H 1η έρευνα για εργασιακό εκφοβισμό σε Ελλάδα: Τα στοιχεία για θύματα-θύτες και συνέπειες
Το 85% των ερωτώμενων στην κοινωνική έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της MRK Consulting με εξειδίκευση στην Αποφυγή και Διαχείριση του Εργασιακού Εκφοβισμού, Στρες , Burnout και τον Ιωάννη Μαρκέτο, από την Κάπα Research, για το φαινόμενο, θεωρεί ότι ο εργασιακός εκφοβισμός είναι τόσο διαδεδομένος στη χώρα μας που αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα.
Μετά από μια οικονομική κρίση που διήρκησε σχεδόν 10 χρόνια και μια υγειονομική που βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη έναν χρόνο με άγνωστες ακόμη συνέπειες στην οικονομία και στην απασχόληση, το εργασιακό τοπίο στη χώρα μας μοιάζει να βρίσκεται σε απορρύθμιση αυξάνοντας την συχνότητα και την ένταση του εργασιακού εκφοβισμού.
Ο Εργασιακός εκφοβισμός δεν είναι νέο φαινόμενο. Το mobbing, η ηθική ή η ψυχολογική παρενόχληση στην εργασία- όπως διαφορετικά ονομάζεται ο εργασιακός εκφοβισμός – θρέφεται από τις κρίσεις εκτός ή εντός της επιχείρησης/οργανισμού, εκδηλώνεται με επαναλαμβανόμενες πράξεις που μπορούν να επιδεινώσουν τις συνθήκες εργασίας του ατόμου που γίνεται στόχος, να απειλήσουν την επαγγελματική του ανάπτυξη, να θίξουν τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά του, να επιδεινώσουν τη σωματική ή ψυχική του υγεία.
Σύμμαχος του εργασιακού εκφοβισμού είναι ο φόβος, η εσωστρέφεια, η μη αναγνωσιμότητα όλων των εκφάνσεών του και η πεποίθηση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Το 85% των ερωτώμενων στην κοινωνική έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της MRK Consulting με εξειδίκευση στην Αποφυγή και Διαχείριση του Εργασιακού Εκφοβισμού, Στρες , Burnout και τον Ιωάννη Μαρκέτο, από την Κάπα Research για το φαινόμενο, θεωρεί ότι ο εργασιακός εκφοβισμός είναι τόσο διαδεδομένος στη χώρα μας που αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα.
Το ζήτημα, κατά συνέπεια, δεν είναι πόσοι είναι οι εργαζόμενοι που υφίστανται εργασιακό εκφοβισμό, αλλά το πότε ένας οποιοσδήποτε εργαζόμενος θα γίνει στόχος. Οι πρόσφατες καταγγελίες διασημοτήτων που υπήρξαν στόχοι εκφοβισμού, έως και οι ακραίες περιπτώσεις των θυμάτων σεξουαλικής βίας, έφεραν ξαφνικά στο προσκήνιο το φαινόμενο του εργασιακού εκφοβισμού, της λεκτικής βίας, της σωματικής, της ψυχολογικής και της σεξουαλικής κακοποίησης.
Ο εργασιακός εκφοβισμός δεν περιορίζεται στον χώρο του θεάματος. Πολλοί εργαζόμενοι είδαν τον εαυτό τους μέσα από τα μάτια των άλλων. Τουρισμός – Εστίαση με 44%, Εμπόριο 43% και Υγεία με 42% πρωταγωνιστούν με υψηλό ποσοστό και στους άλλους τομείς.
Η υποδοχή του ελληνικού #metoo υπήρξε τόσο θερμή ώστε: ελπίδα να νιώθει το 55% των ερωτώμενων, ικανοποίηση το 24% για τη δημόσια καταγγελία της θυματοποίησης/ στοχοποίησης. Ήταν το αποτέλεσμα ενός τυφώνα που ξεκίνησε με την καταγγελία σεξουαλικής κακοποίησης που όπως δείχνουν τα αποτελέσματα της έρευνας όπου το (3%) απάντησε στο ερώτημα ότι έχουν αντιμετωπίσει ή συμβεί στον εργασιακό τους χώρο. Όπου επίσης το (7% ) είχε πρόταση σεξουαλικού περιεχομένου ως προαπαιτούμενο της επαγγελματικής ανέλιξης καθώς και (10%) έχει δεχτεί σχόλια σεξουαλικού περιεχομένου.
