Σημαντικό έλλειμμα σχεδιασμού για την εποχή μετά «μνημόνιο» εντοπίζει στην τριμηνιαία έκθεσή του για την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2014 το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ξεκαθαρίζοντας πως οποιαδήποτε λύση και αν τελικά επιλεγεί για την μετα-μνημονιακή εποχή, θα συνοδεύεται από στενή εποπτεία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, πράγμα που όπως τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης συχνά το παραβλέπει η δημόσια συζήτηση.
Οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν πως οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα γίνονται σε ένα εξελισσόμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο σχετικά με την πορεία της ευρωπαϊκής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. «Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές κι ευρωπαϊκό περιβάλλον, σα να είναι πάνω σε κινούμενη άμμο», τονίζεται στην έκθεση.
Όπως υπογραμμίζεται, αν και η τελευταία αξιολόγηση της πορείας του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα το Νοέμβριο, ωστόσο έχουν συσσωρευτεί εκατοντάδες εκκρεμείς υποχρεώσεις της ελληνικής πλευράς με την ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματεύεται «άλλη μια φορά» όχι τόσο τους όρους οικονομικής πολιτικής (αυτοί έχουν καταγραφεί στο συμφωνημένο πρόγραμμα προσαρμογής, δηλαδή στο δεύτερο «μνημόνιο») όσο το αν, πώς ή σε ποιο βαθμό μπορούν να εφαρμοσθούν, να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν.
Σύμφωνα με τους ίδιους, συμπτωματικό της ρευστής κατάστασης είναι, επίσης, ότι δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον «μνημόνιο» που τελειώνει το 2014, ενώ όσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κλπ) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις. Στην έκθεση υπογραμμίζεται δεικτικά ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία από τις χώρες που στηρίχθηκαν από ΕΕ και ΔΝΤ που ακόμα διαπραγματεύεται διάφορα ζητήματα του προγράμματος προσαρμογής και δεν έχει διαμορφώσει στρατηγική για την περίοδο μετά το «μνημόνιο».
Κριτική
Περιγράφοντας τη δημόσια συζήτηση που κυριαρχεί από πλευράς τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το ζήτημα του «τέλους του μνημονίου» το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει πως με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, ενώ προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσης απαιτήσεων και τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ως τώρα ήταν λάθος.
Σύμφωνα με την έκθεση η κυβέρνηση είχε προσανατολισθεί σε μια επιλογή τεσσάρων σημείων:
- Αποχώρηση του ΔΝΤ και αποφυγή προσφυγής στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για νέο δανεισμό, που θα συνοδευόταν με όρους οικονομικής πολιτικής (δηλαδή μνημόνιο).
- Έξοδος στις αγορές για αναχρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
- Διαπραγμάτευση για αναδιάρθρωση του χρέους.
- Αποφυγή νέων δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις.
Στο σημείο αυτό διατυπώνονται επικρίσεις για το κυβερνητικό σκεπτικό ότι μετά την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και τη σχετική υποχώρηση των «αποδόσεων» των κρατικών ομολόγων, θα ήταν δυνατή η αναχρηματοδότηση ληξιπρόθεσμων χρεών το 2015 και 2016 (κατ’ αρχάς) με προσφυγή στις αγορές. «Η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος δρόμος για απεμπλοκή της χώρας από την τρόικα. Στην περίπτωση αυτή, οι αγορές θα κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοδοτικού κενού του 2015-16, δηλαδή συνολικά 27,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το με το ΔΝΤ», σημειώνεται στην έκθεση.
Υπογραμμίζεται επίσης πως η ελληνική στρατηγική της εξόδου χωρίς πρόγραμμα ήταν αντίθετη προς τις απόψεις των εταίρων στην ΕΕ, οι οποίοι υποστήριζαν εμφανώς μια διαφορετική σειρά ενεργειών – διεκπεραίωση των προαπαιτούμενων (όσων γίνεται τέλος πάντων), αξιολόγηση της έως τώρα πορείας, αξιόπιστο πρόγραμμα για τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με μια προληπτική γραμμή πίστωσης από τον ESM και στη συνέχεια διαπραγμάτευση για το χρέος.
«Η ελληνική επιλογή «έξοδος στις αγορές, όχι νέο πρόγραμμα» δεν στηριζόταν σε μια ρεαλιστική εκτίμηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα ήταν η απότομη άνοδος των «αποδόσεων» στα μέσα Οκτωβρίου 2014. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων ξεπέρασαν το 9%! Ευτυχώς, η κυβέρνηση έσπευσε να αλλάξει στάση», αναφέρεται στο κείμενο της έκθεσης.
Ακόμη, υποστηρίζεται πως το τέλος του «μνημονίου» και η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δε σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δε βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή ενός πειστικού αναπτυξιακού προγράμματος, που όμως δεν υπάρχει ή δεν έχει ανακοινωθεί. Εμφατικά δε αποσαφηνίζεται πως σε ένα τέτοιο πλαίσιο εθνικών πρωτοβουλιών η συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι απολύτως απαραίτητη, καθώς πρέπει να στηρίζεται σε φθηνούς πόρους που προέρχονται από τον ESM, την ΕΚΤ και άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή υποστηρίζει πως υπάρχουν αβεβαιότητες ως προς το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2014 που οφείλονται στις εκκρεμότητες της οικονομικής πολιτικής, στην πορεία των φορολογικών εσόδων (π.χ. αν θα επιτευχθεί η είσπραξη του 25% των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο) και στην κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος. Το ζήτημα είναι ότι οι σχεδιασμοί και ανασχεδιασμοί δεν έχουν τέλος, τροφοδοτώντας τη γενικότερη αβεβαιότητα, που με τη σειρά της εμποδίζει την ανάπτυξη
Τέλος, σημειώνεται πως την πρόβλεψη ταχείας μεγέθυνσης της τάξης του 2,9% το 2015 με περαιτέρω αύξηση στο 3,5% το 2016 βαρύνουν σημαντικές αβεβαιότητες εξωτερικής και εσωτερικής προέλευσης. «Σε μέσο και μακροπρόθεσμη προοπτική το μείζον είναι οι προσδοκίες για τη διατηρησιμότητα των όσων έχουν επιτευχθεί και η επιστροφή σε μια ανάπτυξη διαρκείας. Διατηρησιμότητα και ανάπτυξη διαρκείας όμως εξαρτώνται από) τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, την ποιότητα των μεταρρυθμίσεων (που πρέπει να γίνουν), την πολιτική σταθερότητα και τυχόν απότομες εξωτερικές διαταραχές», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο κείμενο της έκθεσης.