Οι τράπεζες σήμερα μετασχηματίζονται ραγδαία. Με λιγότερα υποκαταστήματα, περισσότερες ψηφιακές πλατφόρμες, λιγότερους υπαλλήλους, περισσότερη εξ αποστάσεως εργασία, και με στελέχη που διαρκώς εκπαιδεύονται στις νέες τεχνολογίες. Η οικονομία ψηφιοποιείται, οι προκλήσεις των τραπεζών πολλαπλασιάζονται, αλλά η αύξηση της κερδοφορίας αποτελεί για τις τράπεζες στρατηγικό μονόδρομο. Θα επιτευχθεί εφόσον και η οικονομία αποκτήσει εκ νέου βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Αυτό μεταξύ πολλών άλλων τονίζεται σε σημαντική μελέτη του γνωστού οικονομολόγου και πρώην υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη, η οποία αναφέρεται στην κρίση και τα χρηματοπιστωτικά ανοίγματα στην Ελλάδα.
Μεσοπρόθεσμα, υπογραμμίζεται επίσης μεταξύ άλλων, μετά την ευκταία εξυγίανση των ισολογισμών, οι προκλήσεις των ελληνικών τραπεζών παραμένουν μεγάλες. Το διεθνές περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων, ο έντονος διεθνής ανταγωνισμός από εταιρείες υψηλής τεχνολογίας που σταδιακά εισχωρούν στη λιανική τραπεζική και η διαρκής αυστηροποίηση του ευρωπαϊκού εποπτικού πλαισίου πιέζουν την κερδοφορία τους, όπως ακριβώς και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Στην Ελλάδα η κερδοφορία πιέζεται και για επιπλέον εγχώριους λόγους, όπως η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, που φέρνει αυτόματη μείωση στη λογιστική αποτύπωση της κερδοφορίας, η ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα και της συνολικής οικονομίας, που βραχυπρόθεσμα φέρνει τεράστια και κοστοβόρα αύξηση των επενδύσεων σε έργα πληροφορικής και σε εκπαίδευση των στελεχών, η ενεργοποίηση παραδοσιακών πελατών των τραπεζών, που στρέφονται προς εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης όπως εταιρικά ομόλογα, private equity funds, private debt funds, mezzanine funds, crowd funding κλπ., το υψηλό λειτουργικό κόστος, που κληρονομήθηκε από την εποχή των παχέων αγελάδων, η απώλεια έμπειρου στελεχιακού δυναμικού ως αποτέλεσμα της προηγούμενης εγχώριας οικονομικής κρίσης, κ.ά.
Το έτος 2021, κατά τον κ. Γκίκα Χαρδούβελη αναμένεται να είναι δυσκολότερο από το 2020 για τις τράπεζες. Η περίοδος χάριτος (moratorium) προς τους δανειζόμενους υπό την ανοχή του SSM (Single Supervisory Mechanism ή Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) πιθανόν να έχει τελειώσει και οι τράπεζες θα κληθούν να επαναξιολογήσουν την πιστοληπτική ικανότητα των ιδιωτών και των εταιρειών-πελατών τους με βάση τα νέα δεδομένα και να χορηγήσουν φρέσκα κεφάλαια. Και η πίεση για χρηματοδότηση θα είναι μεγάλη, παρά τις πιθανόν δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες. Παρά ταύτα, δεν αναμένεται ένας άμεσος νέος φαύλος κύκλος μεταξύ οικονομίας και τραπεζικού τομέα, όπως στο παρελθόν.
Και ο λόγος είναι ότι ενώ τα προβλήματα της οικονομίας μεταφέρονται στις τράπεζες, τα προβλήματα των τραπεζών δεν μεταφέρονται πλέον στην οικονομία με την ίδια δεινότητα και αμεσότητα, όπως στο πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα, σε αντίθεση με την ελληνική κρίση 2010-2018, η ρευστότητα υπάρχει και είναι διαθέσιμη ώστε να διοχετευτεί προς τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Στα επόμενα χρόνια αναμένεται, επίσης, και στήριξη της οικονομίας από τα ευρωπαϊκά ταμεία, με πόρους έως περίπου €70 δις και χωρίς τις περιοριστικές δεσμεύσεις για μεγάλου μεγέθους πρωτογενή πλεονάσματα, που υπήρχαν στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης.
Το 2021-2023 είναι δυνατή η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών χωρίς νέες αυξήσεις κεφαλαίου, όπως επισημαίνεται στα αισιόδοξα από τα σενάρια της ανάλυσης και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση, κατά τη μελέτη, η ελληνική οικονομία να σταθεί όρθια το 2020-2021 και οι τράπεζες να μην αντιμετωπίσουν μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, γεγονός που θα επέφερε νέες απαιτήσεις για προβλέψεις επισφάλειας και ίδια κεφάλαια.
Δεύτερη προϋπόθεση, η σταδιακή επιστροφή στην προ-κρίσης κανονικότητα με βελτίωση στην κουλτούρα πληρωμών των δανειζομένων και στη γενικότερη ψυχολογία του επιχειρηματία και του καταναλωτή. Τρίτη προϋπόθεση, οι τιμές μεταβίβασης των χαρτοφυλακίων των ΜΕΑ να μην υποστούν σημαντική μείωση σε σχέση με τις τιμές πριν την κρίση του κορωνοϊού. Τέταρτη προϋπόθεση, ο SSM να συνεχίσει την πολιτική ανοχής απέναντι στα προβλήματα των τραπεζών στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ελπίδα είναι οι προϋποθέσεις αυτές να ικανοποιηθούν ώστε ένας νέος ενάρετος κύκλος να ξεκινήσει ανάμεσα στον τραπεζικό τομέα και την πραγματική οικονομία.
Πηγή: newmoney.gr