Γράφει ο Γιώργος Γιανναντωνάκης
Απόγευμα της πρώτης ηλιόλουστης Κυριακής στο Μόναχο της Γερμανίας (το καλοκαίρι με πολλή καθυστέρηση έφτασε και στην υπόλοιπη Ευρώπη επιτέλους!) είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να αποτυπώσεις στο χαρτί τις άπειρες σκέψεις που σε κατακλύζουν και σε προβληματίζουν καθημερινά.
Η τελευταία φορά που είχα εκφράσει τις σκέψεις μου και τους προβληματισμούς μου για την κατάσταση στην Ελλάδα ήταν πριν τις εκλογές του Ιουνίου, άρα σχεδόν πριν από ένα ολόκληρο χρόνο. Σίγουρα λοιπόν υπάρχει πολύ και ενδιαφέρον υλικό από τότε και το διάστημα που έχει περάσει είναι αρκετό για να προσπαθήσεις να αναλύσεις, όσο πιο αντικειμενικά μπορεί κανείς, την κατάσταση και την τάση που επικρατεί στην Ελλάδα. Η ματιά μου πάντα βέβαια έχει σαν πηγή τα ερείσματα που δέχομαι σαν κάτοικος εξωτερικού, εδώ και 2 χρόνια, αλλά θέλω να πιστεύω, ότι και αυτή η ματιά έχει την σημασία της.
Ορμώμενος από την τελευταία μου επισήμανση θα αναφερθώ στην εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και στα μέσα του εξωτερικού μετά τις εκλογές τον περασμένο χρόνο. Μέχρι τότε η εικόνα που προβαλλόταν για την Ελλάδα στα διεθνή μέσα ήταν μίας χώρας που δεν κάνει τίποτα, καμία μεταρρύθμιση και απλά ζητάει όλο και περισσότερα δάνεια και επιβαρύνει τον Ευρωπαίο φορολογούμενο (αυτή η έκφραση “πουλάει” πολύ στο εξωτερικό). Είναι φοβερό πως στην δικιά μου περίπτωση το άκουσμα της λέξης Ελλάδα στα γερμανικά (Griechenland) συνοδευόταν πάντα με μία αρνητική κριτική από οπουδήποτε και αν αυτή προερχόταν. Τι άλλαξε λοιπόν στην εικόνα της Ελλάδας προς τα έξω μετά τις εκλογές? Η κυβέρνηση προσπάθησε να ξανακερδίσει την αξιοπιστία της και να ξαναμπεί στο πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων και της βελτίωσης της λειτουργικότητας του τεράστιου κρατικού μηχανισμού. Και πάνω από όλα, κατά την γνώμη μου, προσπάθησε να γίνει πιο εξωστρεφής με απώτερο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων – πραγματοποίηση ιδιωτικοποιήσεων.
Αναφορικά με το τελευταίο μια προσωπική άποψη, μιας και δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχει πάντα μόνο άσπρο ή μαύρο και ο καθένας πρέπει να έχει την μία ή την άλλη άποψη, χωρίς να αφήνεται περιθώριο για μέση λύση. Οι ιδιωτικοποιήσεις σαν έννοια υπάρχουν σε κάθε ανεπτυγμένη δυτική χώρα, καθώς είναι αδύνατον ένα κράτος να μπορεί να συντηρήσει τα πάντα, και πόσο μάλλον το δικό μας, που αποδεδειγμένα έχει αποτύχει. Το να αναλάβει ο “ξένος” ένα μέρος από τα αεροδρόμια ή από τα τρένα (που αποδεδειγμένα ήταν ζημιογόνα) με σκοπό να αναβαθμιστεί η ποιότητας ζωής των κατοίκων, δεν με βρίσκει προσωπικά αντίθετο. Μια μικρή παρένθεση εδώ, κανένας ξένος επενδυτής δεν έρχεται να επενδύσει στην Ελλάδα, χωρίς να επιδιώκει το κέρδος, αλλά επειδή αγαπάει την Ελλάδα και έχει περάσει πολλά όμορφα καλοκαίρια στην χώρα μας. Αυτό είναι δεδομένο και αυτονόητο. Αν όμως αυτό συνοδεύεται με πλεονεκτήματα για την ζωή όλων μας, τότε είναι κάτι θετικό. Το αναφέρω αυτό, γιατί υπάρχει κόσμος που είναι επί της αρχής κατά των ιδιωτικοποιήσεων – αποκρατικοποιήσεων.