Η κοινή γνώμη, συνεπώς, δεν «πέφτει από τα σύννεφα»: το 85% των ερωτώμενων γνωρίζει έστω και επιφανειακά τι είναι ο εργασιακός εκφοβισμός, το 63%, κάποια στιγμή στην επαγγελματική του πορεία, έμαθε για κάποια περίπτωση εργαζομένου που έγινε στόχος στο εργασιακό του περιβάλλον, το 52% έχει υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας, γνωρίζει περίπτωση που κλονίστηκε η υγεία, σωματική ή ψυχική, κάποιου εργαζομένου –στόχος (47%) ή εξαναγκάστηκε σε παραίτηση για να μην υφίσταται άλλο εκφοβισμό (39%).
Ωστόσο, το στοιχείο που προκαλεί ανησυχία είναι ότι σχεδόν οι τέσσερις στους δέκα εργαζομένους (38%) δηλώνουν ότι έχουν υπάρξει οι ίδιοι στόχοι εργασιακού εκφοβισμού κάποια στιγμή στην επαγγελματική τους διαδρομή, αλλά και στον οργανισμό/ φορέα που εργάζονται σήμερα.
Επιπλέον, ανάμεσα σε αυτό το 38%, ένα στα πέντε θύματα-στόχοι εκφοβισμού (21%) δηλώνει ότι, σήμερα, βρίσκεται σε εξέλιξη η συστηματική εκφοβιστική συμπεριφορά εις βάρος του. Τη συνολική εικόνα συμπληρώνει ένα 8% που δηλώνει ότι κατά το παρελθόν έχει υπάρξει θύτης, έστω και αν σήμερα έχει μετανιώσει για εκείνη τη συμπεριφορά του προς τον/ την συνάδελφο. Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι οι θύτες, συχνά, δεν δρουν μόνοι, αλλά υποστηρίζονται από ομάδα συναδέλφων (43% των περιπτώσεων). Αυτό δικαιολογεί και το γεγονός γιατί σε πολλές περιπτώσεις αυτός που έχει στοχοποιηθεί εγκλωβίζεται μέσα στο περιβάλλον της εργασίας του.
Οι μορφές που λαμβάνει ο εργασιακός εκφοβισμός ποικίλλουν. Είναι φανερές με κύριο χαρακτηριστικό την λεκτική βία την υποβάθμιση της δουλειάς αλλά και αφανείς όπως η διασπορά αρνητικών φημών και η σκόπιμη απομόνωση.
Όσοι έχουν υπάρξει στόχοι έχουν υποστεί, κυρίως λεκτική επίθεση/βία (79%), σκόπιμη υποβάθμιση της δουλειάς τους (65%) και διαρροή φημών ή/και αρνητικού σχολιασμού πίσω από την πλάτη τους (54%). Έχουν υποστεί, ακόμη, σκόπιμη απομόνωση (30%), δημόσια ταπείνωση/διαπόμπευση (για θέματα της δουλειάς ή τα προσωπικά τους (28%), μη-λεκτική βία μέσω γραπτών μηνυμάτων, εκφράσεων ή μορφασμών(20%), εξωστρεφή αλλά άδηλη/παθητική επιθετικότητα (18%), σεξουαλική παρενόχληση (12%), εξαίρεση από κοινωνικές εκδηλώσεις της εταιρίας (11%), σωματική βία (8%), διαδικτυακό εκφοβισμό ή εκφοβισμό μέσω ηλεκτρικών μέσων(5%).
