Γράφει ο Έφη Αλικάκου
Η είδηση για τη δήλωση του κυρίου Αριστείδη Μπαλτά περί μη νομικής διεκδίκησης των γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο μπορεί να σχολιαστεί μέσα από πολλά πρίσματα και να φιλτραριστεί με διαφορετικούς τρόπους. Οπωσδήποτε κρίνεται άστοχη νομικά καθότι κανένα υποκείμενο δικαίου, και στη προκειμένη περίπτωση ένα κράτος που εν προκειμένω νομιμοποιείται προδήλως να αιτηθεί τον επαναπατρισμό της πολιτιστικής του κληρονομιάς, δεν ξεκινά με τη παραδοχή «θα χάσουμε οπότε η προσπάθεια είναι χαμένος κόπος». Αν όλες οι διεκδικήσεις είτε αστικής είτε διοικητικής φύσεως ενώπιον των δικαστηρίων ξεκινούσαν έτσι, οι νομικοί θα πεινούσαν και το δίκαιο θα έμενε στα «χαρτιά».
Δευτερευόντως ο κ. Μπαλτάς, είναι βέβαιο ότι δεν αντιλήφθηκε ακόμα κι αν εκ των υστέρων πληροφορήθηκε τη σκληρή κριτική που του ασκήθηκε, πώς ένιωσε κάθε Έλληνας ακούγοντάς τον να λέει ότι η χώρα μας δεν θα διεκδικήσει νομικά ένα καθ’ όλα δίκαιο αίτημά της, από φόβο μήπως ηττηθεί. Μιλάμε για ένα λαό εξουθενωμένο και πλήρως απογοητευμένο που αν και κατά μία έννοια τα ήθελε και τα πάθε, εντούτοις ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου αισθάνεται συχνά, και όχι άδικα, την ανάγκη να γραπωθεί από το παρελθόν και από όλα αυτά που κατά καιρούς τον κάνουν περήφανο για τη καταγωγή του. Είναι αλήθεια ότι τα κυρίαρχα, ευνομούμενα κράτη δεν έχουν ανάγκη να στρέφονται στις ρίζες και στο παρελθόν: «Αλίμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες» είχε γράψει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Πρέπει όμως να αξιολογήσουμε αυτή την αντίληψη εντάσσοντας την στο πλαίσιο των χαλεπών εποχών που διανύουμε και να επιδείξουμε επιείκεια. Κάποιοι σύγχρονοι Έλληνες όντως δεν νοιάζονται για αυτές τις «πέτρες», για αυτές που πολέμησαν οι πρόγονοι μας όπως είχε πει ο μέγας Μακρυγιάννης, υπάρχουν όμως και άλλοι που δάκρυσαν κρυφά για αυτές όταν τις αντίκρισαν ξενιτεμένες στο μακρινό, βροχερό Λονδίνο.
Ο υπουργός λοιπόν φαίνεται ότι δεν πήρε είδηση πως προ του έτους που αναμείχθηκε για πρώτη φορά η γνωστή δικηγόρος Αμάλ Αλαμουντίν, υπήρξαν εκατοντάδες διεθνή δημοσιεύματα που υποστήριξαν το ελληνικό αίτημα, προβάλλοντας παράλληλα το νέο Μουσείο της Ακρόπολης που κατασκευάστηκε κυρίως γι’ αυτό τον λόγο. Στη συνέχεια έγιναν τρεις ερωτήσεις ακόμη και στο βρετανικό Κοινοβούλιο από βουλευτές που χαρακτήρισαν «ντροπή για το Ηνωμένο Βασίλειο» την άρνηση του μουσείου τους να επιστρέψει τα κλαπέντα. Η δε κ. Αλαμουντίν έχει δεσμευθεί να δώσει ακόμη μία διεθνή συνέντευξη Τύπου στην Ελλάδα για να παρουσιάσει το πόρισμα του γραφείου της, ανεξαρτήτως αν η κυβέρνηση θα το αξιοποιούσε. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι ότι προ τεσσάρων ημερών ο ΟΗΕ μνημόνευσε ρητά την ανάγκη «επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα» στο πλαίσιο της απόφασής του για την «απόδοση πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους». Όλη αυτή η κινητοποίηση που ενίσχυσε και ενισχύει τη διεκδίκηση των γλυπτών προσδίδοντας της μεγάλη δημοσιότητα σε διεθνές επίπεδο ανήκει πλέον στην ιστορία κι αυτό γιατί η αβελτηρία του κυρίου Μπαλτά έφτασε για μία ακόμα φορά στο ζενίθ αναδεικνύοντας τη κρετίνικη φύση της παρούσας κυβέρνησης της οποίας τα λοιπά στελέχη τήρησαν εκκωφαντική ισχύ αναφορικά με τη δήλωση.
Όσο για τα γλυπτά, αυτά μία μέρα θα επιστρέψουν, το Μελινάκι θα ξαναγεννηθεί και εμείς θα δακρύσουμε, από χαρά αυτή τη φορά, όταν θα τα δούμε να δεσπόζουν στο μουσείο της Ακρόπολης. Αρκεί να απαλλαγούμε το συντομότερο από τ’ασκέρι των μπαλτάδων..