*Αναδημοσίευση από protothema.gr
Του Γρηγόρη Τζιοβάρα
Το γνωστό και αρκούντως μακάβριο ανέκδοτο με το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος το οποίο, προκειμένου να αποφύγει την επαπειλούμενη εκτέλεση από τον υπαίτιο του βαρύτατου τραυματισμού του, κρύβει επιμελώς τις πληγές του, αναφωνώντας «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε…», θύμιζαν στην πλειονότητά τους οι χθεσινοβραδινές αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος
Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων που παρήλασαν από τα στούντιο των τηλεοπτικών καναλιών έδειχναν να μην έχουν συναίσθηση ότι η έκβαση της ευρωκάλπης βοούσε από τα ηχηρά μηνύματα αποδοκιμασίας του συνόλου του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Αποδοκιμασία η οποία εκφράστηκε πρωτίστως μέσω της συντριπτικής αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία και δευτερευόντως από το γεγονός ότι, με ελάχιστες -και πάντως όχι αξιομνημόνευτες- εξαιρέσεις, σχεδόν καμία από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν σε αυτό τον εκλογικό στίβο δεν κατάφερε να περάσει τον στόχο που είχε θέσει προεκλογικά.
Αν και, για να μην αδικούμε κανέναν, πρέπει να επισημάνουμε ότι, με εξαίρεση κάποια χειροκροτήματα για την… τόνωση της ψυχολογίας των αρχηγών, έλλειψαν οι πανηγυρισμοί από τους ελάχιστους συγκεντρωμένους οπαδούς έξω από τα κομματικά γραφεία, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι στις μετεκλογικές δηλώσεις δεν ακούστηκε από κανένα ηγετικό χείλος η αναγνώριση της αυτονόητης αλήθειας που είναι ότι σχεδόν όλοι πέρασαν κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που οι ίδιοι είχαν θέσει.
Όπως και στις τοποθετήσεις που έγιναν στα τηλεοπτικά πάνελ από στελέχη που είχαν πάει εκεί από νωρίς εφοδιασμένα με «σκονάκια» για την ωραιοποίηση της δικής τους κατάστασης και την ανάδειξη των αδυναμιών των αντιπάλων τους, έτσι και από τις δηλώσεις των αρχηγών έλειψαν οι θαρραλέες παραδοχές και η διάθεση για αυτοκριτική.
Αντιθέτως, όλοι είχαν να προβάλλουν κάποιον δικαιολογητικό ισχυρισμό, προκειμένου να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις. Το κυβερνητικό κόμμα, για παράδειγμα, έδωσε έμφαση στο διψήφιο προβάδισμα που το χωρίζει από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές. Επεχείρησε έτσι να παρακάμψει το γεγονός ότι όχι μόνον δεν πέτυχε τον στόχο της επανάληψης του 33,12% που είχε λάβει στις προηγούμενες ευρωεκλογές, αλλά και ότι, με το 28,27% στο οποίο υποχώρησε και είναι το χαμηλότερο που έχει πάρει πρώτο κόμμα σε ευρωπαϊκές εκλογές, έχασε και την άτυπη δεύτερη γραμμή άμυνας που ήταν να μην πέσει κάτω από 30%.
Ομοίως, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος υποχώρησε στο 14,9% και βρέθηκε τρεις μονάδες κάτω από το περυσινό βουλευτικό ποσοστό που πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας και οκτώ μονάδες κάτω από το ποσοστό που είχε στην ευρωκάλπη του 2019, επεχείρησε να ρίξει το βάρος στη μείωση της διαφοράς με τη ΝΔ από τις 23 στις 13,5 μονάδες. Πλην, όμως, η επιχείρηση παραπέμπει σε ένα ακόμη γνωστό και μακάβριο ανέκδοτο με τους υδατοσφαιριστές οι οποίοι, ενώ είχαν χάσει συντριπτικά τον αγώνα, πανηγύριζαν έξαλλα επειδή στο προηγούμενο παιχνίδι είχαν και… ανθρώπινες απώλειες από πνιγμό.
Ούτε φυσικά το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη μπορεί να είναι ευχαριστημένο με την επίδοση του 12,8% που πέτυχε σε αυτή την κάλπη διαψεύδοντας δημοσκοπήσεις και αναλυτές. Η αύξηση , όμως, της δύναμής του σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του προηγούμενου χρόνου είναι πολύ ισχνή και δεν διασκεδάζει την εντύπωση από το γεγονός ότι δεν πέτυχε τον στόχο της δεύτερης θέσης που είχε θέσει. Πολύ περισσότερο που δεν κατάφερε να καρπωθεί από τη φθορά της κυβερνητικής παράταξης αλλά και από την εμφανή κρίση ηγεσίας που αντιμετωπίζει ο όμορος ΣΥΡΙΖΑ. Με τους ρυθμούς ανόδου που εμφανίζει θα χρειαστεί να περάσουν πολλές εκλογικές αναμετρήσεις για να μετατραπεί σε εναλλακτική δύναμη διακυβέρνησης.
Επίσης τα ποσοστιαία κέρδη τα οποία αποκόμισαν τα επόμενα στην κατάταξη κόμματα, όπως είναι η Ελληνική Λύση που υπερδιπλασίασε τις δυνάμεις της ή το ΚΚΕ που κινήθηκε μεν ανοδικά αλλά έχασε την τέταρτη θέση και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου που απέσπασε ευρωέδρα, δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ανατρέπουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων ή δημιουργούν νέα δεδομένα για τους διεκδικητές της μελλοντικής διακυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, από μόνο του το γεγονός ότι από αυτήν την εκλογική αναμέτρηση απουσίασαν πάνω από δύο εκατ. Έλληνες που ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, συνιστά μια δυσμενή πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να την παραβλέψει, χρεώνοντάς την στους αντιπάλους. Επειδή τα ποσοστά της αποχής μπορεί να μη δίνουν την πραγματική εικόνα, εξαιτίας του ότι οι εκλογικοί κατάλογοι χρόνια τώρα δεν έχουν εκκαθαριστεί από τεθνεώτες και ίσως και από διπλοεγγεγραμμένους, ας προσεγγίσουμε το θέμα από την μεριά της συμμετοχής.
Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2023 ψήφισαν σχεδόν 6,1 εκατ. Έλληνες πολίτες, αριθμός που στην επαναληπτική εκλογή που έγινε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου υποχώρησε στα 5,3 εκατ. ψηφοφόρους. Σε αυτές τις ευρωεκλογές οι εκλογείς που άσκησαν το δικαίωμά τους μόλις μετά βίας πέρασαν τα 4 εκατ., σπάζοντας κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής. Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις που ψήφισαν πέρυσι δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να το επαναλάβει φέτος, παρά τη διευκόλυνση που είχαμε από την καινοτόμα διαδικασία της επιστολικής ψήφου.
Συγκριτικά, εξάλλου, με την αντίστοιχη ευρωκάλπη του 2019, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν από 750 χιλιάδες ψηφοφόρους, ενώ στον αντίποδα η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου κέρδισε 134 χιλιάδες ψηφοφόρους, το ΚΚΕ προσεταιρίστηκε 65 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους και το ΠΑΣΟΚ πρόσθεσε στις δυνάμεις του μόλις 62 χιλιάδες επιπλέον ψηφοφόρους.
Κατόπιν τούτων, ποιο αλήθεια από τα κόμματα, δικαιούται να αναλύσει τα αποτελέσματα της Κυριακής καταλήγοντας στο ανεκδοτικό… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»;
Πηγή : protothema.gr