Επειδή κάποιοι ξένοι έχουν την δυνατότητα να εκμεταλλευτούν κάποιους πόρους και να κερδίσουν από αυτό, ενώ εμείς σαν χώρα δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε τόσα χρόνια (και δεν θα το κάναμε ούτε στο μέλλον) είναι δική μας ανικανότητα. Εκεί που δέχομαι και αντιλαμβάνομαι τις ενστάσεις είναι στο εύρος και στους όρους. Στην Ελλάδα είμαστε δυστυχώς πάντα των άκρων και δεν εκτιμάμε κάθε κατάσταση μεμονωμένα. Επομένως η τυφλή διεξαγωγή ιδιωτικοποιήσεων, μόνο και μόνο για να είμαστε αρεστοί στους εταίρους, χωρίς όμως να γίνεται σοβαρή ανάλυση και αξιολόγηση της εκάστοτε επένδυσης, είναι αρκετά επικίνδυνο και δίκαια αμφισβητείται η θετική επίδραση στην ζωή των Ελλήνων. Όλες αυτές οι ενέργειες που έγιναν λοιπόν μετά τις εκλογές από την ελληνική κυβέρνηση σε συνδυασμό με προσπάθειες να μαζευτεί το κράτος, είχαν σαν αποτέλεσμα να αντιστραφεί η κάκιστη εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Από το πρίσμα λοιπόν ενός κατοίκου εξωτερικού, στον τομέα αυτό υπήρξε βελτίωση της εικόνας μας προς τα έξω.
Τι γίνεται όμως στην πραγματικότητα? Ποια είναι η βελτίωση στις ζωές των Ελλήνων που ζουν στην Ελλάδα? Και εδώ υπεισέρχεται η έννοια της πλασματίκοτητας που αναφέρεται στο τίτλο του κειμένου. Σαν άτομο θετικής σκέψης και κατεύθυνσης, λειτουργώ πάντα με αριθμούς και δείκτες και μπορώ πιο εύκολα να δεχτώ την επιχειρηματολογία της άλλης πλευράς, όταν βασίζεται σε τεκμηριωμένα στοιχεία. Κάθε οικονομικό μοντέλο και κάθε αξιολόγηση της Τρόικας για την Ελλάδα βασίζεται σε οικονομικούς δείκτες. Όσο αληθή και να είναι όμως τα στοιχεία και οι δείκτες, άκρως σημαντικό είναι όμως και πως θα ερμηνευτούν και θα αξιολογηθούν. Το να παρουσιάζει πλεόνασμα το κράτος, επειδή δεν υπολογίζονται οι τεράστιες οφειλές του προς όλους τους φορείς, είναι κάτι φανερά πλασματικό. Το ότι υπάρχει 60% ανεργία στους νέους της ηλικίας μας και όποιος δεν ανέχεται τους εξευτελιστικούς μισθούς, που παρέχονται αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα, καταφεύγει στο εξωτερικό, δεν είναι ένδειξη βελτίωσης, αν όχι χειροτέρευσης της κατάστασης. Το ότι οικογενειάρχες που μέχρι πρότινος είχαν μία αξιοπρεπή ζωή οδηγούνται καθημερινά σε αδιέξοδο και αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος είναι ενδείξεις μιας κοινωνίας προς κατάρρευση όλου του ενεργού και παραγωγικού πληθυσμού της. Επομένως οι δηλώσεις των εκάστοτε πολιτικών για έξοδο από την κρίση και ριζική αλλαγή του κλίματος, μπορεί να αναφέρονται στην εικόνα της χώρας προς τα έξω, αλλά όχι στην πραγματικότητα που δυστυχώς ισχύει στο εσωτερικό της Ελλάδας. Και επειδή όλοι τους είναι εκλεγμένοι από το λαό, θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί στις δηλώσεις τους. Και υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο “κατανοώ το πρόβλημα” και στο “ζω μέσα στο πρόβλημα” και δυστυχώς οι πολιτικοί μας, εν αντιθέσει με τους πολιτικούς των υπόλοιπων υπό κρίση χώρων έχουν υποστεί τις λιγότερες μειώσεις. Και δηλώσεις του στυλ, ότι έχουν υποστεί περικοπές της τάξης του 60% και τώρα η αποζημίωση τους ανέρχεται σε τετραψήφιο νούμερο, μόνο προκλητικές και άστοχες μπορούν να θεωρηθούν.
