* Αναδημοσίευση από “Πρώτο Θέμα”
Όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας δίνουν σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα στην πρόθεση ψήφου των επερχόμενων ευρωεκλογών. Λίγο ως πολύ, το ίδιο, κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, δείχνουν και οι μετρήσεις που παραγγέλλονται από κομματικά επιτελεία και δεν δημοσιοποιούνται.
Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι σοβαρές εκτιμήσεις τις οποίες κάνουν ανεξάρτητοι αναλυτές συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Νέα Δημοκρατία θα κόψει πρώτη το νήμα της ευρωκάλπης της 9ης Ιουνίου με ένα παραπάνω από ευδιάκριτο προβάδισμα από το δεύτερο στην κατάταξη κόμμα που σε αυτή τη φάση φαίνεται να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιμένουν ότι κάθε άλλο παρά έχουν χαθεί οι ελπίδες του ΠΑΣΟΚ να ανακτήσει εκ νέου τη δεύτερη θέση.
Οι σχεδόν κατά το ήμισυ «νεόκοποι» ψηφοφόροι που προσελκύει η Κουμουνδούρου, αφού το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη δηλώνουν ότι θα ξαναψηφίσει μόνον το 52% από όσους το ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, έχουν πολύ μικρότερη βεβαιότητα ψήφου από τους αντίστοιχους της Χαριλάου Τρικούπη. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι στο δίλημμα «παραλία ή κάλπη», οι πρώτοι είναι περισσότερο επιρρεπείς στην επιλογή του μπάνιου.
Αμφιβολίες διατυπώνονται επίσης και για το κατά πόσο θα διατηρηθεί μέχρι τέλους η ανοδική ορμή που παρουσίασαν τους τελευταίους μήνες οι σχηματισμοί οι οποίοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά του κοινοβουλευτικού τόξου. Η πέραν της ΝΔ Δεξιά θα βγει πιθανότατα ενισχυμένη από τις ευρωεκλογές, όπως προβλέπεται να συμβεί και με τα κόμματα του ιδίου φάσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πλην, όμως, όσο κυλά ο χρόνος και μετριάζεται ο θόρυβος γύρω από τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων, μάλλον περιορίζονται οι διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι που θα εξαρτήσουν τη στάση τους από τη συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία και θα κατευθυνθούν στα ακροδεξιά.
Αν και οι δημοσκόποι, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, τις πιο πολλές φορές πετυχαίνουν στις προβλέψεις τους, στις οποίες οδηγούνται με βάση τα στοιχεία της εκλογικής συμπεριφοράς που συλλέγουν με τα ερωτηματολόγια, δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα αστοχιών.
Ο κυριότερος από τους λόγους για τους οποίους αστοχούν σχετίζεται με την ποιότητα των δειγμάτων τους, τα οποία, όταν δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πραγματικού εκλογικού σώματος, αδυνατούν να εντοπίσουν διάφορους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται στα δημοσκοπικά δεδομένα.
Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιοι παράγοντες που είναι δύσκολο να σταθμιστούν με μεγάλη ακρίβεια, είναι, για παράδειγμα, το τελικό ποσοστό της συμμετοχής των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, όπως και το συναφές ζητούμενο που είναι η βούληση και η προέλευση όσων δεν θα μπουν, εν τέλει, στον… κόπο να πάνε ως την κάλπη.
Ειδικά σε συνθήκη ευρωεκλογών, κατά την οποία τα παραδοσιακά διλήμματα της διακυβέρνησης είναι εκ των πραγμάτων αμβλυμμένα, συγκριτικά τουλάχιστον με τις βουλευτικές κάλπες, καθίστανται ακόμη πιο δυσχερείς οι υπολογισμοί για την επίπτωση που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα η πιθανότητα να ψηφίσουν λιγότεροι από τους μισούς των πάνω από 9,8 εκατ. ψηφοφόρων οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους που δεν φημίζονται, ωστόσο, για την… εγκυρότητά τους και χρήζουν εδώ και χρόνια ουσιαστικής εκκαθάρισης.
