημήτρης Κουτσούμπας, Γιάνης Βαρουφάκης και Κυριάκος Βελόπουλος.
Η επικράτηση του κ. Μητσοτάκη καθίσταται σαφέστερη και στις απαντήσεις των ερωτηθέντων για το ποιος μπορεί να υπερασπιστεί καλύτερα την Ελλάδα σε περιόδους κρίσης. Σχεδόν ένας στους δύο, και συγκεκριμένα το 48,8%, απάντησε «ο Κυριάκος Μητσοτάκης», έναντι του 25,4% που πιστεύει ότι κάτι τέτοιο εξασφαλίζεται καλύτερα από τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και του 25,8% που δήλωσε «κανένας από τους δύο». Στον συγκεκριμένο δείκτη, μάλιστα, αξίζει να επισημανθεί ότι το 57,2% όσων δηλώνουν κεντρώοι υποδεικνύει τον νυν πρωθυπουργό έναντι του 13,9% που κάνει το ίδιο για τον προκάτοχό του. Εκτός από τον πρωθυπουργό, σε ανοδική τροχιά κινείται και η θετική αξιολόγηση που κάνουν οι πολίτες στην κυβέρνηση, η οποία, ωστόσο, έχει συνολικό αρνητικό ισοζύγιο. Συγκεκριμένα, θετικό πρόσημο παίρνει στην παρούσα έρευνα από το 47,8% των ερωτηθέντων, έναντι του 45,1% που ήταν οι αντίστοιχες θετικές γνώμες τον Μάρτιο. Την ίδια ώρα, αρνητικά αξιολογεί την κυβέρνηση το 52,1% των ερωτηθέντων έναντι του 53,9% που ήταν το αντίστοιχο στην προηγούμενη έρευνα. Η θετική προαίρεση που δείχνει το 67,5% των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. είναι αυτή που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση. Η πλειονότητα της κοινής γνώμης, ωστόσο, φαίνεται ότι διατηρεί τις αρνητικές εντυπώσεις από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού το 43,2% θεωρεί ότι τα πράγματα θα ήταν χειρότερα έναντι του 18,4% που πιστεύει το αντίθετο, ότι δηλαδή θα ήταν καλύτερα, και του 34,6% που θεωρεί ότι θα ήταν περίπου τα ίδια. Συγκριτικά με την προηγούμενη έρευνα η θετική προσδοκία από την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία παρουσιάζει μια πολύ ελαφρά βελτίωση, αλλά όχι ικανή για να ανατρέψει τη συνολικά αρνητική εικόνα από την περίοδο 2015-2019.
Ενδεχομένως και γι’ αυτό τον λόγο οι πολίτες δεν δείχνουν μεγάλη επιθυμία για διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Στο σχετικό ερώτημα έξι στους δέκα (57,8%) συντάσσονται με την κυβερνητική θέση για κάλπες στο τέλος της τετραετίας και μόλις τέσσερις στους δέκα (38,3%) δηλώνουν ότι… βιάζονται να πάνε να ψηφίσουν το προσεχές φθινόπωρο.
Απειλή για την καθημερινότητα
Οι πολίτες, άλλωστε, φαίνεται ότι ανησυχούν πολύ από τα όσα συμβαίνουν γύρω μας και κυρίως από όσα απειλούν την καθημερινότητά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν τρεις στους τέσσερις (73,8%) υποδεικνύουν ως πηγή της μεγαλύτερης ανησυχίας τους τις ανατιμήσεις των προϊόντων και συνολικά την ακρίβεια που απειλεί τους προϋπολογισμούς όλων μας. Ενας στους δύο (ήτοι 48% επί του συνόλου) εκφράζει, εξάλλου, ανησυχία για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ σε υποχώρηση είναι απειλές που είχαν κυρίαρχη θέση το προηγούμενο διάστημα όπως η πανδημία, τα εθνικά θέματα, η εγκληματικότητα, το Μεταναστευτικό και οι φυσικές καταστροφές.
Ενδεικτικό της θετικής προαίρεσης που δείχνει να έχει η πλειονότητα για την κυβερνητική πολιτική είναι και η άποψη που εκφράζεται σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα προβλήματα. Το 26% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι «δεδομένων των συνθηκών, κάνει ό,τι μπορεί» και το 31,4% «προσπαθεί, αλλά θα μπορούσε να κάνει περισσότερα». Στον αντίποδα, το 23,1% πιστεύει ότι «είναι μια επικίνδυνη κυβέρνηση» και το 18,5% «κινείται σε λάθος κατεύθυνση». Χαρακτηριστικό είναι ότι το 53,5% πιστεύει ότι αιτία για την ακρίβεια είναι η διεθνής ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος, έναντι του 44,4% που υποδεικνύει την κυβερνητική πολιτική, συντασσόμενο με την αντιπολίτευση. Σε ό,τι αφορά, τέλος, τα μέτρα στήριξης από την ακρίβεια που ελήφθησαν έως τώρα από την κυβέρνηση, το 44% απαντά ότι δεν συνιστούν «σχεδόν καμία βοήθεια», το 39% ότι ήταν «μια μικρή, αλλά αναγκαία βοήθεια», ενώ το 16,8% εκτίμησε ότι «δεδομένων των συνθηκών, είναι μια σημαντική βοήθεια».
