Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Πρόσφατα ολοκληρώθηκε και δόθηκε στην δημοσιότητα η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού στην Βουλή, το οποίο κρίνει επιβεβλημένη την άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο. Ακόμα στα ευρήματα της έκθεσης προστίθεται η σαφής αιχμή που βρίσκεται μέσα στην έκθεση σχετικά με την καθυστέρηση της αξιολόγησης προκειμένου να αποκομίσει η Κυβέρνηση πολιτικά οφέλη.
Αναλυτικότερα,η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς ολοκληρώνεται, αν δεν συμβούν αιφνίδιες πολιτικές εκπλήξεις, επομένως θα προχωρήσει τότε η πρώτη αξιολόγηση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (=Μνημονίου) και θα ακολουθήσει η εκταμίευση δόσεων της δανειακής σύμβασης. Αν όλα πάνε καλά θα αφήσουμε πίσω τη φάση κατά τη διάρκεια της οποίας πολλοί πολιτικοί «φλέρταραν με αυταπάτες» – για να χρησιμοποιήσουμε την ειλικρινή δήλωση του Προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση.
Παρά τις επιφυλάξεις για το τελικό «μείγμα πολιτικής», η εξέλιξη θα είναι καλή για πολλούς λόγους: Θα εκπέμπει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση έχει οριστικοποιήσει την απόφασή της για την επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει η χώρα για να επιτύχει όσο γίνεται τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων. Αυτό μπορεί να συμβάλει σε σταθεροποίηση ή/ και βελτίωση του πολιτικού και οικονομικού κλίματος την επόμενη περίοδο και, επομένως, στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας στην πολιτική (αν δεν εξουδετερωθεί από άλλες ενυπάρχουσες τάσεις και δομές).
Η αναμενόμενη πλέον ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» θα συμπληρώσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα. Λογικά αναμένουμε ότι θα δοθεί επιπλέον ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες, αν, όπως διαφαίνεται αρχίσουν να υλοποιούνται και άλλες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες η χώρα δεσμεύθηκε το καλοκαίρι, όπως για παράδειγμα, οι ιδιωτικοποιήσεις. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ήδη εξαγγείλει ότι θα εντάξει και την Ελλάδα στο περιβόητο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (= επαναγοράς κρατικών ομολόγων) που ήδη τρέχει για άλλες χώρες. Τέλος, μετά από μια συμφωνία, θα επιταχυνθεί η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης για την πρώτη αξιολόγηση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παράταση της διαπραγμάτευσης (που έπρεπε να είχε τελειώσει τον Οκτώβριο / Νοέμβριο 2015 σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα) είχε σημαντικό κόστος. Έτεινε επίσης να παγιώσει την απαισιοδοξία, δημιουργώντας συν- θήκες που αποτρέπουν τη βελτίωση των πραγμάτων αμέσως μετά την αξιολόγηση.
Όπως ήδη σημειώσαμε, η υφεσιακή υποτροπή εμπόδισε την ελληνική οικονομία να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες, όπως η υποτίμηση του ευρώ και η πτώση της τιμής του πετρελαίου. Προς το παρόν, η χώρα παραμένει σε ύφεση.3 Το 2015 έκλεισε με μικρή ύφεση -0,2%, η οποία παρατείνεται και το 2016 και θα ανέλθει σε -0,7% σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη σημειώνει ελαφρά θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών που ήταν σε Μνημόνια. To 2016 θα είναι συνολικά το ένατο έτος μιας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης με πτώση του ΑΕΠ από το 2008 που πλησιάζει το 28% αθροιστικά και ανεργία της τάξης πάνω από 24%. Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες για δραστική βελτίωση της κατάστασης. Η χώρα είναι αντιμέτωπη με συσσωρευμένες υστερήσεις δεκαετιών (και της περιόδου των προηγούμενων Μνημονίων) στα μεταρρυθμιστικά ζητήματα και με ένα σαθρό υπόβαθρο της δημόσιας οικονομίας- επίσης κληρονομημένο από το παρελθόν.
Τις προοπτικές της χώρας επηρεάζουν αρνητικά η αμφισημία και οι αναβολές στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες εδώ, αλλά πιέζει ο χρόνος όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην περίπτωση του ασφαλιστικού: Όσο μετατίθενται οι αναγκαίες τομές, τόσο μεγαλώνει ο λογαριασμός που θα πρέπει να πληρωθεί για να γίνει βιώσιμο και περιορίζονται τα περιθώρια για δίκαιη κατανομή των βαρών της προσαρμογής του, παρά τις δημοσιοποιούμενες καλές προθέσεις. Πολλά θα κριθούν από την τελική μορφή του νομοσχεδίου που κατέθεσε ο Υπουργός Εργασίας πριν από μερικές μέρες.6 Η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού είναι σήμερα το μείζον (αν και όχι το μοναδικό) κριτήριο για την αξιολόγηση του νομοσχεδίου.
Η κυβέρνηση πέτυχε να ξεπεράσει τους δημοσιονομικούς στόχους του 2015 και αυτό μάλλον θα συνεχισθεί το 2016. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2015 καταγράφεται τελικά πρωτογενές πλεόνασμα που διέψευσε τις απαισιόδοξες προβλέψεις ακόμα και του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2015 και ανήλθε σε 0,7 % του ΑΕΠ. 12 Επίσης, το πρωτογενές πλεόνασμα του ΚΠ το πρώτο τρίμηνο του 2016 παρουσιάζει αξιοσημείωτη αύξηση τόσο σε ετήσια βάση όσο και σε σχέση με τον στόχο του Προϋπολογισμού 2016. Ως πρόσφατα το ΔΝΤ αμφισβητούσε κάθε θετικό μέγεθος, μεταξύ άλλων γιατί συνεκτιμούσε την αύξηση των ανεξόφλητων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του. Το Ταμείο εκτιμούσε συγκεκριμένα πως ο προϋπολογισμός του 2015 έκλεισε με πρωτογενές έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ. Πρέπει πάντως να ξεκαθαρισθεί ποιοι από τους παράγοντες που ευνόησαν το πρωτογενές πλεόνασμα έχουν προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα!
Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες πολιτικών επιλογών στη σημερινή κατάσταση, θέτουμε τέλος το ερώτημα αν το «μείγμα πολιτικής» του Μνημονίου, όπως συνήθως ορίζεται με βάση τη σχέση φορολογικών εσόδων και κρατικών δαπανών, θα αποτρέψει ή αναβάλει την επιστροφή στην ανάπτυξη. Το μείγμα σήμερα χαρακτηρίζεται από αύξηση των φόρων (βλ. πιο κάτω), αλλά σταθερότητα των κρατικών δαπανών. Η αναμενόμενη αύξηση των φόρων (ΕΝΦΙΑ, φόρων εισοδήματος, καταναλωτικών φόρων) και ενδεχομένως ασφαλιστικών εισφορών λειτουργεί αντιπαραγωγικά στην πλευρά της προσφοράς και μειώνει τη ζήτηση.
Για τον λόγο αυτό προτείνεται από διάφορες πλευρές (π.χ. ΕΚΤ) το βάρος να μετατεθεί στις δαπάνες. Αλλά και η μείωση των δαπανών θα έθιγε τη ζήτηση. Κατά τη γνώμη μας τα διλήμματα δεν μπορούν να λυθούν ικανοποιητικά σε ένα τόσο γενικό επίπεδο, αλλά θα πρέπει να εξετασθούν σοβαρά στο πλαίσιο αλλαγών τόσο στη δομή (και ποιότητα) των δαπανών, όσο και στη δομή της φορολογίας. Ως προς τη δομή της φορολογίας, προεξέχουσα θέση κατέχει η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που έχει τη μορφή μιας fatamorgana, αφού διάφορα μέτρα που έχουν κατά καιρούς συζητηθεί (ηλεκτρονικές συναλλαγές κ.α.) παραμένουν μετέωρα. Το ίδιο ισχύει και για την αναδιάρθρωση των φορολογικών υπηρεσιών.
Και ο κίνδυνος είναι εμφανής τα νέα φορολογικά μέτρα που επιβαρύνουν τους πολίτες που ήδη φορολογούνται να επιδεινώσουν το οικονομικό κλίμα και να λειτουργήσουν ανασταλτικά για την ανάπτυξη μειώνοντας τις θετικές επιπτώσεις της αξιολόγησης, της εκταμίευσης των δόσεων κλπ. Από την πλευρά της δομής των δαπανών, διαπιστώνουμε ακαμψίες, ακόμα και για θέματα που έχουν συμφωνηθεί με το Μνημόνιο, όπως η περικοπή των αμυντικών δαπανών.
Το επόμενο τρίμηνο θα είναι κρίσιμο για την επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Η επιστροφή στην αναπτυξιακή ομαλότητα προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα. Πολιτικές αναταράξεις με οποιαδήποτε μορφή δεν θα βοηθήσουν την οικονομία. Οι λογικά αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις μιας θετικής αξιολόγησης στην οικονομία μπορεί να αναιρεθούν με διάφορες ενέργειες που υποτάσσονται στη λογική της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Η ολική πολιτική αμφισβήτηση των προηγούμενων Μνημονίων θα συμπαρασύρει και το τρίτο. Η Ελλάδα για δεκαετίες είχε ένα στρεβλό πρότυπο ανάπτυξης. Η ένταξή της στη ζώνη του Ευρώ δε συνοδεύτηκε από κατάλληλες οικονομικές πολιτικές, συμβατές με την επιλογή αυτή. Η κρίση του 2008 αποδόμησε το στρεβλό πρότυπο ανάπτυξης, οδήγησε την Ελλάδα εκτός αγορών και κατά συνέπεια σε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης υπό όρους (Μνημόνιο).
Παρά τα υφεσιακά αποτελέσματα που είχαν οι οικονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αυτό το οποίο πρέπει να κατανοηθεί είναι ότι τα προ- βλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε αφορούν τις χρόνιες δυσλειτουργίες των θεσμών και των μηχανισμών της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση, οι δομικές θεσμικές προσαρμογές (δηλαδή οι δημοσιονομικές και δομικές-θεσμικές προσαρμογές που καταπολεμούν δημοσιονομικά ελλείμματα, φοροδιαφυγή, υπερχρέωση, σπατάλη και διαφθορά, υστέρηση της παραγωγικότητας άκαμπτους θεσμούς, υπερχρέωση κ.λπ.), είναι αναγκαίες.
Εν κατακλείδι, η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι πολύ εμπεριστατωμένη και είναι ένας χρήσιμος μπούσουλας για την Κυβέρνηση προκειμένου με βάση αυτά τα εργαλεία να σχεδιάσει μια σαφή οικονομική πολιτική. Το γεγονός της μεταφοράς των διαθεσίμων όλων των δημοσίων υπηρεσιών στην Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί προάγγελο των συνεπειών από την μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης . Στην ουσία αν όντως έχει γίνει η καθυστέρηση για πολιτικά οφέλη θα πρέπει να ερευνηθεί, καθώς οι φόροι που θα ληφθούν ως νέα μέτρα θα αποδίδονται στην Κυβερνητική πολιτική που δεν φρόντισε να επισπεύσει την αξιολόγηση.