Γράφει ο Μηνάς Περάματζης*
Μια γυναίκα ξυπνάει μέσα στη νύχτα λουσμένη στον ιδρώτα από έναν εφιάλτη. Δίπλα ο άντρας της, που στο μεταξύ έχει ακούσει τις φωνές της, την ρωτάει αν είναι καλά και τι είναι αυτό που είδε και την αναστάτωσε τόσο πολύ. Εκείνη, κάτασπρη ακόμα από τον φόβο, γυρνάει και του λέει πως είχε ονειρευτεί ότι μπορούσε πλέον να αγοράσει φάρμακα, το ψυγείο της ήταν γεμάτο ενώ οι δρόμοι της πόλης ήταν καθαροί και ασφαλείς. Ο άντρας της, σκεπτικός από αυτά που ακούει, γυρνάει και την ρωτάει γιατί κάτι τέτοιο είναι εφιάλτης. «Γιατί ονειρεύτηκα πως οι κομμουνιστές είχαν έλθει πάλι στην εξουσία», του απαντά εκείνη.
Το παραπάνω βουλγάρικο αστείο αποτυπώνει γλαφυρά το οξύμωρο της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει οι πολίτες αρκετών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης των οποίων η επιθυμία να επιστρέψουν στην ασφάλεια του παρελθόντος αντισταθμίζεται από τον φόβο για μια ενδεχόμενη επάνοδο στα σκοτεινά χρόνια του κομμουνισμού. Από την άλλη βέβαια οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως βιώνουμε την εποχή των αντιφάσεων, όπου για παράδειγμα όσο διευρύνονται οι επιστημονικές μας γνώσεις και προοδεύει η τεχνολογία τόσο πιο έντονα είναι τα φαινόμενα λειτουργικού αναλφαβητισμού, της αδυναμίας δηλαδή ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού να κατανοήσει απλά γεγονότα που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή (κοινωνική, οικονομική, πολιτική).
Με εξαίρεση τις πρόσφατες αυστριακές προεδρικές εκλογές, όπου και εκεί μερίδα των αναλυτών αποδίδει την νίκη του υποστηριζόμενου από τους Πράσινους καθηγητή Βαν ντερ Μπέλεν περισσότερο στον “πρωτοποριακό” τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τα social media παρά στις ανησυχίες των ψηφοφόρων μπροστά στην ενδεχόμενη νίκη του Ακροδεξιού Χόφερ, οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις σε Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ιταλία (χωρίς φυσικά να ξεχνούμε και την δική μας περίπτωση εδώ στην Ελλάδα) αποδεικνύουν πως πέρα από το άνοιγμα της ψαλίδας που χωρίζει τους πλούσιους από την υπόλοιπη κοινωνία, ομοίως διευρύνεται το χάσμα μεταξύ αυτού που νομίζουν οι άνθρωποι πως συμβαίνει και αυτού που πραγματικά συμβαίνει. Για παράδειγμα, σύμφωνα με μια έρευνα του 2014 από την Ipsos, οι Ιταλοί πιστεύουν πως οι μετανάστες στην χώρα τους αποτελούν το 30% του πληθυσμού ενώ η αλήθεια είναι πως το ποσοστό αυτό φτάνει περίπου το 7%.
Αν και κάθε χώρα λοιπόν αποτελεί διαφορετική περίπτωση, ωστόσο, σε κάθε μία από τις εκλογικές αναμετρήσεις που αναφέραμε, νικήτρια αναδείχθηκε η πλευρά που – ως επί το πλείστον – στηρίχτηκε στην διασπορά ψευδών ειδήσεων, τον διχαστικό λόγο και σε μια ρητορική που ισχυρίζεται πως απορρίπτει την πολιτική (τουλάχιστον όπως την ξέραμε ως τώρα) εν γένει. Μπροστά στις αβεβαιότητες αλλά και την ανισότητα που δημιουργεί η πορεία προς την παγκοσμιοποίηση, το μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων επέλεξε, επηρεασμένο από μια στρατηγική που στηρίχτηκε στον φόβο και στόχευσε στην ανασφάλειά του, να αμυνθεί απέναντι στην απειλή του διαφορετικού, του “άλλου” από όπου και αν προέρχεται αυτό, και να εκφράσει τον θυμό του ψηφίζοντας όποιον του συστήθηκε ως “αντισυστημικός”, υποσχόμενος όχι εξέλιξη και μελλοντική ανάπτυξη αλλά την επιστροφή πίσω σε “παλιές καλές μέρες”.
Παρόλο που είναι πρόωρα τα όποια συμπεράσματα αυτή την στιγμή σε ένα κόσμο που αλλάζει με τρομαχτική ταχύτητα, εκ πρώτης όψεως υπάρχει ένα πρόσωπο που φαίνεται να επωφελείται ιδιαίτερα από τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στην Ευρωπαϊκή ήπειρο τον τελευταίο καιρό, αυτό του Βλάντιμιρ Πούτιν. Ο μέχρι προσφάτως παρίας της διεθνούς διπλωματικής σκηνής, βλέπει τώρα ένα κύμα υποστηρικτών του να σαρώνει την Ευρώπη, ξεκινώντας από τα Ανατολικά, έχοντας παράλληλα καταφέρει να βρει συμμάχους ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη όπως για παράδειγμα τις ΗΠΑ όπου ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει επανειλημμένα εκφράσει θαυμασμό για τον Ρώσο ομόλογό του.
Πέρα όμως από τις δηλώσεις και τα όποια φιλικά αισθήματα που ενδεχομένως να τρέφει ο Ντόναλντ Τραμπ, οι απειλές του προεκλογικά για το ΝΑΤΟ και αντίστοιχα οι φόβοι για το μέλλον της συμμαχίας έχουν σπρώξει στην αγκαλιά της “Μητέρας Πατρίδας” πλήθος χωρών που άλλοτε ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Από τις πρόσφατες εκλογικές νίκες φιλορώσων υποψηφίων σε πρώην κομμουνιστικές χώρες όπως η Μολδαβία και η Βουλγαρία, μέχρι την δημόσια στήριξη που παρείχαν ο Τσέχος πρόεδρος Ζέμαν και ο Ούγγρος Πρωθυπουργός Όρμπαν αναφορικά με τις επιβαλλόμενες από την Ε.Ε. κυρώσεις, με τον τελευταίο μάλιστα να προωθεί σχέδια για την κατασκευή πυρηνικού σταθμού από Ρώσους παρά τις αντιδράσεις των Βρυξελλών, είναι πρόδηλο ότι το κλίμα έχει αρχίσει να γυρνάει υπέρ του Πούτιν.
Ακόμα και η Εσθονία, που ιστορικά δεν είχε και τις καλύτερες των προθέσεων απέναντι στους γείτονες εξ ανατολών, βλέπουμε να προστίθεται στην σφαίρα της ρωσικής επιρροής μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης από το παραδοσιακά φιλορωσικό Κεντρώο Κόμμα. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί ο υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Φιγιόν που θεωρεί την Ρωσία «σημαντικό εταίρο της Ευρώπης» και επιθυμεί την άρση των κυρώσεων, κατηγορώντας παράλληλα ανοιχτά το ΝΑΤΟ για προκλητική συμπεριφορά απέναντι στην Ρωσία. Βέβαια, στην Γαλλία ο Πούτιν θεωρείται πως ούτως ή άλλως θα βρει σύμμαχο είτε στο πρόσωπο του Φιγιόν είτε σε αυτό της Λεπέν.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς ο Ρώσος Πρόεδρος να έχει υπαναχωρήσει ουσιαστικά σε καμία από τις επιδιώξεις του, γινόμαστε μάρτυρες μιας εντυπωσιακής μεταστροφής του κλίματος σε διεθνές επίπεδο. Είτε λόγω της απόσυρσης του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ από την ευρύτερη περιοχή, με συνέπεια οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας 25 χρόνια μετά την διάλυσή του να σπεύδουν να τα βρουν με τον “Τσάρο”, είτε λόγω της εθνικιστικής και ευρωσκεπτικιστικής ρητορικής του Πούτιν κατά της παγκοσμιοποίησης, η οποία απευθύνεται στα ταπεινότερα ανθρώπινα ένστικτα και χαίρει ευρείας απήχησης από την κοινή γνώμη διαφόρων χωρών (ακόμα και αυτών που δεν έχουν κάποια σχέση με την Ρωσία όπως για παράδειγμα η Ολλανδία), το εγωιστικότερο όλων ένστικτο της αυτοσυντήρησης φαίνεται για την ώρα να θριαμβεύει επί των παραδοσιακών ευρωπαϊκών αξιών της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες.
Τώρα που «ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί» στην κατά τον Γκράμσι «εποχή των τεράτων», οι νέες διαχωριστικές γραμμές έχουν τραβηχτεί και το ρήγμα φαίνεται να μεγαλώνει.
Θα μπορέσει η Ε.Ε, στην επέτειο των εξηκοστών γενεθλίων της να εμπνεύσει ξανά τους λαούς της και να συνεχίσει να αποτελεί μία νησίδα ασφάλειας, ελευθερίας, ισότητας, ειρήνης και δημοκρατίας;
Θα βρει τα εργαλεία προκειμένου να συνδυάσει τις απαραίτητες πολιτικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με έναν προοδευτικό πατριωτισμό, που τόσο έχουν ανάγκη οι λαοί της;
Στα δύσκολα, υπαρξιακά θα έλεγε κανείς, ερωτήματα δεν υπάρχουν εύκολες και κατηγορηματικές απαντήσεις ούτε και μαγικές λύσεις στα προβλήματα.
Υπάρχει όμως η στέρεη πεποίθηση ότι οι ευρωπαϊκές, θεσμικές και δημοκρατικές, κατακτήσεις των τελευταίων 60 ετών θα δώσουν τη μάχη απέναντι στο λαϊκισμό, στον εθνικισμό, στον απομονωτισμό και στον εξτρεμισμό και αυτή τη μάχη πρέπει και θα την κερδίσουν… Και αυτή η οπτική μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε για το μέλλον…
*Ο Μηνάς Περάματζης είναι Οικονομολόγος.