Ο εργασιακός εκφοβισμός μετακινήθηκε και στο πεδίο της τηλεεργασίας όπου το (38%) δηλώνει πως του επιμηκύνετε σκόπιμα το ωράριο εργασίας και για το (25%) θεωρεί ο προϊστάμενος του ότι τεμπελιάζουν επειδή δουλεύουν από το σπίτι. Για το λόγο αυτό το (58%) δηλώνει πως η εργασία του επιδρά αρνητικά την ψυχική υγεία του.
Τέτοιες συμπεριφορές υπέστησαν όσοι στοχοποιήθηκαν και βίωσαν εργασιακό εκφοβισμό συστηματικά, καθημερινά ή σχεδόν μέρα παρά μέρα, και για μεγάλο χρονικό διάστημα που διήρκησε – κατά μέσο όρο – από 15 μήνες έως 2 χρόνια.
Στόχοι είναι, κατά κύριο λόγο, όσοι βιώνουν επισφάλεια στην εργασία τους, οι γυναίκες, όσοι εργάζονται με μερική απασχόληση, τα χαμηλά εισοδήματα των 12.000 ευρώ ετησίως, οι άνεργοι σήμερα που είχαν στο παρελθόν επαγγελματική δραστηριότητα, όσοι δεν έχουν σύντροφο ή οικογένεια να τους υποστηρίξουν. Η αμέσως δεύτερη κατηγορία εργαζομένων που στοχοποιούνται είναι με εισόδημα 20.001-30.000€. Η κατηγορία των εργαζομένων των «μεσαίων στελεχών».
Ο δημόσιος τομέας όπως αποκαλύπτεται στην έρευνα: παρουσιάζει και εκείνος υψηλά επίπεδα εργασιακού εκφοβισμού (32%) σε σχέση με το (44%) του ιδιωτικού τομέα.
Και όσον αφορά στους θύτες, προβαίνουν σε κατάχρηση «εξουσίας» αφού στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι προϊστάμενοι (87%) και λιγότερο (29%) ομόβαθμοι συνάδελφοι, άνδρες, κυρίως, (54%), αλλά και γυναίκες: παρόλο που οι ίδιες είναι συχνότερα στόχοι, στο 46% των περιπτώσεων άσκησης εργασιακού εκφοβισμού συμμετείχε γυναίκα. Αξιοσημείωτο είναι το (9%) του εκφοβισμού που ασκεί κάποιος πελάτης ή πολίτης από τον κόσμο με τον οποίο έρχεται ο υπάλληλος σε επαφή την ώρα της εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή την επανάληψη του φαινομένου δεν την ασκεί απαραίτητα ο ίδιος πελάτης ή πολίτης αλλά είναι το μοτίβο και η αντίληψη ότι «έχουμε το δικαίωμα να ξεσπάσουμε» πάνω του.
Ο εργασιακός εκφοβισμός έχει συνέπειες για τον εργαζόμενο-στόχο και μάλιστα πολύ σοβαρές, Στην εργασία του, (Σκέψη για παραίτηση (78%), απουσιασμός* (67%), χαμηλή επαγγελματική αυτό-εκτίμηση (52%), στην οικογενειακή του ζωή (μεταφορά του προβλήματος στο σπίτι (79%) και ξεσπάσματα στα άλλα μέλη του νοικοκυριού(59%), στην κοινωνική του ζωή (εμμονή με το πρόβλημα (72%), κοινωνική απομόνωση(36%), στη σωματική του υγεία (από τις συχνότερες διαταραχές ύπνου (82%) και διατροφής (58%) , (εξανθήματα, τριχόπτωση δερματοπάθεια κ,α (57%) έως πιο σπάνια, σοβαρά νοσήματα (15%) και, τέλος στην ψυχική του υγεία (έντονο στρες (92%), κατάθλιψη (55%) , αύξηση σε κάπνισμα (48%)/ αλκοόλ (20%), αλλά και μετατραυματικό στρες (55%), δηλαδή πολύ καιρό κατόπιν των περιστατικών, ο εργαζόμενος-στόχος ζει ξανά και ξανά τον εκφοβισμό του.
