Το αντισηπτικό τζελ γίνεται φέτος 27 ετών. Μότο του φετινού εορτασμού: Σκοτώστε τα μικρόβια, μπορείτε! Κι αν δεν υπάρχει εκεί κοντά σαπούνι και νερό, τα αντισηπτικά τζελ πωλούνται στα φαρμακεία, στα καταστήματα καλλυντικών και στα σούπερ μάρκετ.
Πώς όμως έφτασε το αντισηπτικό τζελ έφτασε να θεωρείται σήμερα απαραίτητο;
Το 1988 μια οικογενειακή εταιρία σαπωνοποιίας στο Οχάιο εφηύρε ένα καθαριστικό για τα χέρια με βάση το οινόπνευμα. Προοριζόταν για εργαζόμενους στον τομέα υγείας, στις περιπτώσεις όπου το σαπούνι και το νερό δεν ήταν διαθέσιμα.
Ο Τζο Κάνφερ, ο πρόεδρος της εταιρίας, θυμάται: «Υπήρχαν και ένα-δύο άλλα προϊόντα με οινόπνευμα, αλλά ήταν στα αλήθεια άσχημα. Είτε ήταν λιπαρά, αφήνοντας κατάλοιπα, είτε άσπριζαν τα χέρια». Το προϊόν της εταιρίας Κάνφερ χρειάστηκε ένα χρόνο για να αναπτυχθεί. Ήταν ένα διαυγές τζελ το οποίο περιείχε ενυδατικά συστατικά για την προστασία του δέρματος και ήταν οπτικά θελκτικό. Η εταιρία Κάνφερ έχανε χρήματα από αυτό το προϊόν για περισσότερο από μια δεκαετία. Κέρδιζε όμως από αλλού.
«Μας άνοιξε πολλές πόρτες και πουλήσαμε περισσότερο σαπούνι εξαιτίας του. Αλλά, στα αλήθεια κανείς δεν το αγόραζε. Μπορεί ο πωλητής να το έβαζε στα χέρια των πελατών και μετά να έπιαναν την κουβέντα. Αλλά τίποτε. Δεν καταλάβαιναν τι ήταν».
Παρά τις δυσκολίες ο Κάνφερ επέμενε στο τζελ. Το όνομα του προϊόντος ήταν Purell. Σήμερα πωλείται παντού, είτε με αυτή την εμπορική ονομασία είτε με άλλη ονομασία και με μικρές διαφοροποιήσεις στη σύνθεση.