Πολύ περισσότερο που η φετινή ευρωκάλπη είναι η πρώτη εδώ και 15 χρόνια που δεν συμπίπτει με άλλη εκλογική διαδικασία και συγκεκριμένα με τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που το 2014 και το 2019 είχαν γίνει ταυτόχρονα και, ως εκ τούτου, οι χιλιάδες υποψήφιοι για τα αυτοδιοικητικά αξιώματα είχαν σημαντική συμβολή στην προσέλκυση των ψηφοφόρων οι οποίοι, αφού έφθαναν ως τα εκλογικά τμήματα, ψήφιζαν και στις τρεις κάλπες.
Από όλα αυτά, όμως, σημαντικότερο στοιχείο μπορεί να αποδειχθεί η προϊούσα «αποπολιτικοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας, που επιδεινώθηκε μετά την επέλαση του Μνημονίου το οποίο οδήγησε στη βίαιη κατάλυση των δεσμών που είχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός των Ελλήνων πολιτών με τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και ανέδειξε νέους σχηματισμούς και μορφώματα που βρήκαν μεν πρόσκαιρο εκλογικό ακροατήριο αλλά δεν απέκτησαν ποτέ ανάλογες κοινωνικές ρίζες.
Την τελευταία εικοσαετία η μείωση των ψηφοφόρων είναι ραγδαία, όπως αποκαλύπτεται από τους απόλυτους αριθμούς με τους ψηφίσαντες οι οποίοι από το ιστορικό υψηλό της συμμετοχής που είχαμε στις βουλευτικές εκλογές του 2004, όταν πήγαν στις κάλπες 7.573.368 ψηφοφόροι, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση οδηγηθήκαμε στο ιστορικό χαμηλό του περυσινού Ιουνίου οπότε προσήλθαν στις κάλπες 5.273.299 ψηφοφόροι.
Σε διάστημα δύο δεκαετιών, δηλαδή, και παρότι στο ενδιάμεσο μειώθηκε στα 17 έτη το όριο ηλικίας για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, πάνω από 2,3 εκατ. Έλληνες απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τις εκλογές, που σημαίνει ότι περίπου ένας στους τρεις συμπολίτες μας θεώρησε ότι δεν έχει ενδιαφέρον για τη ζωή του η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.
Αν λάβουμε υπόψη και την μάλλον πενιχρή αποδοχή που βρήκε η επιστολική ψήφος, τόσο από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό (49.234) όσο και στους κατοίκους του εσωτερικού (153.322) που εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν νωρίτερα από τον… καναπέ ή το γραφείο και να πάνε για μπάνιο την ημέρα των εκλογών, τα πράγματα δεν προοιωνίζονται ιδιαιτέρως ευοίωνα για την κάλπη της 9ης Ιουνίου.
Την τελευταία φορά που έγιναν μόνον ευρωεκλογές και ήταν τον Ιούνιο του 2009, η συμμετοχή ήταν στο 52,54% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και οι ψηφίσαντες είχαν υποχωρήσει στους 5.261.749, ενώ λίγους μήνες αργότερα που έγιναν βουλευτικές εκλογές, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ανήλθαν στους 7.044.606.
Αν επιβεβαιωθούν οι υπολογισμοί που γίνονται από ορισμένους ειδικούς αλλά και από κομματικά επιτελεία, που λαμβάνουν υπόψη και την τεράστια αποχή των αυτοδιοικητικών εκλογών του περασμένου χρόνου, όταν, για παράδειγμα, στον δεύτερο γύρο για την ανάδειξη του δημάρχου Αθηναίων η συμμετοχή υποχώρησε στο 40,71% από 52,5% που ήταν την πρώτη Κυριακή, τότε το πιθανότερο είναι ότι στις 9 Ιουνίου θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εκλογικής αποχής.
Το «στοίχημα», το οποίο, ανεπισήμως τίθεται από τους ιθύνοντες των εκλογών, είναι να πλησιάσουν οι ψηφίσαντες τα 5 εκατ. και πάντως να μην πέσουν κάτω από τα 4,5 εκατ. Το αν θα κερδηθεί ή όχι το «στοίχημα» θα το μάθουμε όταν κλείσουν οι ευρωκάλπες.
Τότε επίσης θα πληροφορηθούμε και το ποιος ή ποιοι θα ευνοηθούν από την πιθανολογούμενη εκτόξευση της αποχής. Και πόσο αυτή θα εκθέσει ή όχι τους δημοσκόπους εφόσον πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους.