Τα ακραία φυσικά φαινόμενα (πλημμύρες, πυρκαγιές κ.αλ.) που έπληξαν και πλήττουν πολλές περιοχές της χώρας, προκαλούν αβεβαιότητες στην οικονομία, εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ).
Όπως επισημαίνεται στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα, με τα έως τώρα δεδομένα, οι στόχοι του προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 2,3% και πρωτογενές αποτέλεσμα 0,7% του ΑΕΠ φαίνεται να επιτυγχάνονται, υπό την προϋπόθεση μιας σειράς λεπτών χειρισμών.
«Στην τελική αποτίμηση των επιπτώσεων για την οικονομία, πέρα από τις αποζημιώσεις και τα μέτρα στήριξης για τις πληγείσες περιοχές που περιλαμβάνονται στον συμπληρωματικό προϋπολογισμό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ευρύτερο κόστος σε όρους καταστροφής παραγωγικών συντελεστών, το οποίο σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο εγκατάλειψης ορισμένων περιοχών θα προκαλέσει μακροχρόνιες απώλειες παραγωγικής δυναμικότητας», υπογραμμίζει η Έκθεση και προσθέτει:
«Από δημοσιονομική άποψη, οι δύο κρίσιμες προϋποθέσεις ώστε να μην υπονομευτεί η δημοσιονομική σταθερότητα είναι, αφενός, η μέγιστη δυνατή κάλυψη της ανοικοδόμησης από ευρωπαϊκούς πόρους και αφετέρου, η χρονική κατανομή των αποζημιώσεων, ώστε να μη συγκεντρωθούν εξ ολοκλήρου σε ένα μόνο έτος.
Διαφορετικά, θα πρέπει να αναζητηθούν πρόσθετες πηγές εσόδων, τακτικές ή έκτακτες, ώστε να καλυφθεί το σχετικό κόστος χωρίς απόκλιση από τον δημοσιονομικό στόχο και επιβάρυνση του δημόσιου χρέους».
Ακόμα το ΓΠΚΒ:
Αναφέρει πως ο ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο ήταν 2,7%, διαμορφώνοντας έναν μέσο ετήσιο ρυθμό στην περιοχή 2,3%-2,4% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023. Η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών ήταν οι βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης.
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,5% τον Αύγουστο, αισθητά μειωμένος σε σχέση με τον Αύγουστο του 2022 (11,2%) ενώ ο πυρήνας του (χωρίς ενέργεια και μη επεξεργασμένα τρόφιμα) μειώθηκε στο 6% (από 7,2% πέρυσι).
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας του ελληνικού δημόσιου χρέους από τον οίκο αξιολόγησης DBRS Morningstar που κατέστησε τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ χωρίς την ανάγκη της εξαίρεσης (waiver) και ταυτόχρονα αυξάνει την ρευστότητα που μπορούν να αντλήσουν οι ελληνικές τράπεζες χρησιμοποιώντας ως ενέχυρο τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. «Η αναβάθμιση αποτελεί αναγνώριση της ανθεκτικότητας και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας που ενισχύθηκε περαιτέρω από τις θετικές αξιολογήσεις που ακολούθησαν (R&I, Scope και Moody’s)».
Ως συνέπεια της αναβάθμισης αναμένεται να διευρυνθεί η βάση των αγοραστών των ελληνικών κρατικών ομολόγων ενώ, μεσοπρόθεσμα, θα μειωθεί το πριμ κινδύνου των ιδιωτικών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, επισημαίνει το Γραφείο. Σημειώνει, ωστόσο, πως «δεν αναμένεται κάποια σημαντική επίδραση στα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου καθώς φαίνεται πως η αναβάθμιση είχε ήδη προεξοφληθεί στις αγορές κρατικών ομολόγων».
Οι δημοσιονομικές και ευρύτερες οικονομικές προκλήσεις των φυσικών καταστροφών αποτελούν επιμέρους πλευρές της ευρύτερης υπαρξιακής πρόκλησης που θέτει η κλιματική κρίση. Η αναμενόμενη αυξημένη ένταση και συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων απαιτεί ενίσχυση του ρόλου του κράτους καθώς η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών είναι θεμελιώδης υποχρέωσή του.