Απάντηση στο δημοσίευμα που θέλει συγγενείς και φίλους του να διορίζονται στο Μέγαρο Μαξίμου και αλλού επιχείρησε να δώσει ο γραμματέας της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, Ιάσονας-Σχινάς Παπαδόπουλος με μακροσκελές άρθρο του στο left.gr.
Ο κ. Παπαδόπουλος αναφέρει Πρώτο Φλέμα, την εφημερίδα Πρώτο Θέμα που έβγαλε το δημοσίευμα για τους διορισμούς και απαντά ουσιάστικά ότι ποτέ ως σήμερα κανένας από την οικογένειά του δεν ήταν κρατικοδίαιτος και ότι σήμερα βάζουν πλάτη στο κόμμα όπως αυτό τους ζητείται.
Κάνει μία αναφορά σε όλους τους συγγενείς του που εκδιώχθηκαν στον εμφύλιο και μετά και δίνει την εντύπωση ότι στη μνήμη αυτών των ανθρώπων σήμερα δέχονται οι συγγενείς του τους διορισμούς προκειμένου να στηρίξουν το έργο της κυβέρνησης και του κόμματος.
Αίσθηση προκαλεί επίσης ότι περιγράφει τη σημερινή κατάσταση για το κόμμα ως “βάζοντας βαθειά το κεφάλι μας σε ένα κουβά σκατά” με αναφορά στις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ολόκληρη η απάντηση του Γραμματέα της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ:
«Τους Ρουφιάνους δεν τους φοβηθήκαμε ποτέ. Κατάλαβες, Πρώτο Φλέμα;
Όταν ήμουν μικρός, τα χρόνια της ευημερίας στην Ελλάδα, θυμάμαι τους γονείς μου να μου λένε για την αριστερά, για το κίνημα, για τις ρίζες μας και πως δεν πρέπει να ξεχνάμε από πού προερχόμαστε. Τότε ήμουν 10 χρονών και ακούγαμε το “Άξιον εστί” και μου έλεγαν ιστορίες. Για τη γιαγιά μου, την περήφανη ΕΠΟΝίτισσα, βασανισμένη από τους χίτες στο χωριό της, που φθάνει σήμερα τα 90 και με καλημερίζει κάθε πρωί. Για τον προπάππο μου, που είχα την τύχη να τον γνωρίσω, δικαστή του ΕΑΜ, και για τον παππού μου, αντάρτη στον Δημοκρατικό Στρατό, που γλίτωσε την εκτέλεση στο τσακ, αφού τον συλλάβανε τις μέρες της ήττας. Και μετά, όντας παππάς στην Αμαλιάδα, οι φασίστες του λέγαν πως θα τον ξυρίσουν, γιατί ήταν τραγόπαππας-κομμουνιστής και έπρεπε να φύγει να πάει αλλού, και δώσ’ του δυσμενείς μεταθέσεις από τους ιεροκήρυκες της αγάπης. Και θυμάμαι τη μάνα μου να μου λέει πως της μάθαινε αντάρτικα στα κρυφά όταν ήταν, ακόμη μωρό, κι αυτός φορούσε ράσα και πως οι αντάρτες όταν χόρευαν στα βουνά γινότανε σεισμός.
Για τον δολοφονημένο θείο τού πατέρα μου από φασίστες κάπου στα βουνά της Ηλείας, το μάθαμε πρόσφατα σε ένα βιβλίο και δεν ήξεραν καν πού θάφτηκε και εάν θάφτηκε και το χειρότερο εάν έπρεπε να το πούμε στο αδερφό του. Για τον θείο-παππού Θοδωρή και τα Μακρονήσια, την εξορία, τις κλειστές πόρτες. μετά για δουλειά, γιατί αν ήσουν αριστερός σε κυνηγούσαν χωρίς αύριο και δεν είχες δικαίωμα να ταΐσεις τα παιδιά σου.
Για τις εκδρομές της ΕΔΑ μου μίλαγε ο πατέρας μου όταν ήταν αυτός μικρό παιδάκι, για το αντρίωμά του στο Πολυτεχνείο, στην ΟΜΛΕ, στη δικτατορία, για τη δράση του στο δυναμικό φοιτητικό κίνημα, για την ΕΦΕΕ, για τον 815, τον Κουμή και την Καννελοπούλου, για την ΠΠΣΠ, για το ΚΚΕ-ΜΛ, για το Χημείο, για τα όνειρα της τότε εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς… Εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο της ζωής του, τη Μητέρα μου, που τον αντέχει κοντά 40 χρόνια…
Πάντα θυμάμαι πως και οι φίλοι των γονιών μου κάπου εκεί γύρναγαν, στους αγώνες, στους δρόμους, άλλοι στην ΚΝΕ, άλλοι στον Ρήγα και άλλοι έξω από τη βουλή και κάπου γύρναγε και η απογοήτευση, η ήττα, η ανασφάλεια. Γιατί κάποιοι πήγαν σπίτια τους, άλλοι όχι και το πράγμα προχωράει. Και δούλεψαν και έφτιαξαν οικογένεια και ποτέ δεν ζήτησαν λεφτά ούτε από τους ΠΑΣΟΚΟΥΣ ούτε από τους δεξιούς. Γιατί είναι αυτοδημιούργητοι και δεν χρωστάνε σε κανέναν και γι’ αυτό είμαι περήφανος…
Και κάπου το 2006, 18 χρονών τότε, πριν από μία δεκαετία, ο αδερφός μου, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ μου λέει για το Δίκτυο, το άρθρο 16, τον αγώνα που έπρεπε να δώσουμε. Και δίπλα μας στο δρόμο και τότε και η μάνα μου και ο πατέρας μου (παρόλο που μια ζωή χοντρός είχε αρχίσει να κουράζεται στο περπάτημα και δεν άντεχε πολλά πολλά).
