Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Γιώργος Ευγενίδης
Η ελληνική κυβέρνηση είχε από την πρώτη στιγμή που κέρδισε την εξουσία αναγάγει το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους σε προμετωπίδα της πολιτικής της. Πλην όμως, καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να δώσει στην Ελλάδα ελάφρυνση χρέους, χωρίς ρεαλιστική δέσμευση για μεταρρυθμίσεις.
Έτσι, στη συμφωνία του Ιουλίου, το ζήτημα του χρέους ήταν μια από τις νίκες της κυβέρνησης, πλην όμως ετέθη ο όρος πως πρώτα θα ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση και μετά θα γίνει η συζήτηση για το ελληνικό χρέος. Όπως και να έχει, το ζήτημα θα πρέπει να περάσει από μια σειρά «σκληρών» κοινοβουλίων, τα οποία έχουν πλέον στον πυρήνα του ενδιαφέροντός τους το προσφυγικό και όχι τόσο το ελληνικό πρόγραμμα.
Η κυβέρνηση πήρε δύο απαντήσεις από γερμανικά χείλη που δεν την εξέπληξαν: η πρώτη ήρθε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών και η δεύτερη από τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρένγκλινγκ, με κοινή συνισταμένη πως το ζήτημα του ελληνικού χρέους θα αντιμετωπιστεί μετά την πρώτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος. Αυτό είναι το μόνο δεδομένο. Τι σημαίνει όμως «μετά την πρώτη αξιολόγηση»;. Διότι, υπάρχουν διαβαθμίσεις, φερ ειπείν το «αμέσως μετά» και το «πολύ μετά».
Είναι σαφές πως το ζήτημα του χρέους είναι βασικό για να μπει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά όπως έχουμε επισημάνει, πρωτεύει το ασφαλιστικό, μιας και η μεσο- και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του είναι παράγων-κλειδί για να μπορέσει το ΔΝΤ να διαμορφώσει την DAS (Debt Sustainability Analysis) του, μιας και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συνεπάγεται grosso modo και τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Μόνο έτσι θα μπορέσει η κ. Λαγκάρντ να πάρει πράσινο φως από ένα όχι και τόσο φιλικό ΔΣ.
Η άποψη του Βερολίνου για το ελληνικό χρέος είναι συγκεκριμένη: το μοντέλο της επιμήκυνσης των ωριμάνσεων πρέπει να εφαρμοστεί, το επιτόκιο θα πρέπει να είναι κλιμακούμενο και να συνδέεται με την πορεία της οικονομίας (πρακτικά, αν υπάρχει ανάπτυξη, υπάρχει και αύξηση επιτοκίου), ενώ είναι σαφές πως τέτοια λύση θα συνδέεται και με σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία. Στον ESM, όπως αλλωστε το επεσήμανε και ο κ. Ρένγκλινγκ, εκτιμούν πως το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο μέχρι το 2022, μιας και μέχρι τότε η Ελλάδα πληρώνει επί της ουσίας μόνο το ΔΝΤ και τα ANFAs. Επομένως, η λύση θα πρέπει να αφορά στη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, μιας και η βραχυπρόθεσμη είναι εγγυημένη.
Ο κ. Τσίπρας χρειάζεται επειγόντως για το εσωτερικό ένα πολιτικό επιχείρημα. Το ασφαλιστικό και το αγροτικό δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές της κυβέρνησης και, παρά το μηνυμα ενότητας και συσπείρωσης που μετέδωσε από το Ταε Κβον Ντο, αναγνωρίζει και ο ίδιος, αλλά και στενοί του συνεργάτες, πως οι επόμενοι μήνες θα είναι «κολασμένοι». Εξ αυτού, δεν μπορεί κανείς να μιλά τελεσίδικα για τη διαπραγμάτευση και την έκβασή της. Το χρέος θα ήταν το απτό πολιτικό όφελος του πρωθυπουργού, έστω και αν δεν σημαίνει πολλά για την καθημερινότητα του πολίτη. Πλην όμως, η ανάλυση του Βερολίνου θέλει το ζήτημα του χρέους να αντιμετωπίζεται εντός του 2016, πλην όμως ούτε υπάρχει βιασύνη, ούτε θα συγκληθεί εκτάκτως η Bundestag το καλοκαίρι, εν μέσω διακοπών των βουλευτών, για το εν λόγω και ζήτημα.
Συνεπώς, η άβολη αλήθεια για το ελληνικό χρέος είναι πως, μπορεί να είναι το χαρτί που περιμένει ο κ. Τσίπρας να του έρθει στο χέρι, πλην όμως η Γερμανία, η οποία μοιράζει (και) σε αυτό τον γύρο, δεν βιάζεται να δώσει φύλλα.