Το πρόβλημα το μοιράζεται ο εργαζόμενος που έχει στοχοποιηθεί. Σε αρκετές περιπτώσεις το συζητά με συγγενείς και φίλους (38%), με σύντροφο (36%) με κάποιον συνάδελφο (31%) ή ακόμα να ζητήσει από τον ίδιο τον θύτη να σταματήσει (36%) ή ακόμη και να ενημερώσει τη διοίκηση του φορέα/ επιχείρησης που εργάζεται (27%), ουσιαστική βοήθεια δεν λαμβάνει από κανέναν (38%) ή βρίσκει υποστήριξη εκ των ενόντων, από τον σύντροφό του (37%), από κάποιο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο (29%), από κάποιον συνάδελφο (28%).
Παράλληλα η διοίκηση ενός φορέα ή μιας επιχείρησης φαίνεται ότι δεν έχει λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση του εργασιακού εκφοβισμού (70%) παρά την τάση της εποχής που τόσο με την λογική της εταιρικής υπευθυνότατης ή του corporate sustainability θα αναμενόταν άνω το 10% όπως προκύπτει από την έρευνα. Αν και σε αυτή την περίπτωση το 7% των εταιριών που έχουν λάβει μέτρα φαίνεται ότι δεν έχουν αποτέλεσμα. Ο εκφοβισμός αντιμετωπίζεται πιθανά ως «ατυχές περιστατικό», ως μια “στιγμή έντασης στην δουλειά” από τις τόσες που συμβαίνουν γι’ αυτό και συνήθως δεν αντιδρά ακόμη κι όταν λαμβάνει γνώση. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις όπου σημειώθηκε ο εκφοβισμός, δεν ελήφθη κανένα μέτρο έκτοτε για αποτροπή ανάλογων περιστατικών (70%) ούτε υπήρξαν συνέπειες για τους θύτες (73%). Απουσιάζει, δηλαδή, η θεσμική και ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ο εργασιακός εκφοβισμός όταν δεν αντιμετωπίζεται λειτουργεί και ως αρνητικός παράγοντας και για τις ίδιες τις εταιρίες, Το 75% των εργαζομένων που υφίστατο εργασιακό εκφοβισμό δεν προτείνουν την εταιρία τους σε άλλους.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου από την Πολιτεία με επέκταση και εκσυγχρονισμό του νομικού/ θεσμικού πλαισίου στο εργατικό δίκαιο είναι επιτακτική για λόγους ανθρωπισμού και ισοπολιτείας κατ’ αρχήν, για λόγους οικονομικής ανάπτυξης συνάμα. Ο εκφοβισμός είναι ένα μετρήσιμο μέγεθος με άμεση επίπτωση στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων/ οργανισμών: η ικανοποίηση από τις συνθήκες στον χώρο εργασίας αφορά στο 69% του συνόλου των εργαζομένων. Για εκείνους που έχουν βιώσει εκφοβισμό κάποια στιγμή στη διαδρομή τους, η δυσαρέσκεια από τις συνθήκες εργασίας τους φτάνει στο (41%), στο (49%) για εκείνους που έχουν βιώσει εκφοβισμό κάποια στιγμή στην επιχείρηση που ακόμη εργάζονται και εκτινάσσεται στο 71% για τους εργαζομένους που είναι θύματα εκφοβισμού σήμερα. Ανάλογα εξελίσσεται και η έξωθεν καλή ή κακή μαρτυρία για την επιχείρηση/ οργανισμό: το 58% του συνόλου των εργαζομένων θα σύστηνε την επιχείρηση/ φορέα που εργάζεται σε κάποιον συγγενή ή φίλο του για να πιάσει δουλειά. Αλλά είναι απίθανο να προχωρήσει σε τέτοια σύσταση το 46% όσων έχουν βιώσει εκφοβισμό κάποια στιγμή στη διαδρομή τους, το 60% όσων έχουν βιώσει εκφοβισμό κάποια στιγμή στην επιχείρηση/ οργανισμό που εργάζονται ακόμη και το (75%) όσων βιώνουν τον εκφοβισμό σήμερα. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρατηρείται και ένα μεγάλο ποσοστό (67%) απουσιασμού* /άρνησης να πάει στην δουλειά του.