Μετά στη Νεολαία ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, στον ΔΕΚΕΜΒΡΗ, στις πλατείες και δώσ’ του δακρυγόνο και ξύλο και η μάνα μου να τρέχει στα κρατητήρια να βγάζει κόσμο και ο αδερφός μου δίπλα πάντα εκεί να με ζυμώνει, να μου αγοράζει βιβλία για τον Μαρξ και να μου εξηγεί το Κεφάλαιο και τεχνικά, όντας εκτός από αριστερός και τεχνοκράτης, και πάντα τον ζήλευα γι’ αυτό… Γιατί ποτέ δεν έμενε στη θεωρία. Δεν θα ξεχάσω όταν έμεινε για 2 μήνες στο κρεβάτι επειδή αρρώστησε από την κούραση, αφού κάθε μέρα ήταν στην κατάληψη της ΑΣΟΕΕ…
Και ο καιρός έτρεχε και έμαθα για το Φόρουμ το ’05, για τη νέα αριστερά της νίκης, για το ότι εμείς πρέπει να δικαιώσουμε τα όνειρα και τους πόθους των ηττημένων, όχι μόνο αυτών από τους οποίους εγώ προέρχομαι, αλλά για όλους όσους δίνανε την ζωή τους με αυταπάρνηση και με θυσία μία ζωή χωρίς να λογαριάζουν τίποτα.
Και έτσι περνάνε 10 χρόνια συναρπαστικά, στα οποία δώσαμε το είναι μας, τη ζωή μας ολόκληρη, χωρίς να λογαριάζουμε λεφτά, εργατοώρες, την υγεία μας, χωρίς ποτέ να περιμέναμε πως το ’12 θα έτριζε συθέμελα ο τόπος και μετά τον Γενάρη, μετά τον Ιούλη. Και μετά για εμάς η πρώτη ήττα και κουβέντα με τους συντρόφους, κουβέντα στην ΟΒΑ του σπιτιού μου. Και μαθαίνουμε και σήμερα να είμαστε εδώ στα δύσκολα, βάζοντας το κεφάλι μας σε έναν βαθύ κουβά με σκατά, δεν ζητάμε τίποτα από κανέναν, δεν θα ζητήσουμε ποτέ…
Ο καθένας με την δική του πορεία, με τη δική του ιστορία με δικούς τους αγώνες, χωρίς φιλοδοξίες να γίνουμε κάποιοι. Πάντα για τό κόμμα, μόνο για το κόμμα, για κανέναν ρουφιάνο, για κανένα αφεντικό. Και σε αυτούς δεν θα απολογηθώ ούτε εγώ ούτε η οικογένειά μου. Γιατί ο καθένας έχει επιλέξει να βάλει πλάτη για να μη χάσουμε συλλογικά, βάζει πλάτη για να αλλάξει αυτή η βρωμιά που υπάρχει γύρω μας και μας πνίγει. Και η μάνα μου 30 χρόνια μαχόμενη δικηγόρος δεν περίμενε τον ΣΥΡΙΖΑ για να ζήσει, γιατί ο πατέρας μου τόσα χρόνια δουλειά, δουλειά, δουλειά από τα 16 στην οικοδομή κόλλαγε ένσημα, μετά πούλαγε βιβλία για να ζήσει και μετά στα λεξικά, στην Καθημερινή, στον flash και θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο, αλλά αυτό δεν έχει νόημα… Ποτέ όμως κρατικοδίαιτοι…
Κι ο αδερφός μου, 10 χρόνια κοντά εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, και τώρα εκεί που πρέπει να βοηθήσει κι αυτός βοηθάει… Ποτέ δεν ζητήσαμε, ποτέ δεν περιμέναμε ανταμοιβή, το κόμμα μάς ζήτησε να βάλουμε πλάτη και βάλαμε, γιατί αυτό είναι το σωστό, γιατί πάντα στην αριστερά χρωστάμε και δεν μας χρωστάει… Και δεν θα απολογηθώ σε κανέναν ούτε για τις ρίζες μου, ούτε για την οικογένειά μου.
Γιατί αυτή είναι η ιστορία μου, γραμμένη σε λίγες γραμμές, γιατί αυτή δεν είναι μόνο η δικιά μου ιστορία, γιατί δεν είδαμε φως και μπήκαμε, γιατί υπάρχουν πολλοί σαν εμάς, πάρα πολλοί με τις δικές τους ιστορίες, τις δικές τους κοινές ιστορίες… Έχω γνωρίσει πολλούς και πολλές συντρόφους και συντρόφισσες με ιστορίες πολύ πιο βαριές από τη δικιά μου… Και είμαι περήφανος και νιώθω ευγνωμοσύνη για κάθε σύντροφο και συντρόφισσα που στέκομαι στο πλάι τους και αγωνίζομαι μαζί τους απέναντι σε κάθε λογής… Πρώτο Φλέμα. Μπροστά στη ρουφιανιά και τον κιτρινισμό στέκομαι περήφανος και τους γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια.
Κατάλαβες, ρουφιάνε;».