Επειδή όμως προσπαθώ να κρίνω τις καταστάσεις πάντα από μια ρεαλιστική οπτική γωνία, θα ομολογήσω, ότι στην κατάσταση που βρέθηκε η χώρα μας μετά τις εκλογές, η υλοποίηση των πολιτικών για τις οποίες βέβαια μπορεί και να εξελέγη (αναφέρω το “μπορεί”, γιατί οι Έλληνες δυστυχώς ψηφίζουν πολλές φορές με λανθασμένα κριτήρια, και όχι με βάση τις πραγματικές πολιτικές) με σύνθημα την άμεση επαναδιαπραγμάτευση και αλλαγή των όρων του μνημονίου, δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί, καθώς δεν είχε ληφθεί υπόψη η άλλη πλευρά (που δυστυχώς όσο περνάει ο καιρός σκληραίνει όλο και περισσότερο την στάση της). Θα ήθελα να ελπίζω, αν και με πολλές αμφιβολίες, ότι πραγματοποιείται η υλοποίηση κάποιων πολύ επώδυνων πολιτικών, με στόχο στο μέλλον τη δυνατότητα για καλύτερη διαπραγματευτική γραμμή. Αυτό βέβαια είναι πάρα πολύ επικίνδυνο, καθώς τα όρια αντοχής και υπομονής μειώνονται συνεχώς και ο κίνδυνος για την μια μαζική κοινωνική κατάρρευση είναι προ των πυλών, ενώ ορισμένα κοινωνικά στρώματα ήδη έχουν οδηγηθεί στην απελπισία.
Θα ήθελα επιπλέον να αναφερθώ σε ένα πρόβλημα, που προέκυψε από την οικονομική αυτή κρίση, και εμένα σαν κάτοικο εξωτερικού με αγγίζει προσωπικά και αναφέρομαι στην άνοδο της ακροδεξιάς και δη της Χρυσής Αυγής. Θα ήθελα όμως να σκιαγραφήσω προηγουμένως την νοοτροπία που έχουμε σε πολλά θέματα και που εξηγεί το φαινόμενο αυτό, που δυστυχώς αρχίζει και παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και δυστυχώς ακόμα και για την αντιμετώπιση του ρατσισμού, εφαρμόζονται μικροπολιτικές αλίευσης ψήφων και όχι συντονισμένες κινήσεις για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, που έπρεπε να μας βρίσκει όλους ενωμένους απέναντι του. Θεωρώ μέγιστη ειρωνεία και υποκρισία τη στάση που τηρήθηκε απέναντι στον ποδοσφαιριστή Κατίδη, όταν μέσα στην χρονιά από αφέλεια, άγνοια και χαζομάρα χαιρέτησε ναζιστικά μέσα στο γήπεδο (ένας πραγματικός και συνειδητοποιημένος ακροδεξιός δεν θα ζητούσε ποτέ συγγνώμη για αυτή του την ενέργεια), όταν μέσα στην ίδια την Βουλή των Ελλήνων υπάρχει ένα άκρως ναζιστικό κίνημα, που όσο περνάει ο καιρός, τόσο εκδηλώνει