Ο συνδυασμός της μη λήψης μέτρων, του κακού κλίματος, των παραιτήσεων λόγο εργασιακού εκφοβισμού, το (47%) εργαζόμενων να έχει κλονιστεί η υγεία, το (39%) να έχει εξαναγκαστεί σε απομάκρυνση ή παραίτηση είναι παράγοντες που λειτουργούν αρνητικά στο οικοσύστημα και την βιωσιμότητα των εταιριών όχι μόνο ως προς την εκροή στελεχών και εργαζομένων αλλά και στην δυσκολία εύρεσης νέου προσωπικού. Είναι η στιγμή που και οι εταιρίες (43% ) χρειάζεται να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου του εργασιακού εκφοβισμού.
Τα ποσοστά όπως προκύπτουν από την έρευνα και αφορούν τους εργαζόμενους που έχουν στοχοποιηθεί είναι μεγάλα. Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να μην έχει στοχοποιηθεί μέχρι σήμερα ή πιστεύει ότι δεν έχει στοχοποιηθεί δεν σημαίνει ότι και εκείνος δεν γίνει στόχος εργασιακού εκφοβισμού στο μέλλον. Η διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας είναι μεγάλη αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα κάποιος να στοχοποιηθεί.
Το φαινόμενο του εργασιακού εκφοβισμού μπορεί να καταπολεμηθεί. Χρειάζεται όμως όχι μόνο η θέσπιση κανόνων αλλά και η θέληση να εφαρμοστούν. Οι κανόνες, οι διαδικασίες και οι πολιτικές αφορούν τόσο το κράτος αλλά και τις εταιρίες και οργανισμούς και συλλογικά αλλά και ατομικά. Η θέσπιση κανόνων είναι μια αξιωματική πράξη. Σημασία έχει να καταλάβει και εργαζόμενος ότι όταν θέλει να αποφύγει και να διαχειριστεί τον εργασιακό εκφοβισμό ατομικά (78%).
Κάνοντας μια αναγωγή των ποσοστών στον ενεργό πληθυσμό της Ελλάδας θα αναλογιστούμε ένα εξαιρετικά μεγάλο κομμάτι του, έχει στοχοποιηθεί και έχει δεχτεί εργασιακό εκφοβισμό. Ο εργασιακός εκφοβισμός δεν είναι τυχαίος. ‘Όποιος τον ασκεί έχει δόλο και σκοπό. Έχει ως σκοπό να διώξει, κυριαρχήσει, επιβληθεί σε κάποιον άλλο συνάδελφό του για τους δικούς του ξεχωριστούς λόγους.
Όπως αναφέρει η MRK Consulting που από το 2017 δραστηριοποιείται και εξειδικεύεται στην αποφυγή και διαχείριση του εργασιακού εκφοβισμού, στρες και burnout: «Με την 1η Πανελλήνια έρευνα ευελπιστούμε με αυτή την πρωτοβουλία όχι μόνο να αναδείξουμε το φαινόμενο και τις επιπτώσεις τους εργασιακού εκφοβισμού αλλά να δείξουμε ότι υπάρχει τρόπος να το διαχειριστούμε και να το αποφύγουμε γιατί διαφορικά οι επιπτώσεις θα είναι μεγάλες στο άτομο, τον εργαζόμενο, την κοινωνία και τις επιχειρήσεις.
Γνωρίζουμε ότι το ταξίδι είναι μακρινό αλλά γνωρίζουμε και τις ευεργετικές επιδράσεις στην ζωή του εργαζόμενου όταν αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό. Επίσης γνωρίζουμε πως όταν οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί δημιουργούν πολιτικές και διαδικασίες αποτροπής, αποφυγής και διαχείρισης του εργασιακού εκφοβισμού έχουν ένα υγιές οικοσύστημα και πραγματικά ενισχύουν την εταιρική κοινωνική τους ευθύνη.»
Για περισσότερες πληροφορίες για την MRK Consulting αλλά και για να δείτε τα αποτελέσματα όλης της έρευνας επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.mrkathens.gr
Πηγή: skai.gr