Αξιοσημείωτη αντοχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Η έρευνα της MARC για το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» διενεργήθηκε σε μια περίοδο πυκνή σε πολιτικά γεγονότα. Σε μια περίοδο γενικευμένης ανασφάλειας για τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και τις οικονομικές του επιπτώσεις. Με πρόσφατο τον απόηχο από τα συνέδρια του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ., την αλλαγή του ονόματος του ΚΙΝ.ΑΛ., την αύξηση του κατώτατου μισθού, τα κυβερνητικά μέτρα ανάσχεσης των ανατιμήσεων στην ενέργεια.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων και έναν χρόνο περίπου πριν από τη λήξη της τετραετούς θητείας της, εμφανίζει αξιοσημείωτη αντοχή. Αντοχή ασυνήθη στην πρόσφατη πολιτική ιστορία για κυβερνητικά κόμματα στο δεύτερο μισό της θητείας τους, πολλώ δε μάλλον εν μέσω πολλαπλών κρίσεων.
Μάλιστα, μετά τις ανακοινώσεις των πρόσφατων κυβερνητικών μέτρων στήριξης καταγράφεται βελτίωση της εκλογικής επίδοσης της Ν.Δ., που ανεβάζει και πάλι τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ σε διψήφιο ποσοστό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να υπερέχει σε δημοτικότητα έναντι των πολιτικών του αντιπάλων και συγκεντρώνει υψηλό ποσοστό εμπιστοσύνης στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας σε περιόδους κρίσεων.
Είναι φανερό πως οι κυβερνητικές παρεμβάσεις, ιδίως για την αντιμετώπιση των αυξήσεων στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, είχαν θετική επίδραση στην εικόνα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Ωστόσο, η οριστική αποτίμηση της κρατικής παρέμβασης και ο πολιτικός της αντίκτυπος θα φανούν στη συνέχεια, μετά την υλοποίησή της. Θα αξιολογηθεί στην πράξη, καθώς αρκετοί είναι εκείνοι που αδυνατούν να υπολογίσουν το όφελος που προκύπτει για τον οικογενειακό προϋπολογισμό ή για τα έξοδα της επιχείρησής τους.
Ταυτόχρονα, η εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η δημοτικότητα του Αλέξη Τσίπρα δεν εμφανίζουν ιδιαίτερες μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση. Παρά την αύξηση της αντιπολιτευτικής πίεσης, δεν κατορθώνει ακόμη να πείσει ως αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή ευρύτερα ακροατήρια. Η διείσδυση στους ψηφοφόρους του Κέντρου αποδεικνύεται μία όχι εύκολη υπόθεση.
Το ΠΑΣΟΚ καταγράφει σε σχέση με τον Μάρτιο πτώση της τάξης του 0,7%, αλλά διατηρεί την υψηλή του συσπείρωση, καθώς και τα στατιστικά σημαντικά μετεκλογικά του κέρδη. Ωστόσο, η μείωση της δημοτικότητας του Νίκου Ανδρουλάκη είναι αυτήν τη φορά μεγαλύτερη. Από 43,7% τον Μάρτιο σε 35% τον Μάιο. Η μείωση της δημοτικότητας του νέου αρχηγού του ΠΑΣΟΚ εντοπίζεται κυρίως στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. και χρονικά αρχίζει να καταγράφεται μετά τις δηλώσεις του πως δεν θα συναινέσει σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα ή τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τα μικρότερα κόμματα διατηρούν τα ποσοστά τους χωρίς ιδιαίτερες αυξομειώσεις και οι αναποφάσιστοι κυμαίνονται σε παραπλήσια ποσοστά με την προηγούμενη έρευνα.
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν πως οι πολιτικοί συσχετισμοί χαρακτηρίζονται κυρίως από την απουσία σοβαρών μεταβολών, ικανών να ανατρέψουν τη μεγάλη εικόνα.
Ωστόσο, η περίοδος που έχουμε μπροστά μας κάθε άλλο από κανονική και προβλέψιμη μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου με τις οικονομικές επιπτώσεις και τις δυσκολίες που επιφέρουν, τα Ελληνοτουρκικά, η πορεία της πανδημίας, είναι σημαντικές παράμετροι και ίσως όχι οι μόνες που θα επηρεάσουν μελλοντικά απόψεις, στάσεις και συμπεριφορές. Οι πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται υπό συνεχή αξιολόγηση και θα κριθούν από το κατά πόσο μπορούν με υπευθυνότητα και, δεδομένων των συνθηκών, πιο αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουν τις επερχόμενες προκλήσεις.
Τίποτε δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο, καθώς είμαστε σε βαθιά, αχαρτογράφητα νερά.