όλο και περισσότερο την ναζιστική ιδεολογία του. Στην Ελλάδα δυστυχώς υπάρχουν πολλά ταμπού και η τάση να υπάρχει ταμπελοποίηση των πάντων. Όσοι υποστηρίζουν τους μετανάστες είναι αριστεροί και όσοι είναι εναντίον τους είναι ρατσιστές και χρυσαυγίτες. Και αντίστροφα, αν είσαι αριστερός, πρέπει να είσαι με τον αδύναμο μετανάστη, ενώ αν είσαι πατριώτης και αγαπάς την πατρίδα σου (δυστυχώς έτσι επιχειρείται να προωθηθεί) πρέπει να είσαι ενάντια σε κάθε μετανάστη. Αυτή λοιπόν είναι και η αιτία του προβλήματος εξ’ αρχής. Επιπλέον, αν είσαι αριστερός δεν μιλάς πότε εναντίον των περίφημων “γνωστών αγνώστων” και δεν καταδικάζεις ανοιχτά την στάση τους εκμεταλλευόμενοι όλες τις μαζικές πορείες δίκαιης διαμαρτυρίας και προκαλώντας χάος, ενώ αν είσαι ακροδεξιός, έχεις πάντα την στήριξη της αστυνομίας, καθώς είσαι ο μόνος που “κατανοείς” τα προβλήματα τους. Όλες αυτές οι γενικεύσεις και οι απόλυτες νοοτροπίες είναι επικίνδυνες για μια κοινωνία και δυστυχώς στην Ελλάδα είναι βαθειά ριζωμένες. Πρέπει να ανήκεις στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο, και ανάλογα με την άποψη που θα διατυπώσεις, κατηγοριοποιείσαι αυτομάτως. Αν μιλήσεις κατά του ασύλου στα πανεπιστήμια, έχει επικρατήσει η άποψη ότι είσαι ακροδεξιός ή τουλάχιστον σίγουρα όχι αριστερός. Το να έχεις αριστερή ιδεολογία/τρόπο ζωής ή να αγαπάς την πατρίδα σου και να το λες ανοιχτά είναι δυο τεράστια ταμπού που συνοδεύονται αυτομάτως με αντιλήψεις, που κάποιον μπορεί να τον βρίσκουν τελείως αντίθετο, αλλά για την κοινωνία η ταμπέλα έχει ήδη μπει.
Το να ανήκουν οι περίφημοι μπαχαλάκηδες στον αριστερό χώρο θεωρητικά, δεν σημαίνει, ότι δεν είναι αυτονόητη η καταδίκη της βίας από τις αριστερές παρατάξεις, ακόμα και αν προέρχεται από άτομα του δικού τους ιδεολογικού χώρου. Από την άλλη δεν γίνεται οι ακροδεξιοί να βρίσκουν συνεχώς άσυλο στην αστυνομία, γιατί τότε ένα ολόκληρο κρατικό όργανο, που αν και απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, χάνει το κύρος του με συνεπακόλουθες αρνητικές πρακτικές από πολλούς αστυνομικούς, που στην προσπάθεια ανάκτησης του κύρους οδηγούνται σε αντιδημοκρατική άσκηση εξουσίας.
Αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα, όλα κινούνται με βάση το συμφέρον και την ψηφοθηρία και απόψεις του στυλ ‘ναι μεν κακό, αλλά….’, κυριαρχούν στο τέλος. Έτσι όμως δεν γίνεται να λειτουργήσει καμία κοινωνία και πόσο μάλλον σε καιρό κρίσης, όπου όλες οι αρχές και οι αξίες αμφισβητούνται. Η βία έχει δυστυχώς πολλές μορφές και η λεκτική είναι μια από τις χειρότερες, γιατί υποβόσκει και καλλιεργεί αντιλήψεις που οδηγούν σε άνοδο ακροδεξιών και ακροαριστερών αντιλήψεων. Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής προέκυψε από μια κατάσταση κρίσης άρχων και αξιών σε μια κοινωνία σε διάλυση προωθώντας την αντίληψη, ότι με τις θέσεις του προωθούν το κοινό λαϊκό αίσθημα. Για το λόγο αυτό, όταν η Χρυσή Αυγή έρχεται και υλοποιεί πολλές από τις σκέψεις βίας, που έχουμε κάνει όλοι μας εναντίον των πολιτικών μας, αυτό αντί να μας σοκάρει για την καταστρατήγηση της δημοκρατίας, έρχεται και βρίσκει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σύμφωνο. Και αυτό έμενα με τρομάζει και με προβληματίζει. Η αντίληψη από πολλούς αγανακτισμένος ανθρώπους ‘καλά τους κάνουνε’ έρχεται σαν επιστέγασμα και ηθική δικαίωση, δίνοντας δύναμη σε μία άρτια οργανωμένη και επικίνδυνη οργάνωση, που επεκτείνεται ραγδαία και κανείς δεν μπορεί να την αναχαιτίσει, αφού υλοποιούν το λαϊκό δήθεν αίσθημα.
Όσο και να αποτελεί μια πολύ σοβαρή δικαιολογία η κρίση για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, ο πραγματικός λόγος για μένα είναι η έλλειψη γνώσης ιστορίας και αναζήτησης της πραγματικής αλήθειας, του πραγματικού και μόνου όπλου της δημοκρατίας. Η Δημοκρατία βασίζεται στην αντίληψη, ότι η γνώση είναι δύναμη, και όσο περισσότερο ενημερώνεται κανείς, τόσο περισσότερο έχει άποψη για τα κοινά, και κατ’ επέκταση αγωνίζεται για την βελτίωση του επιπέδου ζωής του. Η Χρυσή Αυγή δυστυχώς εκμεταλλεύεται με άριστο τρόπο την κρίση και διατυπώνει απόψεις, που το κοινό λαϊκό αίσθημα το βρίσκει σύμφωνο. Δεν αρκεί μόνο η άποψη να είναι σωστή, σημασία έχει και τί πρεσβεύει από πίσω ο κάθε πολιτικός χώρος. Στην Ελλάδα το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης είναι τεράστιο και αντί να επιχειρείται μια ενωμένη και συσπειρωμένη αντιμετώπιση του προβλήματος από όλες τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις, εφαρμόζονται μόνο μικροπολιτικές που δεν επιλύουν το πρόβλημα, δίνοντας όλο το έδαφος στην Χρυσή Αυγή να έρθει σαν σωτήρας να δώσει την λύση, βρίσκοντας πολύ κόσμο ακόμα και σύμφωνο με όλα αυτά τα κρούσματα βίας που παρατηρούνται από μέλη τους. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αν δεν συνδυαστεί με ξερίζωμα των δεσμών της στους χώρους της Αστυνομίας, θα συνεχίσει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα και αντιδημοκρατικά, και όταν οι συνέπειες αυτού γίνουν αντιληπτές από τους υποστηρικτές τους, τότε θα είναι πολύ αργά.
Κλείνοντας θα ήθελα να ομολογήσω ότι αυτό που εμένα μου δίνει δύναμη και κουράγιο και με κάνει να ατενίζω με αισιοδοξία το μέλλον, είναι η ύπαρξη όλων αυτών των Ελλήνων επιστημόνων που συναντώ παντού, και στην Γερμανία και στην Ελλάδα, που με το έργο τους, αποτελούν άξιους πρεσβευτές της πραγματικής πάστας των Ελλήνων. Και πιστεύω ότι μόνο σε αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να βασιστεί η αναδιάρθρωση και η ανοικοδόμηση του ελληνικού κράτους.